Greek Vocabulary
Click on letter: GT-Google Translate; GD-Google Define; H-Collins; L-Longman; M-Macmillan; O-Oxford; © or C-Cambridge

GT GD C H L M O
a

GT GD C H L M O
abide /əˈbaɪd/ = VERB: συμμορφώνομαι, μένω, εμμένω, διαμένω, κατοικώ, υπακούω, υποτάσσομαι, παραμένω πιστός, περιμένω, αναμένω, αντέχω, αντιμετωπίζω ευθάρσως; USER: τηρούν, τηρήσουν, συμμορφώνονται, τηρήσει, να τηρούν

GT GD C H L M O
about /əˈbaʊt/ = ADVERB: περίπου, γύρω, κοντά, κατά προσέγγιση, ολόγυρα, παντού, πλησίον; PREPOSITION: για, σχετικά με, περί, γύρω από, επάνω; USER: περίπου, για, σχετικά με, σχετικά, για το

GT GD C H L M O
above /əˈbʌv/ = PREPOSITION: πάνω από; ADVERB: άνω, άνωθεν, υπεράνω, από πάνω, ως άνωθεν, εκεί πάνω, ανώτερος σε βαθμό; USER: πάνω από, άνω, ανωτέρω, παραπάνω, πάνω

GT GD C H L M O
accord /əˈkɔːd/ = NOUN: συμφωνία, προαίρεση; VERB: συμφωνώ, χορηγώ, παρέχω; USER: συμφωνία, σύμφωνα, συμφωνίας, σύμφωνο, συμφώνου

GT GD C H L M O
achoo

GT GD C H L M O
acquaintance /əˈkweɪn.təns/ = NOUN: γνωριμία; ADJECTIVE: γνώριμος; USER: γνωριμία, γνωστό, γνωριμίας, γνωστός, εξοικείωση

GT GD C H L M O
adore /əˈdɔːr/ = VERB: λατρεύω; USER: λατρεύω, λατρεύουν, adore, λατρέψετε, αγαπούν

GT GD C H L M O
adored /əˈdɔːr/ = VERB: λατρεύω; USER: λάτρευε, λάτρεψαν, λάτρευαν, λατρεύτηκε, λάτρευε τα

GT GD C H L M O
afar /əˈfɑːr/ = ADVERB: μακρυά, σε απόσταση; USER: μακρυά, μακριά, μακριά για

GT GD C H L M O
afforded /əˈfɔːd/ = VERB: διαθέτω, παρέχω, έχω τα μέσα; USER: παρέχεται, έδωσε, που παρέχεται, απέδωσε, παρέχει

GT GD C H L M O
affright /əˈfrīt/ = NOUN: φόβος; VERB: φοβίζω; USER: φοβίζω, φόβος, τρομοκρατώ

GT GD C H L M O
again /əˈɡenst/ = ADVERB: πάλι, ξανά, εκ νέου; USER: πάλι, ξανά, εκ νέου, και πάλι, φορά, φορά

GT GD C H L M O
against /əˈɡenst/ = ADVERB: κατά, έναντι, κόντρα, εναντία; USER: κατά, έναντι, κατά της, εναντίον, ενάντια, ενάντια

GT GD C H L M O
aglow /əˈɡləʊ/ = ADJECTIVE: λάμπων, φλογερός, φωτοβόλος; USER: φλογερός, φωτοβόλος, φλεγόμενα, aglow, λάμπει

GT GD C H L M O
ago /əˈɡəʊ/ = ADVERB: πριν, προ, πρότερον; USER: πριν, πριν από, ago, προ, προ

GT GD C H L M O
all /ɔːl/ = ADJECTIVE: όλα, όλες, όλοι, όλη, όλο, όλος, πας, απάντες; NOUN: το όλο; ADVERB: όλως; USER: όλα, όλες, όλοι, όλη, όλο, όλο

GT GD C H L M O
alleluia /ˌhaləˈlo͞oyə/ = USER: αλληλούια, Αλληλούϊα,

GT GD C H L M O
along /əˈlɒŋ/ = ADVERB: κατά μήκος, εμπρός; USER: κατά μήκος, μαζί, μήκος, καθώς, καθώς

GT GD C H L M O
also /ˈɔːl.səʊ/ = ADVERB: επίσης, επί πλέον; USER: επίσης, και, επίσης να, επίσης να

GT GD C H L M O
am /æm/ = USER: am, π.μ., πμ, είμαι, π., π.

GT GD C H L M O
ancient /ˈeɪn.ʃənt/ = ADJECTIVE: αρχαίος, παλαιός; USER: αρχαίος, αρχαία, αρχαίας, αρχαίο, αρχαίων

GT GD C H L M O
and /ænd/ = CONJUNCTION: και; USER: και, και την, και να, και της, και των, και των

GT GD C H L M O
angel /ˈeɪn.dʒəl/ = NOUN: άγγελος; USER: άγγελος, αγγέλου, άγγελο, angel, Ο Angel

GT GD C H L M O
angelic /ænˈdʒel.ɪk/ = ADJECTIVE: αγγελικός; USER: αγγελικός, Αγγελικό, αγγελική, αγγελικά, αγγελικές

GT GD C H L M O
angels /ˈeɪn.dʒəl/ = NOUN: άγγελος; USER: άγγελοι, αγγέλους, αγγέλων, angels, οι άγγελοι

GT GD C H L M O
anthems /ˈanθəm/ = NOUN: ύμνος; USER: ύμνοι, ύμνους, ύμνων, οι ύμνοι, ύμνο,

GT GD C H L M O
any /ˈen.i/ = PRONOUN: κάθε, καθόλου, όποιος, πας; USER: κάθε, οποιαδήποτε, οποιοδήποτε, τυχόν, οποιασδήποτε, οποιασδήποτε

GT GD C H L M O
anybody /ˈen.iˌbɒd.i/ = PRONOUN: οποιοσδήποτε, οιοσδήποτε; USER: οποιοσδήποτε, κανέναν, κανείς, κάποιος, οποιονδήποτε

GT GD C H L M O
apparel /əˈpær.əl/ = NOUN: ενδύματα, ιματισμός, αμφίεση; VERB: ντύνω; USER: ενδύματα, ένδυσης, ενδυμάτων, ειδών ένδυσης

GT GD C H L M O
appearing /əˈpɪər/ = VERB: εμφανίζομαι, φαίνομαι; USER: εμφανίζεται, εμφανίζονται, εμφάνιση, που εμφανίζεται, που εμφανίζονται

GT GD C H L M O
are /ɑːr/ = NOUN: εκτάριο; VERB: ενικό και πλυθιντικό του είναι; USER: είναι, Δεν, έχουν, τα, οι, οι

GT GD C H L M O
arise /əˈraɪz/ = VERB: σηκώνομαι, εγείρομαι; USER: προκύψουν, προκύπτουν, να προκύψουν, ανακύπτουν, προκύψει

GT GD C H L M O
around /əˈraʊnd/ = ADVERB: γύρω, τριγύρω; USER: γύρω, γύρω από, περίπου, όλο, σε όλο, σε όλο

GT GD C H L M O
as /əz/ = CONJUNCTION: ως, καθώς, επειδή; USER: ως, καθώς, όπως, και, και

GT GD C H L M O
ask /ɑːsk/ = VERB: παρακαλώ, ζητώ, ερωτώ; USER: ζητώ, παρακαλώ, ζητήσει, ρωτήσω, ζητήσει από, ζητήσει από

GT GD C H L M O
asked /ɑːsk/ = ADJECTIVE: ερωτηθείς; USER: ρώτησε, ζήτησε, Έγινε, ζητηθεί, ζήτησε από

GT GD C H L M O
asleep /əˈsliːp/ = ADJECTIVE: κοιμισμένος, κοιμωμένος; USER: κοιμισμένος, κοιμάται, ύπνο, κοιμισμένοι, ύπνου

GT GD C H L M O
astray /əˈstreɪ/ = ADJECTIVE: παραστρατημένος, έξω της οδού, περιπλανώμενος; USER: παραστρατημένος, λάθος δρόμο, παραπλανάται, παραστρατημένους, εσφαλμένα συμπεράσματα

GT GD C H L M O
at /ət/ = PREPOSITION: στο, κατά, στη, στον, εις, εν; NOUN: παπάκι; USER: στο, κατά, στη, στον, σε, σε

GT GD C H L M O
attend /əˈtend/ = VERB: φοιτώ, παραβρίσκομαι, προσέχω, ακολουθώ, υπηρετώ, διακούω; USER: παραστούν, παρίστανται, παρακολουθούν, παρακολουθήσουν, παραστεί

GT GD C H L M O
auld /ôld/ = USER: Auld, το Auld, Ο Auld,

GT GD C H L M O
awake /əˈweɪk/ = ADJECTIVE: άγρυπνος, άυπνος, έξυπνος; VERB: ξυπνώ, αφυπνίζω, αφυπνίζομαι; USER: άγρυπνος, ξύπνιοι, ξύπνιος, ξύπνια, ξύπνιο

GT GD C H L M O
awakes /əˈwāk/ = VERB: αφυπνίζω, αφυπνίζομαι, ξυπνώ; USER: ξυπνά, ξυπνάει, αφυπνίζει, awakes, αφυπνίζεται,

GT GD C H L M O
away /əˈweɪ/ = ADVERB: μακριά; NOUN: απών; USER: μακριά, φιλοξενούμενη, πόδια, σέντρα, περάσει, περάσει

GT GD C H L M O
aye /aɪ/ = ADVERB: πάντοτε; USER: άι, aye, Μάλιστα

GT GD C H L M O
babe /beɪb/ = NOUN: μωρό, βρέφος; USER: μωρό, βρέφος, μωρό μου, babe που

GT GD C H L M O
babel /ˈbeɪ.bəl/ = NOUN: Βαβυλωνία; USER: babel, Βαβέλ, διασκορπούνταν

GT GD C H L M O
babies /ˈbeɪ.bi/ = NOUN: μωρό, βρέφος, νήπιο; USER: μωρά, τα μωρά, βρέφη, μωρά που, μωρών

GT GD C H L M O
baby /ˈbeɪ.bi/ = NOUN: μωρό, βρέφος, νήπιο; USER: μωρό, βρέφος, μωρού, το μωρό, μωρών

GT GD C H L M O
back /bæk/ = ADVERB: πίσω, οπίσω, όπισθεν; NOUN: πλάτη, βάθος, νώτα, κώλος; VERB: υποστηρίζω, οπισθοχωρώ; USER: πίσω, πλάτη, back, πίσω μέρος, επιστροφή, επιστροφή

GT GD C H L M O
bad /bæd/ = ADJECTIVE: κακός; USER: κακός, κακή, κακό, κακές, άσχημα

GT GD C H L M O
bank /bæŋk/ = NOUN: τράπεζα, όχθη; ADJECTIVE: τραπεζικός; VERB: αναχώνω; USER: τράπεζα, όχθη, τράπεζας, τραπεζικών, τραπεζικό

GT GD C H L M O
bark /bɑːk/ = NOUN: φλοιός, γάβγισμα, πλοίο με τρείς ιστούς; VERB: γαβγίζω, βρίζω άσχημα; USER: φλοιός, φλοιό, φλοιού, φλοιών, φλοιούς

GT GD C H L M O
base /beɪs/ = NOUN: βάση, θεμέλιο, χαμερπής, πέδιλο σιδηροτροχίας, βάση δύναμης αριθμού; VERB: βασίζω, στηρίζω, εδράζω, τοποθετώ σε βάση; USER: βάση, βάσης, βάσεως, βασικό, βασική

GT GD C H L M O
be /biː/ = USER: be-, be, είναι, υπάρχω, γίνομαι; USER: είναι, να, να είναι, ήταν, θα, θα

GT GD C H L M O
beams /bēm/ = NOUN: δέσμη, ακτίνα, δοκός, δέσμη ακτίνων, ζυγό, δέσμη ηλεκτρική, δένδρο, πλάτος πλοίου; VERB: ακτινοβολώ; USER: δοκών, δοκούς, δοκοί, ακτίνες, δοκάρια

GT GD C H L M O
bear /beər/ = NOUN: αρκούδα, άρκτος; VERB: αντέχω, φέρω, ανέχομαι, υποφέρω, υποβαστάζω, κρατώ, κατέχω αξίωμα, αποκομίζω, υφίσταμαι, πιέζω, κατευθύνομαι; USER: φέρουν, φέρει, να φέρουν, να φέρει, έχουμε

GT GD C H L M O
beard /bɪəd/ = NOUN: γενειάδα, γένι; VERB: αψηφώ; USER: γενειάδα, γένια, μούσι, γενειάδας, γενειάδων

GT GD C H L M O
bearing /ˈbeə.rɪŋ/ = NOUN: ρουλεμάν, έδρανο, σχέση, συμπεριφορά, στήριγμα, καρποφορία, ανοχή, συνέπεια, υπομονή, παράστημα, τριβέας, έμβλημα, υποστήριγμα άξονος, τεκνοποιία, κορμοστασία; USER: ρουλεμάν, έδρανο, που φέρουν, φέρουν, φέρει

GT GD C H L M O
bears /beər/ = NOUN: αρκούδα, άρκτος; USER: αρκούδες, αρκούδων, φέρει, αρκούδας, αρκούδα

GT GD C H L M O
beautifully /ˈbjuː.tɪ.fəl/ = USER: όμορφα, υπέροχα, όμορφη, το όμορφα, όμορφο

GT GD C H L M O
beauty /ˈbjuː.ti/ = NOUN: ομορφιά, καλλονή; USER: ομορφιά, ομορφιάς, την ομορφιά, ομορφιάς &, χρόνοσ

GT GD C H L M O
bed /bed/ = NOUN: κρεβάτι, κλίνη, κρεββάτι, κοίτη, βυθός, υπόστρωση, κοίτασμα, περιχαλίκωση, βάση, σεξουαλική επαφή; USER: κρεβάτι, κλίνη, Δωμάτιο με, Bed, κρεβατιού

GT GD C H L M O
been /biːn/ = USER: ήταν, έχουν, έχει, υπήρξε, πάει, πάει

GT GD C H L M O
before /bɪˈfɔːr/ = CONJUNCTION: προτού, πριν να, προτιμότερο του να; ADVERB: μπροστά, ενώπιο; PREPOSITION: μπροστά; USER: προτού, πριν να, μπροστά, πριν, πριν από, πριν από

GT GD C H L M O
began /bɪˈɡæn/ = VERB: αρχίζω; USER: άρχισε, ξεκίνησε, άρχισαν, άρχισε να, ξεκίνησαν

GT GD C H L M O
begin /bɪˈɡɪn/ = VERB: αρχίζω; USER: αρχίζουν, αρχίσει, ξεκινήσει, να αρχίσει, αρχίσουν

GT GD C H L M O
beginning /bɪˈɡɪn.ɪŋ/ = NOUN: αρχή; USER: αρχή, αρχίζουν, ξεκινούν, αρχίζει, έναρξη, έναρξη

GT GD C H L M O
behold /bɪˈhəʊld/ = VERB: βλέπω, παρατηρώ; USER: βλέπω, παρατηρώ, behold, ιδού, βλέπεις

GT GD C H L M O
bells /bel/ = NOUN: κουδούνι, καμπάνα, καμπανάκι, κωδωνοστοιχία; VERB: βρυχάζω; USER: καμπάνες, κουδούνια, bells, κουδουνιών, κώδωνα

GT GD C H L M O
below /bɪˈləʊ/ = PREPOSITION: κάτω; ADVERB: παρακάτω, κάτω, κάτωθι, κάτωθεν, από κάτω; USER: κάτω, παρακάτω, κάτω από, κατωτέρω, πιο κάτω, πιο κάτω

GT GD C H L M O
bend /bend/ = NOUN: στροφή, κλίση, κύρτωση, κάμπη, δέσιμο, κόμπος; VERB: κάμπτω, τρέπω; USER: στροφή, κλίση, λυγίσει, λυγίζετε, λυγίστε

GT GD C H L M O
bending /bend/ = NOUN: κάμψη; USER: κάμψη, κάμψης, κάμψεως, λύγισμα, την κάμψη

GT GD C H L M O
beneath /bɪˈniːθ/ = ADVERB: κάτω από, χαμηλά, υποκάτω; USER: κάτω από, κάτω, από κάτω, κάτωθεν

GT GD C H L M O
berry /ˈber.i/ = NOUN: μούρο, ρώγα; VERB: μαζεύω μούρα; USER: μούρο, Berry, μούρων, Μπέρι, μούρα

GT GD C H L M O
beside /bɪˈsaɪd/ = ADVERB: δίπλα, πλησίον, παραπλευρώς; PREPOSITION: εκτός; USER: δίπλα, εκτός, δίπλα από, δίπλα σε, δίπλα στο

GT GD C H L M O
best /best/ = ADJECTIVE: καλύτερος, κάλλιστα, άριστος, κάλλιστος; VERB: υπερτερώ, νικώ; USER: καλύτερος, καλύτερο, καλύτερα, καλύτερες, καλύτερη, καλύτερη

GT GD C H L M O
better /ˈbet.ər/ = ADVERB: καλύτερα, προτιμότερο; ADJECTIVE: καλύτερος, μεγαλύτερος, καταλληλότερος; VERB: καλυτερεύω, βελτιώνω; NOUN: αυτός που στοιχηματίζει; USER: καλύτερα, καλύτερος, καλύτερη, καλύτερο, καλύτερες

GT GD C H L M O
beyond /biˈjɒnd/ = PREPOSITION: πέρα; ADVERB: πέραν, πέρα, υπεράνω, αργότερα; NOUN: υπερπέραν; USER: πέρα, πέραν, πέρα από, μετά, εκτός

GT GD C H L M O
birds /bɜːd/ = NOUN: πουλί, πτηνό; USER: πουλιά, πτηνών, πτηνά, τα πουλιά, πουλιών

GT GD C H L M O
birth /bɜːθ/ = NOUN: γέννηση, γέννα, τοκετός; USER: γέννηση, γέννα, γέννησης, γεννήσεως, τη γέννηση

GT GD C H L M O
bitter /ˈbɪt.ər/ = ADJECTIVE: πικρός, παγερός; USER: πικρός, πικρή, πικρό, πικρά, πικρές

GT GD C H L M O
bitty /ˈbitē/ = USER: bitty, πολυδιασπασμένο, μπιμπικιαστικό, πολυδιασπασμένα"

GT GD C H L M O
black /blæk/ = NOUN: μαύρος, αράπης, Νέγρος; ADJECTIVE: μαύρος, σκοτεινός, μαυρισμένος, άσχημος, άγριος, δυσοίωνος; VERB: μουτζουρώνω, αμαυρώνω, δυσφημώ; USER: μαύρος, μαύρο, μαύρη, μαύρα, μαύρες

GT GD C H L M O
blazing /ˈbleɪ.zɪŋ/ = VERB: φλέγομαι, λαμποκοπώ, διακηρύσσω, σημειώνω, χαράζω σε δέντρο; USER: απίστευτα, καμμένος, προτεταμένα, λάμπει, ταχύτατοι

GT GD C H L M O
bleeding /ˈbliː.dɪŋ/ = NOUN: αιμορραγία, αφαίμαξη, μάτωμα; ADJECTIVE: ματωμένος, θλιμμένος; USER: αιμορραγία, αφαίμαξη, αιμορραγίας, αιμορραγικών, η αιμορραγία

GT GD C H L M O
bless /bles/ = VERB: ευλογώ, ευγνωμονώ, λατρεύω; USER: ευλογώ, ευλογεί, ευλογήσει, να ευλογεί, ευλογούν

GT GD C H L M O
blessed /ˈbles.ɪd/ = ADJECTIVE: ευλογημένος, άγιος, καταραμένος; USER: ευλογημένος, ευλογημένη, ευλογημένο, ευλόγησε, ευλογημένοι

GT GD C H L M O
blessing /ˈbles.ɪŋ/ = NOUN: ευλογία, θεία χάρις; USER: ευλογία, ευλογίας, την ευλογία, ευλογίες, ευχή

GT GD C H L M O
blessings /ˈbles.ɪŋ/ = NOUN: ευλογία, θεία χάρις; USER: ευλογίες, τις ευλογίες, ευλογία, ευλογίες του, ευχές

GT GD C H L M O
blood /blʌd/ = NOUN: αίμα, αιματοχυσία, συγγένεια, φόνος; USER: αίμα, αίματος, του αίματος, στο αίμα, αρτηριακή

GT GD C H L M O
blossom /ˈblɒs.əm/ = NOUN: άνθος, ανθοφοριά; VERB: ανθίζω; USER: άνθος, ανθίσει, άνθη, άνθιση, ανθών

GT GD C H L M O
blows /bləʊ/ = NOUN: πλήγμα, φύσημα, κτύπημα, γροθιά, προσβολή, ισχυρός άνεμος; VERB: φυσώ, ανατινάσσω, λαχανιάζω, σφυρίζω, αποκαλύπτω, ανθίζω; USER: χτυπήματα, φυσά, φυσάει, σημειώνει, πλήγματα

GT GD C H L M O
bob /bɒb/ = NOUN: βαρίδι, βολίδα; VERB: ανεβοκατεβαίνω, σείομαι, κόβω κοντά; USER: βαρίδι, bob, Μπομπ, ο Bob, τον Bob

GT GD C H L M O
boldly /bəʊld/ = ADVERB: τολμηρά; USER: τολμηρά, τόλμη, με τόλμη, θαρραλέα, θάρρος

GT GD C H L M O
boots /bo͞ot/ = NOUN: μπότα, παπούτσι, υπόδημα; VERB: κλωτσώ; USER: μπότες, μποτών, boots, υποδήματα

GT GD C H L M O
bore /bɔːr/ = NOUN: οπή, διάτρημα; VERB: τρυπώ με τρυπάνι, βαριέμαι, τρυπώ, προξενώ ανία; USER: οπή, έφερε, επιβαρύνθηκαν, επιβαρύνθηκαν με, οπής

GT GD C H L M O
born /bɔːn/ = ADJECTIVE: γεννημένος; VERB: γεννώ; USER: γεννημένος, γεννήθηκε, γεννηθεί, γεννήθηκαν, γεννιούνται

GT GD C H L M O
both /bəʊθ/ = PRONOUN: και οι δύο, αμφοτέροι; USER: και οι δύο, τόσο, δύο, και, οι δύο

GT GD C H L M O
boughs /baʊ/ = NOUN: κλάδος, κλώνος δένδρου; USER: κλαδιά, boughs, μεγάλοι κλώνοι, κλωνάρια, τα κλαδιά

GT GD C H L M O
bought /bɔːt/ = ADJECTIVE: αγορασμένος; USER: αγόρασε, αγόρασαν, αγοραστεί, αγοράζονται, αγοράσει, αγοράσει

GT GD C H L M O
boys /bɔɪ/ = NOUN: αγόρι, παιδί; USER: αγόρια, τα αγόρια, boys, αγοριών, παιδιά

GT GD C H L M O
breathes /briːð/ = VERB: αναπνέω; USER: αναπνέει, αποπνέει, εισπνέει, εμφυσά, αναπνέουν

GT GD C H L M O
breaths /breθ/ = NOUN: αναπνοή, πνοή; USER: αναπνοές, ανάσες, αναπνοών, εισπνοές, αναπνοή

GT GD C H L M O
bright /braɪt/ = ADJECTIVE: λαμπερός, λαμπρός, ευφυής; USER: ευφυής, φωτεινό, φωτεινά, φωτεινή, λαμπρό

GT GD C H L M O
brightly /braɪt/ = ADVERB: ζωηρά; USER: ζωηρά, φωτεινά, έντονα, λαμπρά, όμορφα

GT GD C H L M O
bring /brɪŋ/ = VERB: φέρω, φέρνω; USER: φέρω, φέρει, να, θέτουν, να φέρει

GT GD C H L M O
brings /brɪŋ/ = VERB: φέρω, φέρνω; USER: φέρνει, φέρνει την, προσφέρει, φέρει, επιφέρει

GT GD C H L M O
british /ˈbrɪt.ɪʃ/ = NOUN: Βρετανοί, Βρετανός; ADJECTIVE: βρεταννικός; USER: Βρετανοί, Βρετανός, Βρετανική, british, βρετανικό

GT GD C H L M O
brother /ˈbrʌð.ər/ = NOUN: αδελφός, αδερφός; USER: αδελφός, αδερφός, αδελφό, τον αδελφό, ο αδελφός

GT GD C H L M O
brought /brɔːt/ = VERB: φέρω, φέρνω; USER: έφερε, έφεραν, άσκησε, ασκήθηκε, φέρει, φέρει

GT GD C H L M O
but /bʌt/ = CONJUNCTION: αλλά, πλην, μόλις; PREPOSITION: εκτός; USER: αλλά, όμως, αλλά και, αλλά η, αλλά η

GT GD C H L M O
by /baɪ/ = PREPOSITION: με, υπό; ADVERB: δίπλα, πλησίον; USER: με, από, κατά, από την, από τον, από τον

GT GD C H L M O
call /kɔːl/ = NOUN: κλήση, πρόσκληση, ζήτηση, επίσκεψη, φωνή, κραυγή, αιτία, συνδιάλεξη; VERB: αποκαλώ, καλώ, ονομάζω, φωνάζω, τηλεφωνώ, επισκέπτομαι; USER: κλήση, πρόσκληση, καλώ, αποκαλώ, call

GT GD C H L M O
calling /ˈkɔː.lɪŋ/ = NOUN: κλήση, επάγγελμα; USER: κλήση, καλώντας, καλεί, ζητώντας, ζητούν

GT GD C H L M O
calm /kɑːm/ = NOUN: ηρεμία, γαλήνη; ADJECTIVE: ήρεμος, ήσυχος, γαλήνιος; VERB: ηρεμώ, ησυχάζω, γαληνεύω; USER: ηρεμία, ηρεμήσει, ηρεμήσουν, ηρεμούν, ηρεμεί

GT GD C H L M O
came /keɪm/ = USER: ήρθε, ήρθαν, προήλθε, κατέληξε, τέθηκε

GT GD C H L M O
can /kæn/ = VERB: μπορώ, δύναμαι, κονσερβοποιώ; NOUN: κουτί, κονσέρβα, μεταλλικό δοχείο, κονσερβοκούτι, μπιτόνι, τενεκές; USER: μπορώ, μπορεί, να, μπορεί να, μπορούν

GT GD C H L M O
candles /ˈkæn.dl̩/ = NOUN: κερί, λαμπάδα; USER: κεριά, τα κεριά, κεριών, λαμπάδες, κερί

GT GD C H L M O
candy /ˈkæn.di/ = NOUN: καραμέλα, ζαχαρωτό, γλύκισμα, κουφέτο, γλύκα; VERB: ζαχαρώνω; USER: καραμέλα, candy, καραμελών, γλυκά, καραμέλας

GT GD C H L M O
canes /keɪn/ = NOUN: πεδίο βολής; USER: καλάμια, μπαστούνια, Canes, καλάμους, βέργες

GT GD C H L M O
card /kɑːd/ = NOUN: κάρτα, καρτέλα, καρτέλλα, τραπουλόχαρτο, δελτάριο, παιγνιόχαρτο; VERB: λαναρίζω, λαναρίζω μαλλιά, ξαίνω; USER: κάρτα, κάρτας, καρτών, κάρτες, της κάρτας

GT GD C H L M O
care /keər/ = NOUN: φροντίδα, περίθαλψη, προσοχή, έγνοια, σκοτούρα; VERB: φροντίζω, νοιάζομαι; USER: φροντίδα, περίθαλψη, νοιάζονται, νοιάζει, φροντίσει

GT GD C H L M O
cares /keər/ = NOUN: φροντίδα, περίθαλψη, προσοχή, έγνοια, σκοτούρα; VERB: φροντίζω, νοιάζομαι; USER: νοιάζεται, φροντίζει, ενδιαφέρεται, μεριμνά, περιποιείται

GT GD C H L M O
carol /ˈkær.əl/ = NOUN: κάλαντα, άσμα χαράς, ύμνος χαράς; VERB: τραγουδώ χαρούμενα; USER: κάλαντα, Carol, Κάρολ, καλαντιστές, τραγουδώ χαρούμενα

GT GD C H L M O
case /keɪs/ = NOUN: περίπτωση, υπόθεση, θήκη, κιβώτιο, κατάσταση, ζήτημα, πτώση, ιστορικό, πτώση γραμματικής; VERB: θέτω σε θήκη, θέτω σε κιβώτιο; USER: περίπτωση, υπόθεση, θήκη, προκειμένω, την περίπτωση

GT GD C H L M O
cast /kɑːst/ = NOUN: καλούπι, εκμαγείο, βλήμα, ιδιάζο χαρακτηριστικό, μήτρα, πρόσωπα δράματος, διανομή ρόλων; VERB: πετώ, απορρίπτω, ρίπτω, χύνω μέταλλο; USER: ρίχνει, χυτό, ρίξει, πετάχτηκε, θέσει

GT GD C H L M O
cattle /ˈkæt.l̩/ = NOUN: βοοειδή, βόδια, κτήνη, ζωντανά; USER: βοοειδή, βοοειδών, τα βοοειδή, ζώων, των βοοειδών

GT GD C H L M O
ceasing /siːs/ = VERB: παύω, διακόπτω, σταματώ; USER: παύση, διακοπή, παύει, παύουν, παύση της

GT GD C H L M O
certain /ˈsɜː.tən/ = ADJECTIVE: βέβαιος, ορισμένος, σίγουρος, κάποιος, ασφαλής; USER: ορισμένες, ορισμένα, ορισμένων, ορισμένους, ορισμένοι

GT GD C H L M O
checking /CHek/ = NOUN: έλεγχος, αναχαίτιση; USER: έλεγχος, έλεγχο, τον έλεγχο, ελέγχου, ελέγχοντας

GT GD C H L M O
cheer /tʃɪər/ = NOUN: ευθυμία, κέφι, διάθεση, επευφημία; VERB: ζητωκραυγάζω, κάνω κέφι, φαιδρύνω, ενθαρρύνω, επευφημώ, χαροποιώ, χαιροκροτώ; USER: ευθυμία, κέφι, φτιάξει το κέφι, φτιάξει, φτιάξει τη διάθεση

GT GD C H L M O
child /tʃaɪld/ = NOUN: παιδί, τέκνο; USER: παιδί, τέκνο, παιδιού, παιδιών, παιδιά

GT GD C H L M O
childhood /ˈtʃaɪld.hʊd/ = NOUN: παιδική ηλικία; USER: παιδική ηλικία, παιδικής ηλικίας, παιδική, την παιδική ηλικία, παιδικής

GT GD C H L M O
children /ˈtʃɪl.drən/ = NOUN: παιδιά; USER: παιδιά, παιδιών, τα παιδιά, των παιδιών, των παιδιών

GT GD C H L M O
chime /tʃaɪm/ = NOUN: αρμονική κωδωνοκρουσία, κωδωνοκρουσία; VERB: χτυπώ; USER: αρμονική κωδωνοκρουσία, κόγχη, ηχητικής προειδοποίησης, κτύπο, χείλος

GT GD C H L M O
chimney /ˈtʃɪm.ni/ = NOUN: καμινάδα, καπνοδόχος, γυαλί λάμπας, ηφαίστειο; USER: καμινάδα, καπνοδόχος, καμινάδας, καπνοδόχο, καπνοδόχου

GT GD C H L M O
choir /kwaɪər/ = NOUN: χορωδία, χορός, εκκλησιαστικός χορός; USER: χορωδία, χορωδίας, χορωδία του, χορωδιών, χορωδιακά

GT GD C H L M O
choirs /ˈkwīr/ = NOUN: χορωδία, χορός, εκκλησιαστικός χορός; USER: χορωδίες, χορωδιών, χορωδία, τις χορωδίες, οι χορωδίες

GT GD C H L M O
chorus /ˈkɔː.rəs/ = NOUN: χορωδία, χορός, ρεφραίν; USER: χορωδία, ρεφραίν, χορός, χορωδίες, χορωδίας

GT GD C H L M O
christian /ˈkrɪs.tʃən/ = NOUN: Χριστιανός; ADJECTIVE: χριστιανικός; USER: Χριστιανός, Christian, χριστιανική, χριστιανικό, χριστιανικής

GT GD C H L M O
christians /ˈkrɪs.tʃən/ = NOUN: Χριστιανός; USER: χριστιανοί, χριστιανούς, χριστιανών, οι χριστιανοί, τους χριστιανούς

GT GD C H L M O
christmas /ˈkrɪs.məs/ = NOUN: Χριστούγεννα; ADJECTIVE: χριστουγεννιάτικος; USER: Χριστούγεννα, Χριστουγεννιάτικα, Χριστουγέννων, χριστουγεννιάτικο, christmas

GT GD C H L M O
christmases /ˈkrisməs/ = USER: Χριστούγεννα, Βασίληδες, Χριστούγεννά, Christmases,

GT GD C H L M O
circling /ˈsɜː.kl̩/ = VERB: διαγράφω κύκλο, κάνω τον γύρο, περιέρχομαι, περικυκλώνω; USER: κυκλώνοντας, περιβάλει, περιβάλλει, κύκλο του αεροδρομίου, περιβάλλοντας

GT GD C H L M O
city /ˈsɪt.i/ = NOUN: πόλη, μεγαλούπολη, άστυ; USER: πόλη, πόλης, της πόλης, Σίτι, Πόλη του

GT GD C H L M O
claus /klAz/ = USER: Claus, Βασίλης, Βασίλη, Άγιος Βασίλης

GT GD C H L M O
clear /klɪər/ = ADJECTIVE: σαφής, αίθριος, διαυγής, καθαρός, διαφανής, πλήρης, φανερός, ευδιάκριτος, ξάστερος, απαλαγμένος; ADVERB: καθαρά, εντελώς; VERB: καθαρίζω, αθωώνω; USER: σαφής, σαφές, καθαρίσετε, καταργήστε, διώξει

GT GD C H L M O
climbing /ˈklaɪ.mɪŋ/ = NOUN: ορειβασία, ανάβαση; USER: ορειβασία, ανάβαση, αναρρίχηση, αναρρίχησης, ανέβασμα

GT GD C H L M O
close /kləʊz/ = ADVERB: κοντά, πλησίον; VERB: κλείνω, περατώνω, κλείω; NOUN: λήξη, τέλος, πέρας; ADJECTIVE: στενός, κλειστός, κοντινός, προσεκτικός, μεμονωμένος; USER: κοντά, κλείνω, κλείσει, κλείσετε, κλείστε

GT GD C H L M O
clothes /kləʊðz/ = NOUN: ρούχα, ενδύματα, ρουχισμός, ένδυση, καλύμματα; USER: ρούχα, ενδύματα, τα ρούχα, ρούχων, ενδυμάτων, ενδυμάτων

GT GD C H L M O
cloven /ˈkləʊ.vən/ = ADJECTIVE: εσχισμένος; USER: εσχισμένος, δισχιδείς, δίχηλα, δίχηλα ζώα, δίχηλων

GT GD C H L M O
cold /kəʊld/ = NOUN: κρύο, κρυολόγημα, κρύωμα, συνάχι; ADJECTIVE: κρύος, ψύχος, ψυχρός; USER: κρύο, κρύος, κρυολόγημα, κρύα, ψυχρό

GT GD C H L M O
coldly /ˈkəʊld.li/ = ADVERB: ψυχρά; USER: ψυχρά, παγερά

GT GD C H L M O
come /kʌm/ = VERB: έρχομαι, φθάνω, γίνομαι, παριστάνω; ADJECTIVE: ερχόμενος, προσεχής, μελλοντικός; USER: έλα, έρχονται, έρθει, προέρχονται, έρθουν, έρθουν

GT GD C H L M O
comes /kʌm/ = USER: έρχεται, προέρχεται, πρόκειται, βγαίνει, αφορά, αφορά

GT GD C H L M O
comfort /ˈkʌm.fət/ = NOUN: άνεση, παρηγοριά, ανακούφιση, κομφόρ, κουράγιο; VERB: ανακουφίζω, παρηγορώ, ενθαρρύνω, αναπαύω; USER: άνεση, Ανέσεις, Comfort, άνεσης, την άνεση

GT GD C H L M O
coming /ˈkʌm.ɪŋ/ = NOUN: ερχομός, έλευση; ADJECTIVE: ερχόμενος; USER: έλευση, έρχονται, προέρχονται, έρχεται, που προέρχονται

GT GD C H L M O
continued /kənˈtɪn.juːd/ = VERB: συνεχίζω, εξακολουθώ, συνεχίζομαι; USER: συνέχισε, συνεχίστηκε, συνέχισαν, εξακολούθησε, συνεχίστηκαν, συνεχίστηκαν

GT GD C H L M O
corn /kɔːn/ = NOUN: καλαμπόκι, αραβόσιτος, σιτάρι, σιτηρά, δημητριακά, κάλος, σπείρι; VERB: παστώνω, αλατίζω, διατηρώ τρόφιμα; USER: καλαμπόκι, καλαμποκιού, αραβοσίτου, το καλαμπόκι, αραβόσιτος

GT GD C H L M O
country /ˈkʌn.tri/ = NOUN: χώρα, πατρίδα, εξοχή, ύπαιθρος, πατρίς; ADJECTIVE: εξοχικός, χωριάτικος; USER: χώρα, χώρας, χωρών, τη χώρα, χώρες

GT GD C H L M O
cradle /ˈkreɪ.dl̩/ = NOUN: κούνια, κοιτίδα; VERB: κουνώ, λικνίζω; USER: κούνια, κοιτίδα, λίκνο, βάση, βάσης

GT GD C H L M O
creeping /kriː.pɪŋ/ = VERB: έρπω, σύρομαι, ανατριχιάζω, γλιστρώ; USER: υφέρπουσα, σέρνεται, ανοδική πορεία, ανοδική, αναρριχώμενα

GT GD C H L M O
crib /krɪb/ = NOUN: παχνί, κούνια, φάτνη, κρεβατάκι, πορνείο, παιδικό κρεβάτι, αντιγραφή, λογοκλοπή, σταύλος, κασέλα, κλοπή; VERB: κλέπτω, περιορίζω, κλοπηώ; USER: κούνια, παχνί, φάτνη, κλέπτω, κρεβατάκι

GT GD C H L M O
crisp /krɪsp/ = ADJECTIVE: τραγανός, κρύος, εύθραυστος, τσουχτερός, ζωηρός, σγουρός; VERB: κάνω εύθραυστο, σγουραίνω; USER: τραγανός, εύθραυστος, τραγανή, τραγανό, ευκρινείς

GT GD C H L M O
cross /krɒs/ = NOUN: σταυρός, διασταύρωση; ADJECTIVE: διαγώνιος, διασταυρωμένος, δύστροπος, ενάντιος, σκυθρωπός, σταυρωτός; VERB: διασχίζω, περνώ, σταυρώνω, διασταυρώνω, εμποδίζω, περνώ απέναντι; USER: σταυρός, διασταύρωση, διασχίζουν, διασχίσουν, διασχίσει

GT GD C H L M O
crown /kraʊn/ = NOUN: στέμμα, στεφάνι, κορυφή, διάδημα, κορώνα νόμισμα; VERB: αποκορυφώνω, στεφανώνω, στέφω; USER: στέμμα, στεφάνι, Crown, κορώνα, κόμης

GT GD C H L M O
cruel /ˈkruː.əl/ = ADJECTIVE: σκληρός, απάνθρωπος, άσπλαχνος, αιμοβόρος; USER: σκληρός, σκληρή, σκληρής, σκληρές, βάναυση

GT GD C H L M O
crushing /ˈkrʌʃ.ɪŋ/ = ADJECTIVE: συντριπτικός; USER: σύνθλιψη, σύνθλιψης, θραύσης, τη σύνθλιψη, θραύση

GT GD C H L M O
cry /kraɪ/ = NOUN: κραυγή, κλάμα, φωνή, κλαυθμός; VERB: κλαίω, φωνάζω, κραυγάζω, διαλαλώ; USER: κραυγή, κλαίω, φωνάζω, κλαίνε, κλαίει

GT GD C H L M O
crying /ˈkraɪ.ɪŋ/ = ADJECTIVE: κλαίων; NOUN: κλαυθμός; USER: κλαίων, κλάμα, κλαίει, να κλαίει, κλαίνε

GT GD C H L M O
cup /kʌp/ = NOUN: κύπελλο, φλιτζάνι, φλυτζάνι, κούπα, βεντούζα, χούφτα; USER: κύπελλο, φλιτζάνι, κούπα, φλυτζάνι, Cup

GT GD C H L M O
curse /kɜːs/ = NOUN: κατάρα, ανάθεμα, βλασφημία; VERB: καταριέμαι, βλαστημώ, βλασφημώ, καταρώμαι; USER: κατάρα, καταριέμαι, βρίζουν, καταραστεί, καταριέται

GT GD C H L M O
d = NOUN: ρε; USER: δ, d, Α, ϋ, ά

GT GD C H L M O
dad /dæd/ = NOUN: μπαμπάς, παπάκης; USER: μπαμπάς, μπαμπά, ο μπαμπάς, τον μπαμπά, πατέρα

GT GD C H L M O
dancing /dans/ = NOUN: χορός; ADJECTIVE: χορευτικός, χορεύων; USER: χορός, χορό, χορεύει, χορού, χορεύουν

GT GD C H L M O
dark /dɑːk/ = NOUN: σκοτάδι, σκότος; ADJECTIVE: σκοτεινός, σκούρος, μελαχροινός, μαυριδερός, μελαψός; USER: σκοτάδι, σκοτεινός, σκούρο, σκοτεινό, σκοτεινή

GT GD C H L M O
darker /dɑːk/ = USER: πιο σκούρο, σκοτεινότερο, πιο σκούρα, σκοτεινή, πιο σκοτεινή

GT GD C H L M O
dashing /ˈdæʃ.ɪŋ/ = ADJECTIVE: τολμηρός, ορμητικός, γεμάτος ζωντάνια, επιδεικτικός, ζωηρός; USER: τολμηρός, υπερβολικών, λόγω υπερβολικών, ορμητικός, εκμηδενίζοντας

GT GD C H L M O
dawn /dɔːn/ = NOUN: αυγή, χαραυγή; VERB: χαράζω, ξημερώνω; USER: αυγή, την αυγή, ξημερώματα, αυγής, ξημέρωμα

GT GD C H L M O
day /deɪ/ = NOUN: ημέρα, μέρα; USER: ημέρα, μέρα, την ημέρα, ημέρας, ημερών, ημερών

GT GD C H L M O
days /deɪ/ = NOUN: ημέρα, μέρα; USER: ημέρες, μέρες, ημερών, τις μέρες, ημέρα, ημέρα

GT GD C H L M O
dear /dɪər/ = NOUN: αγαπητός, ακριβός; USER: αγαπητός, Αγαπητέ, Αγαπητοί, αγαπητή, αγαπητό

GT GD C H L M O
deck /dek/ = NOUN: κατάστρωμα, όροφος λεωφορείου; VERB: διακοσμώ, στολίζω; USER: κατάστρωμα, καταστρώματος, δέσμης, deck, γέφυρα

GT GD C H L M O
decked /dek/ = USER: στολισμένο, στολισμένοι,

GT GD C H L M O
deep /diːp/ = ADJECTIVE: βαθύς; USER: βαθύς, βαθιά, βαθύ, βάθος, βαθιές

GT GD C H L M O
deer /dɪər/ = NOUN: ελάφι, ζαρκάδι, δορκάς, έλάφος; USER: ελάφι, ζαρκάδι, ελάφια, ελαφιών, ελαφιού

GT GD C H L M O
deity /ˈdeɪ.ɪ.ti/ = NOUN: θεότητα; USER: θεότητα, θεότητας, θεότητα που, θεά

GT GD C H L M O
delight /dɪˈlaɪt/ = NOUN: απόλαυση, χαρά, τέρψη, μεγάλη ευχαρίστηση, ηδονή; VERB: χαίρομαι, ευχαριστιέμαι, ηδονίζομαι; USER: απόλαυση, χαρά, τέρψη, ευχαριστήσει, ενθουσιάσει

GT GD C H L M O
delightful /dɪˈlaɪt.fəl/ = ADJECTIVE: γοητευτικός, πολύ ευχάριστος, τερπνός, θελκτικός; USER: ευχάριστο, απολαυστικό, απολαυστική, ευχάριστη, υπέροχο

GT GD C H L M O
dented /dent/ = VERB: αγχαράσσω, βαθουλώνω, οδοντώ; USER: χτυπημένων, dented, πλήγμα, επηρεάστηκε, αυλακωτες

GT GD C H L M O
descend /dɪˈsend/ = VERB: κατεβαίνω, κατάγομαι, φθίνω, κατέρχομαι; USER: κατεβαίνω, κατέβει, κατεβαίνουν, κατεβεί, κατέλθει

GT GD C H L M O
did /dɪd/ = VERB: κάνω, πράττω, εκτελώ, κάμνω, ποιώ; USER: έκανε, έκαναν, το έκανε, ήταν, έκανα, έκανα

GT GD C H L M O
didn /ˈdɪd.ənt/ = USER: didn, Νόμιζα

GT GD C H L M O
die /daɪ/ = VERB: πεθαίνω, αποθνήσκω; NOUN: καλούπι, κύβος, ζάρι, σφραγίδα; USER: πεθαίνω, κύβος, πεθαίνουν, πεθάνει, πεθάνουν

GT GD C H L M O
dine /daɪn/ = VERB: γευματίζω; USER: δειπνήσουν, δειπνήσετε, να δειπνήσουν, φαγητό, να δειπνήσετε

GT GD C H L M O
ding /dɪŋ/ = NOUN: κωδώνισμα; USER: κωδώνισμα, Ding, Ντινγκ

GT GD C H L M O
dismay /dɪˈsmeɪ/ = NOUN: φόβος, δειλία, τρόμος; VERB: τρομάζω; USER: δειλία, φόβος, απογοήτευση, απογοήτευσή, φόβο

GT GD C H L M O
displayed /dɪˈspleɪ/ = ADJECTIVE: εκτεθειμένος; USER: εμφανίζεται, εμφανίζονται, που εμφανίζεται, εμφανιστεί, αναγράφονται

GT GD C H L M O
do /də/ = VERB: κάνω, πράττω, εκτελώ, κάμνω, ποιώ; NOUN: ντο, υποδοχή; USER: κάνω, κάνει, κάνετε, κάνουν, κάνουμε, κάνουμε

GT GD C H L M O
does /dʌz/ = VERB: κάνω, πράττω, εκτελώ, κάμνω, ποιώ; USER: κάνει, δεν, έχει, το κάνει, σημαίνει, σημαίνει

GT GD C H L M O
doesn /ˈdʌz.ənt/ = USER: doesn, Δεν έχει

GT GD C H L M O
dolls /dɒl/ = NOUN: κούκλα; USER: κούκλες, Dolls, κούκλες από, τις κούκλες, ζωάκι

GT GD C H L M O
don /dɒn/ = NOUN: υφηγητής, κύριος; USER: don, Δεν, Δον, Ντον, φορά, φορά

GT GD C H L M O
dong = NOUN: ψωλή; USER: ψωλή, Dong, ντονγκ, Ο Dong, ήχος καμπάνας,

GT GD C H L M O
donkeys /ˈdɒŋ.ki/ = NOUN: γάιδαρος, όνος; USER: γαϊδούρια, γαϊδουράκια, τα γαϊδούρια, όνοι, όνων

GT GD C H L M O
door /dɔːr/ = NOUN: πόρτα; ADJECTIVE: θύρα; USER: πόρτα, θύρα, πόρτας, θύρας, θυρών, θυρών

GT GD C H L M O
doves /dʌv/ = NOUN: περιστέρι, περιστέρα; USER: περιστέρια, τα περιστέρια, περιστεριών, περιστερές, περιστέρι

GT GD C H L M O
down /daʊn/ = ADVERB: κάτω, χάμω; NOUN: χνούδι, πούπουλο; USER: κάτω, προβλέπονται, προβλέπεται, καθορισμό, καθορίζονται, καθορίζονται

GT GD C H L M O
dread /dred/ = NOUN: φόβος, τρόμος; VERB: φοβούμαι; USER: τρόμος, φόβος, φοβούνται, φόβο, φόβου

GT GD C H L M O
dreaming /driːm/ = VERB: ονειρεύομαι; USER: όνειρα, ονειρεύεται, ονειρεύονται, ονειρευόμαστε, ονειρεύομαι

GT GD C H L M O
dreamless /ˈdriːm.ləs/ = USER: όνειρα, χωρίς όνειρα, χωρίς όνειρα που, βλέπεις όνειρα

GT GD C H L M O
drear /drɪə/ = ADJECTIVE: θλιβερός; USER: θλιβερός,

GT GD C H L M O
drew /druː/ = VERB: ζωγραφίζω, σχεδιάζω, σύρω, τραβώ, ελκύω; USER: επέστησε, επέστησε την, έσυρε, κατάρτισε, εφιστά την

GT GD C H L M O
drifted /drɪft/ = VERB: παρασύρω, συμπαρασύρω, συμπαρασύρομαι; USER: παράσυρε, διολισθήσει, παρασύρει, παρασέρνει, παρασύρθηκε, παρασύρθηκε

GT GD C H L M O
drowsy /ˈdraʊ.zi/ = ADJECTIVE: μισοκοιμισμένος, νυσταλέως; USER: μισοκοιμισμένος, υπνηλία, υπνηλίας, προκαλεί υπνηλία, νυσταγμένοι

GT GD C H L M O
drummers /ˈdrʌm.ər/ = NOUN: τυμπανιστής; USER: τυμπανιστές, drummers, ντράμερς, ντράμερ, τυμπανιστών

GT GD C H L M O
drumming /drʌm/ = VERB: τυμπανίζω; USER: drumming, τυμπανοκρουσία, τύμπανα, ντραμς, τυμπανοκρουσίας

GT GD C H L M O
dutifully /ˈdjuː.tɪ.fəl/ = ADVERB: υπάκουα; USER: υπάκουα, ευσυνείδητα, νόμιμα, ευσυνείδητη

GT GD C H L M O
dwell /dwel/ = VERB: κατοικώ, ζω; USER: κατοικώ, σταθώ, παραμονής, κατοικούν, κατοικήσει

GT GD C H L M O
dwelling /ˈdwel.ɪŋ/ = NOUN: κατοικία, οίκημα; USER: κατοικία, κατοικίας, στέγασης, κατοικιών, οικιστικές

GT GD C H L M O
dying /ˈdaɪ.ɪŋ/ = NOUN: βαφή; USER: βαφή, πεθαίνουν, πεθαίνει, θανάτου, θάνατο

GT GD C H L M O
e /iː/ = NOUN: μι; USER: ε, e, ηλεκτρονικού, Αποστολή e, ηλεκτρονικό

GT GD C H L M O
ear /ɪər/ = NOUN: αυτί, στάχυ; USER: αυτί, αυτιού, αυτιών, του αυτιού, στο αυτί

GT GD C H L M O
earth /ɜːθ/ = NOUN: γη, χώμα; ADJECTIVE: γήινος, υφήλιος; USER: γη, χώμα, γης, γαιών, τη γη

GT GD C H L M O
east /iːst/ = NOUN: ανατολή; ADJECTIVE: ανατολικός; USER: ανατολή, ανατολικά, ανατολική, ανατολικά της

GT GD C H L M O
eh /eɪ/ = INTERJECTION: Ρε!; USER: ρε, EH, ε, ΕΗ, Πρωτοελλαδικής

GT GD C H L M O
eight /eɪt/ = USER: eight-, eight; USER: οκτώ, οχτώ, από οκτώ, από οκτώ

GT GD C H L M O
eighth /eɪtθ/ = USER: eighth-, eighth, eighth; USER: όγδοο, όγδοος, όγδοη, όγδοου, όγδοης, όγδοης

GT GD C H L M O
eleven /ɪˈlev.ən/ = USER: eleven-, eleven, eleven; USER: έντεκα, ένδεκα

GT GD C H L M O
eleventh /ɪˈlev.ənθ/ = USER: ενδέκατος, Ενδέκατη, ενδέκατο, ενδέκατου, Ενδεκάτης

GT GD C H L M O
emmanuel = NOUN: Εμμανουήλ; USER: Εμμανουήλ, emmanuel, Ο Emmanuel, τον Εμμανουήλ, τον Emmanuel,

GT GD C H L M O
employ /ɪmˈplɔɪ/ = VERB: χρησιμοποιώ, απασχολώ, προσλαμβάνω, εκμισθώνω, μεταχειρίζομαι; USER: απασχολούν, απασχολεί, χρησιμοποιούν, χρησιμοποιεί, χρησιμοποιήσει

GT GD C H L M O
en /-ən/ = USER: en, ιδιωτικό, εν

GT GD C H L M O
enter /ˈen.tər/ = VERB: εισάγω, μπαίνω, εισέρχομαι, καταχωρίζω, αναγράφω; USER: εισάγετε, εισέλθουν, πληκτρολογήστε, αρχίζει, εισαγάγετε

GT GD C H L M O
entered /ˈen.tər/ = VERB: εισάγω, μπαίνω, εισέρχομαι, καταχωρίζω, αναγράφω; USER: εγγράφεται, εισήλθε, εγγράφονται, άρχισε, τέθηκε

GT GD C H L M O
enters /ˈen.tər/ = VERB: εισάγω, μπαίνω, εισέρχομαι, καταχωρίζω, αναγράφω; USER: εισέρχεται, μπαίνει, εισέρχεται σε, εισάγει, τεθεί

GT GD C H L M O
enthrone /ɪnˈθrəʊn/ = VERB: ενθρονίζω; USER: ενθρονίζω, enthrone, ενθρονίσει

GT GD C H L M O
estate /ɪˈsteɪt/ = NOUN: περιουσία, κτήμα, τσιφλίκι, κληρονομούμενη περιουσία, υπόσταση, κοινωνική θέση; USER: περιουσία, κτήμα, ακινήτων, estate, περιουσίας

GT GD C H L M O
eve /iːv/ = NOUN: παραμονή; USER: παραμονή, Εύα, παραμονές, Eve, παραμονή των

GT GD C H L M O
even /ˈiː.vən/ = ADVERB: ακόμη και, καν, ομοίως; ADJECTIVE: άρτιος, ομαλός, όμοιος; NOUN: επίπεδο, ζυγός αριθμός; USER: ακόμη και, καν, ακόμη, ακόμα, ακόμα και, ακόμα και

GT GD C H L M O
ever /ˈev.ər/ = ADVERB: πάντα, πάντοτε, καμιά φορά, ενίοτε; USER: πάντα, ποτέ, συνεχώς, ολοένα, όλο, όλο

GT GD C H L M O
everlasting /ˌev.əˈlɑː.stɪŋ/ = ADJECTIVE: αιώνιος; USER: αιώνιος, αιώνια, αιώνιας, αιώνιο, παντοτινή

GT GD C H L M O
evermore /ˌev.əˈmɔːr/ = ADVERB: αιώνια; USER: αιώνια, ολοένα και πιο, όλο και πιο, evermore, άπειρον

GT GD C H L M O
every /ˈev.ri/ = PRONOUN: κάθε, πας, έκαστος; USER: κάθε, σε κάθε, ανά, ανά

GT GD C H L M O
everybody /ˈev.riˌbɒd.i/ = PRONOUN: όλοι, πάντες; USER: όλοι, πάντες, όλους, καθένας, ο καθένας, ο καθένας

GT GD C H L M O
everyone /ˈev.ri.wʌn/ = PRONOUN: καθένας, όλοι; USER: όλοι, καθένας, όλους, ο καθένας, καθένα, καθένα

GT GD C H L M O
everywhere /ˈev.ri.weər/ = ADVERB: παντού, πανταχού; USER: παντού, κόσμο, οπουδήποτε, πανταχού

GT GD C H L M O
exultation /ɪɡˈzʌlt/ = NOUN: αγαλλίαση, θριαμβολογία; USER: αγαλλίαση, θριαμβολογία, αγαλλίασης, θριαμβευτικούς, αγαλλίασης μέσα

GT GD C H L M O
eyes /aɪ/ = NOUN: μάτι, οφθαλμός; VERB: παρατηρώ; USER: μάτια, τα μάτια, στα μάτια, ματιών, οφθαλμών, οφθαλμών

GT GD C H L M O
fa /fɑː/ = NOUN: φά; USER: fa, Φα, στ, στ α, του Φα

GT GD C H L M O
face /feɪs/ = NOUN: πρόσωπο, όψη, φάτσα, μούτρο; VERB: αντικρύζω, ατενίζω; USER: πρόσωπο, όψη, προσώπου, πρόσωπό, αντιμετωπίζουν, αντιμετωπίζουν

GT GD C H L M O
fails /feɪl/ = VERB: αποτυγχάνω, αποτυχαίνω, χρεωκοπώ, εκπίπτω, παραλείπω, απορρίπτω, χρεοκοπώ; USER: αποτυγχάνει, δεν, παραλείπει, αποτύχει, αδυνατεί

GT GD C H L M O
faithful /ˈfeɪθ.fəl/ = ADJECTIVE: πιστός, έμπιστος; USER: πιστός, πιστοί, πιστή, πιστούς, πιστών

GT GD C H L M O
fanny

GT GD C H L M O
far /fɑːr/ = ADVERB: μακριά, πολύ μακριά; ADJECTIVE: μακρινός; USER: μακριά, πολύ μακριά, πολύ, τώρα, μέτρο, μέτρο

GT GD C H L M O
fast /fɑːst/ = ADVERB: γρήγορα, με ταχύ ρυθμό; ADJECTIVE: γρήγορος, ταχύς, στερεός, άσωτος; NOUN: νηστεία; VERB: νηστεύω; USER: γρήγορα, γρήγορος, γρήγορη, γρήγορο, ταχεία

GT GD C H L M O
fat /fæt/ = NOUN: λίπος; ADJECTIVE: πάχος, παχύς; USER: λίπος, λίπους, λιπαρά, το λίπος, λιπαρές

GT GD C H L M O
fate /feɪt/ = NOUN: μοίρα, μοιραίο; USER: μοίρα, τύχη, τύχης, τη μοίρα, την τύχη

GT GD C H L M O
father /ˈfɑː.ðər/ = NOUN: πατέρας; USER: πατέρας, πατέρα, ο πατέρας, τον πατέρα, του πατέρα

GT GD C H L M O
fear /fɪər/ = NOUN: φόβος, φοβία; VERB: φοβάμαι, φοβούμαι; USER: φόβος, φόβο, φόβου, ο φόβος, φοβηθούν

GT GD C H L M O
fears /fɪər/ = NOUN: φόβος, φοβία; VERB: φοβάμαι, φοβούμαι; USER: φόβοι, φόβους, τους φόβους, οι φόβοι, φόβων

GT GD C H L M O
feast /fiːst/ = NOUN: γιορτή, πανηγύρι, εορτή, πανδαισία, συμπόσιο; VERB: εορτάζω, γλεντώ, συμποσιάζω, φιλοξενώ; USER: γιορτή, πανηγύρι, εορτή, πανδαισία, γιορτής

GT GD C H L M O
feed /fiːd/ = NOUN: τροφή, ταγή; VERB: ταΐζω, τρέφω, τρέφομαι, τροφοδοτώ; USER: τροφή, ζωοτροφές, ζωοτροφών, τις ζωοτροφές, τρέφονται

GT GD C H L M O
feeding /ˈbɒt.l̩.fiːd/ = NOUN: σίτιση; USER: σίτιση, διατροφή, τη διατροφή, τροφοδοσίας, τροφοδοσία

GT GD C H L M O
feeling /ˈfiː.lɪŋ/ = NOUN: αίσθημα, συναίσθημα, αφή; USER: συναίσθημα, αίσθημα, αίσθηση, αισθάνονται, αισθάνεστε, αισθάνεστε

GT GD C H L M O
fell /fel/ = NOUN: τομάρι ζώου; VERB: καταρρίπτω, σωριάζω; USER: έπεσε, μειώθηκαν, μειώθηκε, έπεσαν, υποχώρησε, υποχώρησε

GT GD C H L M O
fence /fens/ = NOUN: φράκτης, κλεπταποδόχος; VERB: φράσσω, ξιφομαχώ; USER: φράκτης, φράχτη, φράκτη, περίφραξη, περίφραξης

GT GD C H L M O
field /fiːld/ = NOUN: πεδίο, χωράφι, αγρός, φέουδο; USER: πεδίο, τομέα, πεδίου, στον τομέα, χώρο

GT GD C H L M O
fields /fiːld/ = NOUN: πεδίο, χωράφι, αγρός, φέουδο; USER: πεδία, τομείς, πεδίων, τα πεδία, στους τομείς

GT GD C H L M O
fifth /fɪfθ/ = USER: fifth-, fifth; USER: πέμπτος, πέμπτο, πέμπτη, πέμπτου, πέμπτης

GT GD C H L M O
figgy

GT GD C H L M O
finally /ˈfaɪ.nə.li/ = ADVERB: τελικά, εν τέλει; USER: τελικά, Τέλος, επιτέλους, επιτέλους

GT GD C H L M O
find /faɪnd/ = NOUN: εύρημα, ανακάλυψη; VERB: βρίσκω, ευρίσκω; USER: βρείτε, βρίσκουν, βρουν, βρει, να βρείτε, να βρείτε

GT GD C H L M O
fire /faɪər/ = NOUN: φωτιά, πυρκαγιά, πυρ, πυρκαϊά; VERB: πυροβολώ, φλέγω, ανάπτω; USER: φωτιά, πυρκαγιά, πυρκαγιάς, φωτιάς, πυρκαγιών

GT GD C H L M O
first /ˈfɜːst/ = ADVERB: πρώτα, first-, first; USER: πρώτα, πρώτος, πρώτη, πρώτο, πρώτοι, πρώτοι

GT GD C H L M O
five /faɪv/ = USER: five-, five; USER: πέντε, από πέντε

GT GD C H L M O
flesh /fleʃ/ = NOUN: σάρκα, κρέας, σάρξ; USER: σάρκα, σάρκας, τη σάρκα, κρέας, σαρκός

GT GD C H L M O
floats /fləʊt/ = NOUN: φλοτέρ, άρμα, σχεδία, κουλούρα; USER: πλωτήρες, επιπλέει, άρματα, αρμάτων, σωσίβια

GT GD C H L M O
flocks /flɒk/ = NOUN: σμήνος, κοπάδι, ποίμνιο, αγέλη, τούφα μαλλιών, φούντα μαλλιών; USER: σμήνη, κοπάδια, σμηνών, τα κοπάδια, τα σμήνη

GT GD C H L M O
floods /flʌd/ = NOUN: πλημμύρα, κατακλυσμός; VERB: πλημμυρίζω; USER: πλημμύρες, πλημμυρών, τις πλημμύρες, οι πλημμύρες, πλημμύρων

GT GD C H L M O
flow /fləʊ/ = NOUN: ροή, εκροή, ρεύση, ρους; VERB: ρέω, κυλώ; USER: ροή, ροής, της ροής, ροή του, τη ροή

GT GD C H L M O
flower /ˈflaʊ.ər/ = NOUN: λουλούδι, άνθος; USER: λουλούδι, λουλουδιών, λουλούδια, άνθη, ανθέων

GT GD C H L M O
foggy /ˈfɒɡ.i/ = ADJECTIVE: ομιχλώδης; USER: ομιχλώδης, ομίχλη, ομιχλώδη, ομιχλώδες, ομίχλης

GT GD C H L M O
follow /ˈfɒl.əʊ/ = VERB: ακολουθώ, παρακολουθώ, έπομαι; USER: ακολουθήστε, ακολουθούν, ακολουθήσουν, ακολουθήσει, ακολουθήσετε

GT GD C H L M O
following /ˈfɒl.əʊ.ɪŋ/ = NOUN: εξής, παρακολούθηση, ακολουθία; ADJECTIVE: ακόλουθος; USER: εξής, μετά, μετά από, κατόπιν, μετά την, μετά την

GT GD C H L M O
footsteps /ˈfʊt.step/ = NOUN: βήμα; USER: βήματα, χνάρια, βήματά, τα βήματα, τα βήματά

GT GD C H L M O
for /fɔːr/ = PREPOSITION: για, επί, υπέρ, περί, διά, χάριν, εις, ένεκα; CONJUNCTION: διότι; USER: για, για την, για το, για τη, για τις, για τις

GT GD C H L M O
forest /ˈfɒr.ɪst/ = NOUN: δάσος; USER: δάσος, δασών, δασικών, των δασών, δάσους

GT GD C H L M O
foretold /fɔːˈtel/ = NOUN: προλεχθείς; USER: προλεχθείς, προειπωθεί, προείπε, προαναγγέλθηκε, προλεχθεί

GT GD C H L M O
forever /fəˈre.vər/ = ADVERB: πάντα, για πάντα, διά πάντος; USER: για πάντα, πάντα

GT GD C H L M O
forgot /fəˈɡet/ = VERB: ξεχνώ, λησμονώ; USER: ξέχασα, ξέχασε, Ξεχάσατε, Ξεχάσατε τον, ξεχάσει

GT GD C H L M O
forms /fɔːm/ = NOUN: μορφή, φόρμα, σχήμα, τύπος, τρόπος, έντυπο υπόδειγμα; VERB: σχηματίζω, διαμορφώνω, συγκροτώ, μορφώ; USER: έντυπα, μορφές, εντύπων, φόρμες, μορφών

GT GD C H L M O
forth /fɔːθ/ = ADVERB: εμπρός, έξω; USER: εμπρός, καθεξής, ορίζονται, πίσω, εκτίθενται

GT GD C H L M O
found /faʊnd/ = VERB: ιδρύω, θεμελιώνω, θεμελιώ, χύνω; USER: βρέθηκαν, βρέθηκε, βρήκε, βρεθεί, διαπιστώθηκε

GT GD C H L M O
fountain /ˈfaʊn.tɪn/ = NOUN: κρήνη, συντριβάνι, πηγή; USER: κρήνη, συντριβάνι, πηγή, Fountain, σιντριβάνι

GT GD C H L M O
four /fɔːr/ = USER: four-, four, four; USER: τέσσερα, τέσσερις, τεσσάρων, τέσσερεις, τέσσερεις

GT GD C H L M O
fourth /fɔːθ/ = USER: fourth-, fourth; USER: τέταρτος, τέταρτο, τέταρτη, τέταρτου, τέταρτης, τέταρτης

GT GD C H L M O
frankincense /ˈfræŋ.kɪn.sens/ = NOUN: λιβάνι; USER: λιβάνι, λιβανιού, το λιβάνι, frankincense, λίβανο

GT GD C H L M O
free /friː/ = ADVERB: δωρεάν, τζάμπα; ADJECTIVE: ελεύθερος, απηλλαγμένος, ανέξοδος; VERB: ελευθερώνω; USER: δωρεάν, ελεύθερος, Ατελώς, ελεύθερη, χωρίς, χωρίς

GT GD C H L M O
freeze /friːz/ = NOUN: πάγωμα, πήξη; VERB: παγώνω, ξεπαγιάζω; USER: πάγωμα, παγώσει, καταψύχετε, δεσμεύσεως, παγώσουν

GT GD C H L M O
french /frentʃ/ = NOUN: Γάλλος, γαλλική γλώσσα, Γαλλίδα; ADJECTIVE: γαλλικός; USER: Γάλλος, γαλλικός, γαλλική γλώσσα, Γαλλικά, Γαλλική

GT GD C H L M O
friends /frend/ = NOUN: φίλος, φίλη; USER: φίλους, φίλοι, τους φίλους, φίλων, παγκοσμίως, παγκοσμίως

GT GD C H L M O
frightful /ˈfraɪt.fəl/ = ADJECTIVE: τρομερός; USER: τρομερός, φοβερή, τρομακτικό, τρομακτική, frightful

GT GD C H L M O
from /frɒm/ = PREPOSITION: από, εκ, παρά; USER: από, από την, από το, από τις, από τη, από τη

GT GD C H L M O
front /frʌnt/ = NOUN: εμπρός, μέτωπο, πρόσοψη, πρόσοψις; VERB: αντιμετωπίζω; ADJECTIVE: εμπρόσθινος; USER: εμπρός, πρόσοψη, μέτωπο, μπροστά, μπροστινό, μπροστινό

GT GD C H L M O
frost /frɒst/ = NOUN: παγωνιά, πάγος, πάγετος; USER: παγωνιά, πάγος, παγετό, παγετού, παγετός

GT GD C H L M O
fuel /fjʊəl/ = NOUN: καύσιμα, καύσιμα ύλη; VERB: προμηθεύω, προμηθεύομαι; USER: καύσιμα, καυσίμων, καυσίμου, καύσιμο, των καυσίμων

GT GD C H L M O
full /fʊl/ = ADJECTIVE: γεμάτος, χορτάτος, άρτιος, μεστός; VERB: γναφεύω, καθαρίζω και ετοιμάζω υφάσματα; USER: γεμάτος, πλήρη, πλήρους, πλήρης, πλήρες, πλήρες

GT GD C H L M O
fun /fʌn/ = NOUN: διασκέδαση, κέφι, αστείο; USER: διασκέδαση, διασκεδαστικό, τη διασκέδαση, διασκέδασης, διασκεδάσουν, διασκεδάσουν

GT GD C H L M O
gall /ɡɔːl/ = NOUN: χολή, κηκίς, κηκίδι; VERB: πειράζω; USER: χολή, χοληδόχου, χοληδόχο, χοληδόχος, τη χοληδόχο

GT GD C H L M O
games /ɡeɪm/ = NOUN: παιχνίδι, άθλημα, αγών, κυνήγιο, παιγνίδιο, αγρίμι; VERB: παίζω; USER: παιχνίδια, games, Αγώνες, τα παιχνίδια, παιχνιδιών

GT GD C H L M O
gathered /ˈɡæð.ər/ = VERB: μαζεύω, συλλέγω, συναθροίζω, συνάγω, συναθροίζομαι; USER: συγκεντρώθηκαν, συγκεντρώνονται, συλλέγονται, που συγκεντρώθηκαν, συγκεντρωθεί

GT GD C H L M O
gathering /ˈɡæð.ər.ɪŋ/ = NOUN: συγκέντρωση, συνάθροιση, συναγωγή; USER: συγκέντρωση, συλλογή, τη συλλογή, συλλογής, τη συγκέντρωση

GT GD C H L M O
gave /ɡeɪv/ = VERB: δίνω, δίδω; USER: έδωσε, έδωσαν, δίνει, έδωσε αμέσως, εξέδωσε, εξέδωσε

GT GD C H L M O
gay /ɡeɪ/ = NOUN: ομοφυλόφιλος, πούστης, παιδεραστής, αρσενοκοίτης; ADJECTIVE: εύθυμος, φαιδρός, ζωηρός; USER: ομοφυλόφιλος, Φιλικό προς τους, γκέι, gay, Φιλικό προς

GT GD C H L M O
geese /ɡiːs/ = USER: χήνες, χηνών, τις χήνες, χήνας, χήνες που

GT GD C H L M O
gentle /ˈdʒen.tl̩/ = ADJECTIVE: ευγενής, ήπιος, πράος, απαλός, ελαφρός; USER: ευγενής, ήπιος, ήπια, απαλή, απαλό

GT GD C H L M O
gentlemen /ˈdʒen.tl̩.mən/ = USER: Gentlemen-phrase, Gentlemen; USER: κύριοι, συνάδελφοι, κύριοι συνάδελφοι, κυρίων, κύριοι βουλευτές

GT GD C H L M O
gently /ˈdʒent.li/ = ADVERB: μαλακά, ελαφρώς, ευγενικά, σιγά, ήσυχα; USER: μαλακά, ευγενικά, ελαφρώς, σιγά, απαλά

GT GD C H L M O
get /ɡet/ = VERB: παίρνω, αποκτώ, λαμβάνω, πηγαίνω, κερδίζω, γίνομαι, φθάνω, προμηθεύομαι, επιτυγχάνω, συμμαζεύω; USER: πάρετε, να, πάρει, να πάρει, να πάρετε

GT GD C H L M O
getting /ɡet/ = VERB: παίρνω, αποκτώ, λαμβάνω, πηγαίνω, κερδίζω, γίνομαι, φθάνω, προμηθεύομαι, επιτυγχάνω, συμμαζεύω; USER: να πάρει, πάρει, να, παίρνει, όλο

GT GD C H L M O
gift /ɡɪft/ = NOUN: δώρο, χάρισμα; USER: δώρο, Δώρων, δώρου, Gift, δώρα

GT GD C H L M O
gifts /ɡɪft/ = NOUN: δώρο, χάρισμα; USER: Δώρα, τα δώρα, δώρων, Gifts, Είδη Δώρων

GT GD C H L M O
girls /ɡɜːl/ = NOUN: κορίτσι, κοπέλα, κόρη; USER: κορίτσια, τα κορίτσια, κοριτσιών, των κοριτσιών, κορίτσια που

GT GD C H L M O
give /ɡɪv/ = VERB: δίνω, δίδω; USER: να, δίνουν, δώσει, να δώσει, δώσουν, δώσουν

GT GD C H L M O
glad /ɡlæd/ = ADJECTIVE: χαρούμενος, ευχαριστημένος, περιχαρής; USER: χαρούμενος, ευτυχής, χαρούμε, ευχάριστη θέση, ευτυχείς

GT GD C H L M O
glee /ɡliː/ = NOUN: χαρά, ευθυμία, καντάδα; USER: χαρά, καντάδα, ευθυμία, Glee, χορωδία

GT GD C H L M O
glisten /ˈɡlɪs.ən/ = VERB: λάμπω, ακτινοβολώ, λαμποκοπώ, λάμψη; USER: λάμπω, λαμποκοπώ, λαμποκοπούν, να λάμπω, ακτινοβολώ

GT GD C H L M O
glistening /ˈɡlɪs.ən/ = VERB: λάμπω, ακτινοβολώ, λαμποκοπώ, λάμψη; USER: άστραφταν, αστραφτερή, γυαλίζει, glistening, περλέ

GT GD C H L M O
gloom /ɡluːm/ = NOUN: κατήφεια, σκοτεινιά, σκότος; VERB: ζοφώ; USER: κατήφεια, σκοτεινιά, κατάθλιψης, σκοτάδι, κατάθλιψη

GT GD C H L M O
gloria /ˈglôrēə/ = USER: gloria, Γκλόρια

GT GD C H L M O
glories /ˈɡlɔː.ri/ = NOUN: δόξα, μεγαλείο, κλέος; USER: δόξες, glories, μεγαλεία, δόξα, δόξας

GT GD C H L M O
glorious /ˈɡlɔː.ri.əs/ = ADJECTIVE: ένδοξος, λαμπρός, χάρμα; USER: ένδοξος, λαμπρός, ένδοξη, ένδοξο, λαμπρή

GT GD C H L M O
glory /ˈɡlɔː.ri/ = NOUN: δόξα, μεγαλείο, κλέος; VERB: αγάλλομαι; USER: δόξα, μεγαλείο, δόξας, τη δόξα, δόξαν

GT GD C H L M O
glows /ɡləʊ/ = VERB: λάμπω, φέγγω, πυρακτούμαι; USER: λάμπει, ανάβει, λάμψεις, ανάβει με, καίγεται

GT GD C H L M O
go /ɡəʊ/ = VERB: πάω, πηγαίνω, υπάγω; USER: πάω, πηγαίνω, πάει, πάτε, πάνε, πάνε

GT GD C H L M O
god /ɡɒd/ = NOUN: θεός; USER: θεός, θεό, θεού, ο Θεός, του Θεού

GT GD C H L M O
godhead /ˈgädˌhed/ = NOUN: θεότητα, θεότης; USER: θεότης, θεότητα, Θεότητας, Godhead, θεότητά του

GT GD C H L M O
going /ˈɡəʊ.ɪŋ/ = NOUN: μετάβαση, αναχώριση, γυρισμός; ADJECTIVE: πηγαιμός; USER: μετάβαση, πρόκειται, θα, πηγαίνει, συμβαίνει, συμβαίνει

GT GD C H L M O
gold /ɡəʊld/ = NOUN: χρυσός; ADJECTIVE: χρυσός; USER: χρυσός, χρυσό, χρυσού, χρυσά, χρυσή

GT GD C H L M O
golden /ˈɡəʊl.dən/ = ADJECTIVE: χρυσαφένιος; USER: χρυσαφένιος, χρυσή, χρυσό, χρυσές, χρυσά

GT GD C H L M O
golly

GT GD C H L M O
gone /ɡɒn/ = ADJECTIVE: χαμένος, φευγάτος; USER: φύγει, πάει, περάσει, προχωρήσει, πηγαίνουν

GT GD C H L M O
gonna /ˈɡə.nə/ = USER: θα κρατήσει

GT GD C H L M O
good /ɡʊd/ = ADJECTIVE: καλός, αγαθός; USER: καλός, καλή, καλό, καλής, καλά, καλά

GT GD C H L M O
goodness /ˈɡʊd.nəs/ = NOUN: καλοσύνη, θεούλη; USER: καλοσύνη, τω Θεώ, καλοσύνης, Θεώ, την καλοσύνη

GT GD C H L M O
goodnight = USER: καληνύχτα, goodnight, καληνύχτισε, για καληνύχτα, καληνύχτισα

GT GD C H L M O
goodwill /ɡʊdˈwɪl/ = NOUN: φήμη και πελατεία, πελατεία, καλή διάθεση, ευαρέσκεια, αέρας εργασίας; USER: φήμη και πελατεία, πελατεία, καλή διάθεση, υπεραξία, υπεραξίας

GT GD C H L M O
got /ɡɒt/ = VERB: παίρνω, αποκτώ, λαμβάνω, πηγαίνω, κερδίζω, γίνομαι, φθάνω, προμηθεύομαι, επιτυγχάνω, συμμαζεύω; USER: πήρε, έχεις, πήρα, πήρε το, πήραν

GT GD C H L M O
grace /ɡreɪs/ = NOUN: χάρη, χάρις, εύνοια, ευλογία; VERB: τιμώ, κοσμώ, ευνοώ; USER: χάρη, χάρις, χάριτος, τη χάρη, χάρης

GT GD C H L M O
gracious /ˈɡreɪ.ʃəs/ = ADJECTIVE: ελεήμων, ευγενικός, ευγενής; USER: ελεήμων, ευγενικός, ευγενής, ευγενικό, ευγενική

GT GD C H L M O
grand /ɡrænd/ = ADJECTIVE: μεγαλειώδης, μεγαλοπρεπής, μέγας, σπουδαίος; USER: μεγαλειώδης, μεγάλο, μεγάλη, grand, Γκραντ, Γκραντ

GT GD C H L M O
great /ɡreɪt/ = ADJECTIVE: μεγάλος, σπουδαίος, μέγας; USER: μεγάλος, μεγάλη, μεγάλο, μεγάλες, great, great

GT GD C H L M O
greatest /ɡreɪt/ = USER: μεγαλύτερη, μεγαλύτερο, μεγαλύτερες, μεγαλύτερος, μεγαλύτερα, μεγαλύτερα

GT GD C H L M O
green /ɡriːn/ = ADJECTIVE: πράσινος, χλωρός, νέος, άωρος, άπειρος, αδαής; NOUN: πρασινάδα; USER: πράσινος, πράσινο, πράσινη, πράσινα, πράσινου, πράσινου

GT GD C H L M O
greet /ɡriːt/ = VERB: χαιρετώ, υποδέχομαι; USER: χαιρετώ, χαιρετήσει, χαιρετίσω, χαιρετούν, χαιρετήσω

GT GD C H L M O
grew /ɡruː/ = VERB: καλλιεργώ, αυξάνομαι, γίνομαι, αυξάνω, φυτρώνω, φύομαι; USER: μεγάλωσε, αυξήθηκε, αυξήθηκαν, μεγάλωσα, αναπτύχθηκε, αναπτύχθηκε

GT GD C H L M O
ground /ɡraʊnd/ = NOUN: έδαφος, βάση, χώμα, αιτία, άλεση, βυθός, κατακάθια; VERB: γειώνω, βασίζω; USER: έδαφος, εδάφους, λόγο, του εδάφους, λόγου

GT GD C H L M O
grow /ɡrəʊ/ = VERB: καλλιεργώ, αυξάνομαι, γίνομαι, αυξάνω, φυτρώνω, φύομαι; USER: μεγαλώνουν, αυξάνεται, αυξάνονται, αυξηθεί, αναπτύσσονται

GT GD C H L M O
grown /ɡrəʊn/ = VERB: καλλιεργώ, αυξάνομαι, γίνομαι, αυξάνω, φυτρώνω, φύομαι; USER: καλλιεργούνται, καλλιεργείται, που καλλιεργούνται, καλλιεργηθεί, αυξηθεί

GT GD C H L M O
guard /ɡɑːd/ = NOUN: φρουρά, φύλαξη, φύλακας, φρουρός, βάρδια, καραούλι; VERB: φρουρώ, προστατεύω, φυλάττω; USER: φρουρά, φρουρός, φύλακας, φρουράς, προφυλακτήρα

GT GD C H L M O
guardian /ˈɡɑː.di.ən/ = NOUN: κηδεμόνας, φύλακας, φύλαξ, κηδεμών; USER: κηδεμόνας, φύλακας, θεματοφύλακας, κηδεμόνα, θεματοφύλακα

GT GD C H L M O
guide /ɡaɪd/ = NOUN: οδηγός, ξεναγός; VERB: οδηγώ, καθοδηγώ, κατευθύνω; USER: καθοδηγήσει, καθοδηγούν, καθοδηγεί, καθοδηγήσουν, καθοδήγηση, καθοδήγηση

GT GD C H L M O
had /hæd/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ; USER: είχε, είχαν, έπρεπε, ήταν, έχει, έχει

GT GD C H L M O
hail /heɪl/ = NOUN: χαλάζι, χάλαζα, χαιρετισμός, ζητωκραυγή; VERB: καλώ, χαιρετώ, ρίπτω, χαιρετίζω, ζητωκραυγάζω; USER: χαλάζι, το χαλάζι, χαλαζιού, από χαλάζι, χαλαζόπτωση

GT GD C H L M O
halls /hɔːl/ = NOUN: αίθουσα, προθάλαμος, διάδρομος, μεγάλη αίθουσα, χόλ; USER: αίθουσες, αιθουσών, χολ, χώρους, χώροι

GT GD C H L M O
hands /ˌhænd.ˈzɒn/ = NOUN: χέρι, χειρ, γραφή, εργάτης, δείκτης ωρολόγιου; VERB: θίγω, εγχειρίζω; USER: τα χέρια, χέρια, χεριών, hands, στα χέρια

GT GD C H L M O
happy /ˈhæp.i/ = ADJECTIVE: ευτυχής, ευτυχισμένος; USER: ευτυχισμένος, ευτυχής, ευτυχισμένη, χαρούμενος, ευτυχισμένο, ευτυχισμένο

GT GD C H L M O
hardly /ˈhɑːd.li/ = CONJUNCTION: μόλις, στενόχωρα, με δυσκολίαν; USER: μόλις, σχεδόν, δύσκολα, μετά βίας, ελάχιστα

GT GD C H L M O
hark /hɑːk/ = VERB: ακροώμαι; USER: άκουσον, άκου, Hark, μας επαναφέρουν, αφουγκραστείς

GT GD C H L M O
harp /hɑːp/ = NOUN: άρπα; VERB: παίζω άρπα, επιμένω; USER: άρπα, γροιλανδικής, άρπας, harp

GT GD C H L M O
harps /härp/ = NOUN: άρπα; VERB: παίζω άρπα, επιμένω; USER: άρπες, κιθάρες, αρπών, κιθάραις, οι άρπες,

GT GD C H L M O
has /hæz/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ; USER: έχει, διαθέτει, πρέπει, πρέπει

GT GD C H L M O
haste /heɪst/ = NOUN: βιασύνη, σπουδή, φούρια, βιά; VERB: σπεύδω; USER: βιασύνη, σπουδή, βιαστικά, εσπευσμένα, βιασύνης

GT GD C H L M O
hastening /ˈheɪ.sən/ = VERB: σπεύδω, βιάζομαι, επισπεύδω; USER: επιταχύνοντας, επίσπευση, βιαστικά, hastening, την επίσπευση

GT GD C H L M O
hat /hæt/ = NOUN: καπέλο, καπέλλο, πίλος; USER: καπέλο, το καπέλο, καπέλων, hat, χατ, χατ

GT GD C H L M O
hate /heɪt/ = VERB: μισώ, σιχαίνομαι; NOUN: μισός; USER: μισώ, σιχαίνομαι, μίσος, μισούν, το μίσος

GT GD C H L M O
hath /hæt/ = USER: έχων, hath, εχων, hath που

GT GD C H L M O
have /hæv/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ; USER: έχω, έχουν, έχει, πρέπει, έχετε, έχετε

GT GD C H L M O
haven /ˈheɪ.vən/ = NOUN: επίνειο, λιμήν, όρμος; USER: επίνειο, Haven, καταφύγιο, Χέιβεν, παράδεισος

GT GD C H L M O
hay /heɪ/ = NOUN: σανός, ξηρόχορτο; USER: σανός, σανό, σανού, άχυρο, χόρτου

GT GD C H L M O
he /hiː/ = PRONOUN: αυτός; USER: αυτός, που, ότι, ο, θα, θα

GT GD C H L M O
head /hed/ = NOUN: κεφάλι, κεφαλή, αρχηγός; VERB: είμαι επικεφαλής, ηγούμαι, είμαι επί κεφαλής, είμαι αρχηγός; USER: κεφάλι, κεφαλή, επικεφαλής, κεφαλής, το κεφάλι

GT GD C H L M O
healing /hiːl/ = ADJECTIVE: φαρμακευτικός; USER: επούλωση, θεραπεία, επούλωσης, θεραπείας, θεραπευτικές

GT GD C H L M O
hear /hɪər/ = VERB: ακούω, μανθάνω; USER: ακούω, ακούσετε, ακούσει, ακούσω, ακούσουν, ακούσουν

GT GD C H L M O
heart /hɑːt/ = NOUN: καρδιά, θάρρος; USER: καρδιά, καρδιάς, καρδιακή, κέντρο, την καρδιά

GT GD C H L M O
hearts /hɑːt/ = NOUN: καρδιά, θάρρος; USER: καρδιές, καρδιά, τις καρδιές, καρδιάς, την καρδιά

GT GD C H L M O
heat /hiːt/ = NOUN: θερμότητα, ζέστη, θερμότης, καύσωνας, δρόμος; VERB: θερμαίνω; USER: θερμότητα, ζέστη, θερμότητας, θερμική, θερμικής

GT GD C H L M O
heav

GT GD C H L M O
heaven /ˈhev.ən/ = NOUN: ουρανός, παράδεισος; USER: παράδεισος, ουρανός, ουρανό, τον ουρανό, ουρανού

GT GD C H L M O
heavenly /ˈhev.ən.li/ = ADJECTIVE: ουράνιος; USER: ουράνιος, ουράνια, παραδεισένιο, ουράνιο, παραδεισένια

GT GD C H L M O
heedless /ˈhiːd.ləs/ = ADJECTIVE: απρόσεκτος; USER: απρόσεκτος, τυφλή, αδιαφορώντας, απερίσκεπτη, αδιαφορώντας για

GT GD C H L M O
hello /helˈəʊ/ = NOUN: χαιρετισμός, χερετισμός; VERB: χαιρετώ; USER: γεια σας, γειά σου, Χαίρετε, γεια, Hello

GT GD C H L M O
help /help/ = NOUN: βοήθεια, αρωγή, βοηθός; VERB: βοηθώ; USER: βοήθεια, βοηθήσει, βοηθήσουν, να βοηθήσει, συμβάλει, συμβάλει

GT GD C H L M O
helpless /ˈhelp.ləs/ = ADJECTIVE: ανήμπορος, αβοήθητος, ανίκανος; USER: ανήμπορος, αβοήθητος, αβοήθητοι, ανίσχυροι, αβοήθητο

GT GD C H L M O
hence /hens/ = ADVERB: όθεν, εντεύθεν, από τώρα; USER: ως εκ τούτου,, ως εκ τούτου, συνεπώς, επομένως, εκ τούτου

GT GD C H L M O
henceforth /ˌhensˈfɔːθ/ = USER: πλέον, στο εξής, εφεξής, εξής

GT GD C H L M O
hens /hen/ = NOUN: αυτεπαγωγής, μονάδα ηλεκτρικής επαγωγής; USER: όρνιθες, ορνίθων, κότες, ωοπαραγωγής, ορνίθων που

GT GD C H L M O
her /hɜːr/ = PRONOUN: αυτήν, αυτή, αυτής, δικό της, δικός της; USER: αυτήν, της, την

GT GD C H L M O
herald /ˈher.əld/ = NOUN: κήρηξ; VERB: αγγέλλω, κηρύσσω; USER: κήρυκας, προαναγγέλλουν, κήρυκα, Herald, προάγγελος

GT GD C H L M O
here /hɪər/ = ADVERB: εδώ; USER: εδώ, εδώ για, here, εδώ και, εδώ και κάτω, εδώ και κάτω

GT GD C H L M O
hey /heɪ/ = INTERJECTION: Γειά!; USER: γειά, hey, Έι, Γεια σου, Ει

GT GD C H L M O
high /haɪ/ = ADJECTIVE: υψηλός, μέγας, έξοχος; ADVERB: ψηλά; USER: υψηλός, ψηλά, υψηλής, υψηλή, υψηλό

GT GD C H L M O
highest /hī/ = ADJECTIVE: ύψιστος; USER: υψηλότερη, υψηλότερο, υψηλότερα, υψηλότερες, μεγαλύτερη, μεγαλύτερη

GT GD C H L M O
hill /hɪl/ = NOUN: λόφος; USER: λόφος, λόφο, λόφου, Χιλ, ύψωμα

GT GD C H L M O
hills /hɪl/ = NOUN: λόφος; USER: λόφους, λόφοι, λόφων, Hills, στους λόφους

GT GD C H L M O
him /hɪm/ = PRONOUN: αυτόν; USER: αυτόν, τον, του, σουτ, σουτ

GT GD C H L M O
his /hɪz/ = PRONOUN: του, αυτού, δικός του, ιδικός του, ιδικός του

GT GD C H L M O
history /ˈhɪs.tər.i/ = NOUN: ιστορία; USER: ιστορία, ιστορίας, ιστορικό, την ιστορία, ιστορικού, ιστορικού

GT GD C H L M O
hither /ˈhɪð.ər/ = ADVERB: εδώ, προς τα εδώ; USER: φερε, προς τα εδώ, τα εδώ, hither, φερε την

GT GD C H L M O
hold /həʊld/ = NOUN: αμπάρι, κύτος, κράτηση, πιάσιμο; VERB: κρατώ, κατέχω, συγκρατώ, διατηρώ, βαστάζω, πιάνω; USER: κρατήστε, κρατήστε πατημένο το, κρατήστε πατημένο, κατέχουν, κατέχει

GT GD C H L M O
holly /ˈhɒl.i/ = NOUN: πρίνος, λιόπρινο, πρινάρι; USER: πρίνος, Holly, ιερά, πουρνάρια, πουρνάρι

GT GD C H L M O
holy /ˈhəʊ.li/ = ADJECTIVE: άγιος, ιερός; USER: άγιος, ιερός, ιερό, ιερά, ιερή

GT GD C H L M O
home /həʊm/ = NOUN: σπίτι, κατοικία, οικία, οίκος; USER: σπίτι, αρχική σελίδα, στο σπίτι, αρχική, σπιτιού, σπιτιού

GT GD C H L M O
hopalong

GT GD C H L M O
hope /həʊp/ = NOUN: ελπίδα; VERB: ελπίζω, ευελπιστώ; USER: ελπίδα, ελπίζω, ελπίζουμε, ελπίζουν, ελπίσουμε

GT GD C H L M O
hopes /həʊp/ = NOUN: ελπίδα; VERB: ελπίζω, ευελπιστώ; USER: ελπίζει, ευελπιστεί, ελπίδες, ελπίζει ότι, επιθυμεί, επιθυμεί

GT GD C H L M O
horse /hɔːs/ = NOUN: άλογο, ίππος; USER: άλογο, ίππος, αλόγου, αλόγων, ίππων

GT GD C H L M O
hosanna /həʊˈzæn.ə/ = INTERJECTION: Ωσαννά!; USER: ωσαννά, Hosanna, Ωσαννά τω, Βαΐων

GT GD C H L M O
host /həʊst/ = NOUN: πλήθος, οικοδεσπότης, όστια, όστια καθολικών; USER: οικοδεσπότης, πλήθος, υποδοχής, ξενιστή, σειρά

GT GD C H L M O
hosts /həʊst/ = NOUN: πλήθος, οικοδεσπότης, όστια, όστια καθολικών; USER: οικοδεσπότες, hosts, ξενιστές, φιλοξενεί, ξενιστών

GT GD C H L M O
hotel /həʊˈtel/ = NOUN: ξενοδοχείο; USER: ξενοδοχείο, ξενοδοχείου, το ξενοδοχείο, ξενοδοχείων, Ξενοδοχεία

GT GD C H L M O
hours /aʊər/ = NOUN: ώρα; USER: ώρες, ωρών, ώρα, νύχτα, ώρες την, ώρες την

GT GD C H L M O
hovering /ˈhɒv.ər/ = NOUN: φτερούγισμα, πτερύγισμα; ADJECTIVE: ανάερος; USER: φτερούγισμα, ανάερος, αιωρείται, κυμαίνεται, πλανάται

GT GD C H L M O
how /haʊ/ = ADVERB: πως; CONJUNCTION: πως, πόσον; USER: πως, Πώς, τρόπο, το πώς, πόσο, πόσο

GT GD C H L M O
human /ˈhjuː.mən/ = ADJECTIVE: ανθρώπινος; USER: ανθρώπινος, ανθρώπινη, ανθρωπίνων, ανθρώπινα, ανθρώπινο

GT GD C H L M O
hung /hʌŋ/ = VERB: κρεμώ, κρέμομαι, απαγχονίζω, κρέμαμαι; USER: κρεμασμένα, κρέμασαν, αναρτώνται, κρεμαστεί, κρέμασε

GT GD C H L M O
i /aɪ/ = PRONOUN: εγώ; USER: εγώ, i, Ι, θ, μπορώ

GT GD C H L M O
if /ɪf/ = CONJUNCTION: αν, εάν, προκειμένου; USER: αν, εάν, εφόσον, εφόσον

GT GD C H L M O
imparts /ɪmˈpɑːt/ = VERB: μεταδίδω; USER: προσδίδει, μεταδίδει, εκχωρεί, εξασφαλίζει την, προσδίδουν

GT GD C H L M O
in /ɪn/ = PREPOSITION: σε, εν, εντός, εις, μέσα; USER: σε, στην, στο, στη, στον, στον

GT GD C H L M O
incarnate /ɪnˈkɑː.nət/ = VERB: ενσαρκώνω; ADJECTIVE: ενσαρκώμενος; USER: ενσαρκώνω, ενσαρκώσει, ενσαρκώσουμε, ενσαρκωθεί, ενσαρκώνονται

GT GD C H L M O
incense /ˈɪn.sens/ = NOUN: θυμίαμα, λιβάνι; VERB: εξοργίζω; USER: θυμίαμα, λιβάνι, θυμιάματος, λιβανιού, incense

GT GD C H L M O
infant /ˈɪn.fənt/ = NOUN: βρέφος, νήπιο; USER: βρέφος, νήπιο, βρέφη, βρέφους, κρεβατάκια

GT GD C H L M O
infest /ɪnˈfest/ = VERB: μαστίζω, λυμαίνομαι, ενοχλώ; USER: ενοχλώ, μαστίζω, λυμαίνομαι, μολύνουν, μολύνουν τα

GT GD C H L M O
ing /-ɪŋ/ = USER: ING, σης, Η ING, της ING, την ING

GT GD C H L M O
intent /ɪnˈtent/ = NOUN: πρόθεση, προσέχων; ADJECTIVE: σκοπός, προσηλωμένος, αφωσιωμένος; USER: πρόθεση, προθέσεων, πρόθεσης, προθέσεως, την πρόθεση

GT GD C H L M O
into /ˈɪn.tuː/ = PREPOSITION: σε, μέσα, εντός, εις; USER: σε, μέσα, στην, στο, στη, στη

GT GD C H L M O
is /ɪz/ = USER: είναι, είναι η, αποτελεί, έχει, βρίσκεται, βρίσκεται

GT GD C H L M O
it /ɪt/ = PRONOUN: το, αυτό; USER: αυτό, το, είναι, να, ότι, ότι

GT GD C H L M O
its /ɪts/ = PRONOUN: του, αυτού του, δικό του; USER: του, της, τους, τους

GT GD C H L M O
ivy /ˈaɪ.vi/ = NOUN: κισσός; USER: κισσός, Ivy, κισσού, κισσό, Ήβης

GT GD C H L M O
jingle /ˈdʒɪŋ.ɡl̩/ = NOUN: κουδούνισμα; VERB: κουδουνίζω; USER: κουδούνισμα, κουδουνίζουν, κουδουνίζω, κουδουνίσει, να κουδουνίσει

GT GD C H L M O
join /dʒɔɪn/ = NOUN: ένωση; VERB: ενώνω, συνδέω, λαμβάνω μέρος, προσχωρώ, συνάπτω, σμίγω, συναρμόζω; USER: ένωση, ενταχθούν, συμμετάσχουν, ενταχθεί, προσχωρήσουν

GT GD C H L M O
jolly /ˈdʒɒl.i/ = ADJECTIVE: χαρούμενος, πρόσχαρος, εύθυμος, χαροπός, χαρωπός; NOUN: ελαφρά μεθυσμένος, μικρή λέμβος πλοίου; VERB: αστεΐζομαι με τίνα; USER: χαρωπός, χαρούμενος, πρόσχαρος, εύθυμος, Jolly

GT GD C H L M O
joy /dʒɔɪ/ = NOUN: χαρά, θέλγητρο; VERB: χαίρομαι; USER: χαρά, χαράς, τη χαρά

GT GD C H L M O
joyful /ˈdʒɔɪ.fəl/ = ADJECTIVE: χαρούμενος, περιχαρής, χαρμόσυνος; USER: χαρούμενος, χαρούμενη, χαρούμενες, χαρούμενο, χαρούμενα

GT GD C H L M O
joyous /ˈdʒɔɪ.əs/ = ADJECTIVE: περιχαρής, χαροπός, εύθυμος; USER: περιχαρής, εύθυμος, χαρούμενη, χαρούμενο, χαρμόσυνο

GT GD C H L M O
just /dʒʌst/ = ADVERB: μόλις, απλώς, μόνο και μόνο, κυριολεκτικά; ADJECTIVE: δίκαιος, ακριβής, ορθός, πρέπων, δικαιολογημένος; USER: μόλις, απλώς, μόνο και μόνο, μόνο, ακριβώς

GT GD C H L M O
keep /kiːp/ = NOUN: διατήρηση, συντήρηση, φαί; VERB: κρατώ, διατηρώ, μένω, φυλάσσω, συντηρώ, συντηρούμαι, γιορτάζω; USER: διατήρηση, κρατήσει, να κρατήσει, τηρούν, κρατήσετε

GT GD C H L M O
keeping /ˈkiː.pɪŋ/ = NOUN: τήρηση, φύλαξη, συντήρηση, αρμονία, διατίρηση; USER: τήρηση, φύλαξη, διατήρηση, διατηρώντας, κρατώντας

GT GD C H L M O
kids /kɪd/ = NOUN: μικρόκοσμος; USER: παιδιά, τα παιδιά, kids, για παιδιά, Παιδικά

GT GD C H L M O
kin /kɪn/ = NOUN: συγγενείς, συγγενής, οικογένεια, συγγένεια, γένος, συγγενολόι; USER: συγγενείς, συγγενής, σόι, συγγενών, kin

GT GD C H L M O
kind /kaɪnd/ = NOUN: είδος, κατηγορία, γένος, ποικιλία, φιλόφρων; ADJECTIVE: καλός, ευγενικός, αγαθός, ευνοϊκός, περιποιητικός; USER: είδος, είδους, το είδος, του είδους, τύπων

GT GD C H L M O
kindness /ˈkaɪnd.nəs/ = NOUN: καλοσύνη, καλωσύνη, αγαθότητα, αγαθότης; USER: καλοσύνη, ευγένεια, καλοσύνης, την ευγένεια, την καλοσύνη

GT GD C H L M O
king /kɪŋ/ = NOUN: βασιλιάς, βασιλέας, ρήγας; USER: βασιλιάς, βασιλιά, king, Ο βασιλιάς, βασιλευς

GT GD C H L M O
kings /kɪŋ/ = NOUN: βασιλιάς, βασιλέας, ρήγας; USER: βασιλιάδες, βασιλείς, kings, βασιλέων, βασιλιάδων

GT GD C H L M O
kiss /kɪs/ = NOUN: φιλί, φίλημα; VERB: φιλώ, ασπάζομαι; USER: φιλί, φιλήσει, ενα φιλι, φιλι, φιλήσω

GT GD C H L M O
knee /niː/ = NOUN: γόνατο, γόνυ; USER: γόνατο, γόνατος, γονάτου, στο γόνατο, γόνατό

GT GD C H L M O
kneeled /nēl/ = USER: γονάτισε, γονάτισαν, προσκύνησε, προσκυνούσαν, γονατιστοί,

GT GD C H L M O
knew /njuː/ = VERB: γνωρίζω, ξέρω, αναγνωρίζω, ξεχωρίζω, έχω πείρα; USER: ήξερε, γνώριζε, γνώριζαν, ήξεραν, ήξερα

GT GD C H L M O
know /nəʊ/ = VERB: γνωρίζω, ξέρω, αναγνωρίζω, ξεχωρίζω, έχω πείρα; USER: ξέρω, γνωρίζω, ξέρετε, γνωρίζουν, γνωρίζουμε, γνωρίζουμε

GT GD C H L M O
knows /nəʊ/ = VERB: γνωρίζω, ξέρω, αναγνωρίζω, ξεχωρίζω, έχω πείρα; USER: ξέρει, γνωρίζει, γνωρίζουν, δεν ξέρει, δεν γνωρίζει

GT GD C H L M O
la /lɑː/ = NOUN: λα; USER: λα, la

GT GD C H L M O
ladies /ˈleɪ.dizˌmæn/ = ADJECTIVE: κυρίες; USER: κυρίες, αγαπητοί, αξιότιμοι, γυναίκες, κύριοι

GT GD C H L M O
lads /lad/ = NOUN: μειράκιο; USER: παλικάρια, παλληκάρια, τα παλικάρια, lads,

GT GD C H L M O
laid /leɪd/ = ADJECTIVE: στρωτός

GT GD C H L M O
lament /ləˈment/ = NOUN: θρήνος; VERB: θρηνώ, οδύρομαι; USER: θρήνος, θρηνώ, θρήνο, θρηνεί, θρηνούν

GT GD C H L M O
land /lænd/ = NOUN: γη, χώρα, ξήρα; ADJECTIVE: χερσαίος; VERB: ξεμπαρκάρω, αποβιβάζω, αποβιβάζομαι; USER: γη, χώρα, γης, της γης, εκτάσεων

GT GD C H L M O
lanes /leɪn/ = NOUN: μονοπάτι, δρομίσκος, εξοχικός δρόμος, λουρίδα δρόμου; USER: λωρίδες, λωρίδων, λωρίδες κυκλοφορίας, διαδρόμους, διαδρομές

GT GD C H L M O
lang = USER: lang, Λανγκ

GT GD C H L M O
lank /læŋk/ = ADJECTIVE: ψιλόλιγνος, ισχνός, λεπτός; NOUN: μαλλιά σαν πράσα; USER: ισχνός, ψιλόλιγνος, λεπτός, μαλλιά σαν πράσα

GT GD C H L M O
lap /læp/ = NOUN: γόνατα, αγκαλιά, ποδιά, κόλπος; VERB: διπλώνω, λείχω, γλείφω; USER: αγκαλιά, γύρο, γύρου, lap, περιτύλιξη

GT GD C H L M O
lasses /las/ = NOUN: κορίτσι; USER: lasses,

GT GD C H L M O
last /lɑːst/ = ADJECTIVE: τελευταίος, τελικός, ύστατος; NOUN: καλαπόδι; VERB: διαρκώ; USER: τελευταίος, τελευταία, τελευταίο, τελευταίας, περασμένο, περασμένο

GT GD C H L M O
late /leɪt/ = ADVERB: αργά; ADJECTIVE: πρώην, πρόσφατος, μακαρίτης, καθυστερημένος, αργός, βραδύνων; USER: αργά, τέλη, τέλη του, τέλη της, τέλος, τέλος

GT GD C H L M O
laud /lɔːd/ = VERB: επαινώ, εγκομιάζω; USER: εγκομιάζω, επαινώ, επαινούν, εξυμνώ, επαινούμε

GT GD C H L M O
laugh /lɑːf/ = NOUN: γέλιο; VERB: γελώ; USER: γέλιο, γελώ, γελάσει, γελούν, γελάσω

GT GD C H L M O
laughing /laf/ = NOUN: γέλιο, γελώς; ADJECTIVE: γελών; USER: γέλιο, γελώντας, το γέλιο, γέλια, γελούν

GT GD C H L M O
lay /leɪ/ = ADJECTIVE: λαϊκός, κοσμικός; VERB: θέτω, γεννώ, τοποθετώ, καθιστώ; NOUN: άσμα, μπαλάντα; USER: να ορίσει, θέσει, τεθούν, ορίσει, να θέσει

GT GD C H L M O
laying /leɪ/ = VERB: θέτω, γεννώ, τοποθετώ, καθιστώ; USER: για τον, για, τον, για τον καθορισμό, περί

GT GD C H L M O
lays /leɪ/ = VERB: θέτω, γεννώ, τοποθετώ, καθιστώ; NOUN: άσμα, μπαλάντα; USER: θεσπίζει, ορίζει, καθορίζει, προβλέπει, θέτει

GT GD C H L M O
leading /ˈliː.dɪŋ/ = ADJECTIVE: κύριος, ηγετικός, πρωταγωνιστών, οδηγών; NOUN: αρχηγία, οδηγία; USER: οδηγεί, οδηγώντας, που οδηγεί, με αποτέλεσμα, οδηγούν

GT GD C H L M O
leads /liːd/ = NOUN: μόλυβδος, μολύβι, πρωτιά, βολίδα; VERB: ηγούμαι, οδηγώ; USER: οδηγεί, καταλήγει, οδηγούν, αποτέλεσμα, συνεπάγεται

GT GD C H L M O
league /liːɡ/ = NOUN: σύνδεσμος, λεύγα, λεύγη; VERB: συνασπίζομαι, συνασπίζω; USER: πρωτάθλημα, Λιγκ, πρωταθλήματος, αρένα, πρωτάθλημα της

GT GD C H L M O
lean /lēn/ = ADJECTIVE: ψαχνό, άπαχος, ισχνός, λιγνός; VERB: στηρίζομαι, ακουμπώ, ακουμβώ, κλίνω; USER: άπαχο, κλίνει, κλίνουν, κλίνετε, κλίνει προς

GT GD C H L M O
leaping /liːp/ = VERB: πηδώ; USER: πηδώντας, πηδήξω, άλμα, leaping, άλματα

GT GD C H L M O
least /liːst/ = ADVERB: ελάχιστα; ADJECTIVE: ελάχιστος, ολίγιστος, μικρότατος; USER: τουλάχιστον, λιγότερο, τουλάχιστον το, τουλάχιστον το

GT GD C H L M O
leaves /liːvz/ = NOUN: φύλλο; USER: φύλλα, αφήνει, τα φύλλα, εγκαταλείπει, φεύγει

GT GD C H L M O
less /les/ = ADVERB: μείον, ολιγώτερα; ADJECTIVE: μικρότερος, λιγότερος, ολιγώτερος, ελάσσων; USER: μείον, μικρότερος, λιγότερο, μικρότερη, μικρότερο

GT GD C H L M O
let /let/ = USER: let-, let, may, I wish, let, αφήνω, επιτρέπω, ενοικιάζω, αφίνω; NOUN: μίσθωση, κώλυμα; USER: ας, αφήσει, αφήστε, επιτρέψτε, αφήσουμε

GT GD C H L M O
lie /laɪ/ = NOUN: ψέμα, ψεύδος, μούσι ειρωνικά; VERB: ξαπλώνω, ψεύδομαι, εξαπλώνομαι, ευρίσκομαι, στρώνω; USER: ψέμα, βρίσκονται, βρίσκεται, ψέματα, έγκειται

GT GD C H L M O
lies /laɪ/ = NOUN: ψέμα, ψεύδος, μούσι ειρωνικά; VERB: ξαπλώνω, ψεύδομαι, εξαπλώνομαι, ευρίσκομαι, στρώνω; USER: έγκειται, βρίσκεται, ψέματα, κείται, ανήκει

GT GD C H L M O
life /laɪf/ = NOUN: ζωή, βίος; USER: ζωή, ζωής, τη ζωή, της ζωής, η ζωή, η ζωή

GT GD C H L M O
light /laɪt/ = NOUN: φως, φανός, φωτιά, σέλας; ADJECTIVE: ελαφρός, φωτεινός, ανοικτός, ανάλαφρος; VERB: φωτίζω, ανάπτω, καταβαίνω; USER: φως, φωτός, πρίσμα, το φως, βάση

GT GD C H L M O
lights /ˌlaɪtsˈaʊt/ = NOUN: φώτα, πνεύμονες ζώων, ανοιχτά; USER: φώτα, τα φώτα, φώτων, ανάβει, λυχνίες

GT GD C H L M O
like /laɪk/ = CONJUNCTION: σαν; VERB: συμπαθώ, αρέσω, αγαπώ, βρίσκω καλό, ευρίσκω καλόν; ADJECTIVE: όμοιος; ADVERB: καθώς, αφάνταστα; USER: σαν, όπως, όπως το, όπως η

GT GD C H L M O
lily /ˈlɪl.i/ = NOUN: κρίνος, κρίνο; USER: κρίνος, κρίνο, κρίνων, κρίνου, νούφαρο

GT GD C H L M O
line /laɪn/ = NOUN: γραμμή, σειρά, στίχος, σχοινί, αράδα, είδος, σπάγγος; VERB: καλύπτω εσωτερικώς, φοδράρω, χαρακώνω, γράφω γραμμές; USER: γραμμή, σειρά, γραμμής, σύμφωνα, line

GT GD C H L M O
list /lɪst/ = NOUN: λίστα, κατάλογος, κατάσταση, κλίση; VERB: καταγράφω, ακροώμαι, γερνώ, κλίνω; USER: λίστα, κατάλογος, κατάλογο, καταλόγου, λίστας, λίστας

GT GD C H L M O
listen /ˈlɪs.ən/ = VERB: ακούω, αφουγκράζομαι, προσέχω, ακροώμαι; USER: ακούω, ακούσετε, να ακούσετε, ακούσουν, ακούτε, ακούτε

GT GD C H L M O
little /ˈlɪt.l̩/ = ADVERB: λίγο, ολίγο, ολιγώς; ADJECTIVE: μικρός, λίγος, ολίγος; USER: λίγο, μικρό, μικρή, λίγη, λίγα, λίγα

GT GD C H L M O
live /lɪv/ = VERB: ζω, κατοικώ, μένω, διαμένω; ADJECTIVE: ζωντανός, ζων, ζωηρός; USER: ζω, ζουν, ζήσουν, ζήσει, ζει, ζει

GT GD C H L M O
lived /ˌʃɔːtˈlɪvd/ = VERB: ζω, κατοικώ, μένω, διαμένω; USER: έζησε, έζησαν, ζούσαν, ζούσε, ζήσει

GT GD C H L M O
lives /laɪvz/ = NOUN: ζωή, βίος; USER: ζωές, ζωή, τη ζωή, ζωής, ζει, ζει

GT GD C H L M O
load /ləʊd/ = NOUN: φορτίο, φόρτιση, φόρτωμα, φόρτος, γόμωση όπλου; VERB: φορτώνω, φορτίζω, γεμίζω; USER: φορτίο, φόρτιση, φορτώσει, φορτώσετε, φόρτωση

GT GD C H L M O
logs /lɒɡ/ = NOUN: κούτσουρο, κορμός ξύλου, δρομόμετρο πλοίου, ημερολόγιο πλοίου; USER: κούτσουρα, κορμών, logs, κορμούς, κορμοί

GT GD C H L M O
long /lɒŋ/ = ADJECTIVE: μακρύς, μάκρος, χρόνιος; VERB: ποθώ, υπερεπιθυμώ; ADVERB: επί μάκρον; USER: μακρύς, μακρά, καιρό, μεγάλο, μεγάλη, μεγάλη

GT GD C H L M O
longer /lɒŋ/ = ADJECTIVE: μακρύτερα, μακρότερος; ADVERB: περισσότερα, μακρότερα; USER: πλέον, περισσότερο, είναι πλέον, πια, μεγαλύτερη

GT GD C H L M O
look /lʊk/ = NOUN: ματιά, βλέμμα, όψη, μορφή, ύφος; VERB: κοιτάζω, φαίνομαι, βλέπω; USER: ματιά, κοιτάζω, κοιτάξτε, βλέμμα, εξετάσουμε, εξετάσουμε

GT GD C H L M O
looked /lʊk/ = USER: κοίταξε, εξέτασε, φαινόταν, εξέτασαν, έμοιαζε

GT GD C H L M O
lord /lɔːd/ = NOUN: άρχοντας, κύριος, λόρδος, αυθέντης, άρχων; USER: άρχοντας, άρχοντα, Λόρδος, lord, κύριος

GT GD C H L M O
lords /lɔːd/ = NOUN: άρχοντας, κύριος, λόρδος, αυθέντης, άρχων; USER: άρχοντες, Λόρδων, Lords, Λόρδοι, αρχόντων

GT GD C H L M O
lot /lɒt/ = NOUN: παρτίδα, λώτ; USER: παρτίδα, πολλά, πολύ, πολλές, πολλή, πολλή

GT GD C H L M O
love /lʌv/ = NOUN: αγάπη, έρωτας, έρως; VERB: αγαπώ, έρωμαι; USER: αγάπη, αγαπώ, αγαπούν, αρέσει, αγαπάτε

GT GD C H L M O
loved /ləv/ = VERB: αγαπώ, έρωμαι; USER: αγαπούσε, αγάπησε, αγαπήθηκε, loved, άρεσε

GT GD C H L M O
loving /ˈlʌv.ɪŋ/ = ADJECTIVE: τρυφερός, στοργικός, αγαπητικός, αγαπών; USER: τρυφερός, στοργικός, αγάπη, αγάπης, αγαπώντας

GT GD C H L M O
low /ləʊ/ = ADJECTIVE: χαμηλός, ευτελής, ταπεινός, πρόστυχος; VERB: μυκώμαι, μουγγρίζω; USER: χαμηλός, χαμηλή, χαμηλό, χαμηλής, χαμηλού

GT GD C H L M O
lowing /ləʊ/ = VERB: μυκώμαι, μουγγρίζω

GT GD C H L M O
lowly /ˈləʊ.li/ = ADJECTIVE: ταπεινός; ADVERB: ταπεινώς; USER: ταπεινός, ταπεινώς, ταπεινούς, lowly, ταπεινοί

GT GD C H L M O
lullaby /ˈlʌl.ə.baɪ/ = NOUN: νανούρισμα, βαυκάλημα; USER: νανούρισμα, Lullaby, νανουρίσματος, νανούρισμα που, Το Lullaby

GT GD C H L M O
lyrics /ˈlɪr.ɪk/ = USER: στίχοι, στίχους, lyrics, τους στίχους, οι στίχοι

GT GD C H L M O
m = USER: m, μ, μ., τ.μ., μέτρα

GT GD C H L M O
made /meɪd/ = ADJECTIVE: κατασκευασμένος, γινώμενος; USER: που, γίνεται, έκανε, γίνονται, γίνει

GT GD C H L M O
maids /meɪd/ = USER: υπηρέτριες, καμαριέρες, καθαρίστριες, οικιακές βοηθοί, κορίτσια

GT GD C H L M O
make /meɪk/ = VERB: κάνω, κατασκευάζω, καθιστώ, πλάθω, συνθέτω, φθάνω; NOUN: μάρκα, κατασκευή; USER: κάνω, να, κάνει, κάνουν, κάνετε, κάνετε

GT GD C H L M O
makes /meɪk/ = NOUN: μάρκα, κατασκευή; VERB: κάνω, κατασκευάζω, καθιστώ, πλάθω, συνθέτω, φθάνω; USER: κάνει, καθιστά, που κάνει, έκανε, το καθιστά

GT GD C H L M O
making /ˈmeɪ.kɪŋ/ = NOUN: κατασκευή, ποίηση; USER: κατασκευή, καθιστώντας, κάνει, λήψης, κάνοντας, κάνοντας

GT GD C H L M O
man /mæn/ = NOUN: άνθρωπος, άνδρας, ανήρ; VERB: επανδρώνω, εφοδιάζω με άνδρες, επανδρώ; USER: άνθρωπος, άνδρας, άνθρωπο, άνδρα, ανθρώπου, ανθρώπου

GT GD C H L M O
manger /ˈmeɪn.dʒər/ = NOUN: φάτνη, παχνί; USER: φάτνη, manger, παχνί

GT GD C H L M O
mankind /mænˈkaɪnd/ = NOUN: ανθρωπότητα, ανθρώπινο γένος, άνθρωποι; USER: ανθρωπότητα, ανθρωπότητας, την ανθρωπότητα, η ανθρωπότητα, της ανθρωπότητας

GT GD C H L M O
mark /märk/ = NOUN: σημάδι, σημείο, βαθμός, μάρκο, στόχος, σκοπός, μάρκο γερμανίας, σημαντήρας; VERB: σημειώνω, μαρκάρω; USER: σήμα, το σήμα, σήματος, σήμανση, σημάδι,

GT GD C H L M O
master /ˈmɑː.stər/ = NOUN: κύριος, δάσκαλος, άρχοντας, διδάσκαλος, αυθέντης; VERB: κατέχω, υπερνικώ, γίνομαι κάτοχος; USER: κύριος, δάσκαλος, πλοίαρχος, πλοίαρχο, πλοιάρχου

GT GD C H L M O
matin

GT GD C H L M O
may /meɪ/ = VERB: ενδέχεται, επιτρέπεται, μπορώ, δύναμαι, may-, may, let, may, I wish, I wish, may; USER: ενδέχεται, επιτρέπεται, ίσως, μπορεί, μπορούν, μπορούν

GT GD C H L M O
me /miː/ = PRONOUN: μου, με, εμένα, εγώ; USER: μου, εμένα, με, εγώ, μένα, μένα

GT GD C H L M O
mean /miːn/ = ADJECTIVE: μέσος, ποταπός, πρόστυχος, αφιλότιμος, μέζερος, μικροπρεπής, ευτελής; NOUN: μέσο, τρόπος; VERB: εννοώ, σημαίνω, σκοπεύω; USER: μέσος, εννοώ, μέσο, σημαίνει, σημαίνουν

GT GD C H L M O
meanly /ˈmiːn.li/ = ADVERB: μικροπρεπώς, ευτελώς; USER: μικροπρεπώς, ευτελώς

GT GD C H L M O
meek /miːk/ = ADJECTIVE: πράος, μαλακός, ήμερος; USER: πράος, πράοι, πράους, πτωχούς, πράο

GT GD C H L M O
meet /miːt/ = VERB: συναντώ, συναντιέμαι, ανταμώνω, συνεδριάζω, προϋπαντώ, αγγίζω, συνέρχομαι; ADJECTIVE: αρμόδιος; USER: πληρούν, ανταποκρίνονται, κάλυψη, πληροί, ανταποκριθεί

GT GD C H L M O
men /men/ = NOUN: άνδρες; USER: άνδρες, ανδρών, τους άνδρες, άντρες, οι άνδρες

GT GD C H L M O
mercy /ˈmɜː.si/ = NOUN: έλεος, ευσπλαχνία, οίκτος; USER: έλεος, ελέους, το έλεος, έλεός, έλεος του

GT GD C H L M O
merrily /ˈmer.ɪ.li/ = USER: χαρούμενα, merrily, εύθυμα

GT GD C H L M O
merry /ˈmer.i/ = ADJECTIVE: κεφάτος, εύθυμος, χαρούμενος; USER: εύθυμος, χαρούμενος, Merry, Καλά, εύθυμη

GT GD C H L M O
met /met/ = VERB: συναντώ, συναντιέμαι, ανταμώνω, συνεδριάζω, προϋπαντώ, αγγίζω, συνέρχομαι; USER: πληρούνται, συναντήθηκε, συνάντησε, συναντήθηκαν, συνεδρίασε

GT GD C H L M O
midnight /ˈmɪd.naɪt/ = NOUN: μεσάνυχτα, μεσονύκτιο; USER: μεσάνυχτα, τα μεσάνυχτα, μεσάνυκτα, μεσάνυχτα της, τα μεσάνυκτα, τα μεσάνυκτα

GT GD C H L M O
might /maɪt/ = NOUN: δύναμη, ισχύς, κραταιότητα, κραταιότης; USER: δύναμη, θα μπορούσε, μπορούσε, ενδέχεται, ενδέχεται να, ενδέχεται να

GT GD C H L M O
mighty /ˈmaɪ.ti/ = ADJECTIVE: δυνατός, ισχυρός; USER: ισχυρός, δυνατός, ισχυρό, πανίσχυρη, ισχυρών

GT GD C H L M O
mild /maɪld/ = ADJECTIVE: ήπιος, μαλακός, πράος, μειλίχιος, εύκρατος; USER: ήπιος, ήπια, ήπιο, ήπιες, ήπιας

GT GD C H L M O
milking /milk/ = NOUN: άρμεγμα; USER: άρμεγμα, αρμέγματος, άμελξη, άμελξης, το άρμεγμα

GT GD C H L M O
mind /maɪnd/ = NOUN: μυαλό, γνώμη, νους, διάνοια; VERB: νοιάζομαι, προσέχω, συνερίζομαι, φροντίζω; USER: μυαλό, νου, το μυαλό, πειράζει, πείραζε, πείραζε

GT GD C H L M O
minds /maɪnd/ = NOUN: μυαλό, γνώμη, νους, διάνοια; VERB: νοιάζομαι, προσέχω, συνερίζομαι, φροντίζω; USER: μυαλά, μυαλό, τα μυαλά, το μυαλό, νου

GT GD C H L M O
mine /maɪn/ = NOUN: ορυχείο, νάρκη, μεταλλείο, μεταλλωρυχείο, φουρνέλλο, υπόνομος; PRONOUN: δικός μου, ιδικός μου; VERB: μεταλλεύω, υπονομεύω, υποσκάπτω, ναρκοθετώ; USER: ορυχείο, νάρκη, μεταλλείο, δική μου, ναρκών

GT GD C H L M O
misfortune /misˈfArCHən/ = NOUN: μιζέρια, αθλιότητα, κακομοιριά, αθλιότης, ελεεινότης, ελεεινότητα, κλαψιάρης

GT GD C H L M O
miss /mɪs/ = NOUN: δεσποινίδα, αστοχία; VERB: χάνω, παραλείπω, αστοχώ, ελλείπω, αποτυχαίνω, ποθώ; USER: χάσετε, miss, λείπει, παραλείψετε, χάσει

GT GD C H L M O
mistletoe /ˈmɪs.l̩.təʊ/ = NOUN: γκι, ιξός; USER: γκι, τα γκι, γκυ, το γκι, ιξός

GT GD C H L M O
mom /mɒm/ = USER: μαμά, mom, Η μαμά, τη μαμά, μητέρα

GT GD C H L M O
monarch /ˈmɒn.ək/ = NOUN: μονάρχης; USER: μονάρχης, μονάρχη, monarch, μοναρχών

GT GD C H L M O
moon /muːn/ = NOUN: φεγγάρι, σελήνη; VERB: χαζεύω; USER: φεγγάρι, Σελήνη, Σελήνης, Moon, φεγγαριού

GT GD C H L M O
moor /mɔːr/ = VERB: αράζω, ασφαλίζω, προσορμίζω; NOUN: έλος, βάλτος, χερσότοπος; USER: αράζω, βάλτος, έλος, χερσότοπος, Moor

GT GD C H L M O
more /mɔːr/ = ADVERB: περισσότερο, πλέον, ακόμη, πιό, παραπάνω, μάλλον, κι άλλο; ADJECTIVE: περισσότερος, πιότερος; USER: περισσότερο, ακόμη, πλέον, περισσότερα, πιο

GT GD C H L M O
morn /mɔːn/ = NOUN: αυγή, πρωία; USER: αυγή, πρωία, morn, λίγο χιόνι, πενθούν

GT GD C H L M O
morning /ˈmɔː.nɪŋ/ = NOUN: πρωί, πρωία; ADJECTIVE: πρωινός; USER: πρωί, το πρωί, πρωινό, πρωινή

GT GD C H L M O
mortals /ˈmɔː.təl/ = USER: θνητούς, θνητοί, θνητών, οι θνητοί, τους θνητούς

GT GD C H L M O
mother /ˈmʌð.ər/ = NOUN: μητέρα, μάνα, μητήρ; VERB: περιποιούμαι ως μητέρα; USER: μητέρα, μάνα, μητέρας, η μητέρα, τη μητέρα

GT GD C H L M O
mountain /ˈmaʊn.tɪn/ = NOUN: βουνό, όρος; USER: βουνό, σε βουνό, βουνού, στο βουνό, ορεινές

GT GD C H L M O
much /mʌtʃ/ = ADVERB: πολύ; ADJECTIVE: πολύς; USER: πολύ, πολλά, μεγάλο, μεγάλη, μεγάλο μέρος, μεγάλο μέρος

GT GD C H L M O
music /ˈmjuː.zɪk/ = NOUN: μουσική; USER: μουσική, μουσικής, τη μουσική, μουσικά, μουσικού

GT GD C H L M O
my /maɪ/ = PRONOUN: můj; USER: μου, My, μου xo.gr, μου Η, μου Η

GT GD C H L M O
myrrh /mɜːr/ = NOUN: σμύρνα, μύρρα; USER: σμύρνα, μύρο, σμύρνας, μύρου, myrrh

GT GD C H L M O
n /en/ = USER: n, ν, η, κ, Β

GT GD C H L M O
nails /neɪl/ = NOUN: καρφί, νύχι, πρόκα, ήλος; VERB: καρφώνω, καθηλώνω, εκθέτω; USER: καρφιά, νύχια, τα νύχια, νυχιών, τα καρφιά

GT GD C H L M O
name /neɪm/ = NOUN: όνομα, φήμη, προσωνυμία, υπόληψη; VERB: κατονομάζω, ονομάζω, διορίζω; USER: όνομα, ονομασία, ονόματος, όνομά, το όνομα, το όνομα

GT GD C H L M O
names /neɪm/ = NOUN: όνομα, φήμη, προσωνυμία, υπόληψη; VERB: κατονομάζω, ονομάζω, διορίζω; USER: ονόματα, τα ονόματα, ονομάτων, ονομασίες, ονόματα των

GT GD C H L M O
nations /ˈneɪ.ʃən/ = NOUN: έθνος; USER: έθνη, εθνών, τα έθνη, των εθνών, Εθνών για

GT GD C H L M O
nature /ˈneɪ.tʃər/ = NOUN: φύση, χαρακτήρας, ουσία, ιδιότητα; USER: φύση, χαρακτήρας, χαρακτήρα, φύσης, τη φύση

GT GD C H L M O
naughty /ˈnɔː.ti/ = ADJECTIVE: άτακτος, κακός, σκανδαλιστικός; USER: άτακτος, κακό, Naughty, άτακτο, άτακτα

GT GD C H L M O
near /nɪər/ = PREPOSITION: κοντά, παραλίγο να; ADVERB: εγγύς, πλησίον, σχεδόν; ADJECTIVE: κοντινός, στενός; VERB: πλησιάζω; USER: κοντά, πλησίον, κοντά σε, κοντα σε, κοντά στο

GT GD C H L M O
never /ˈnev.ər/ = ADVERB: ποτέ, ουδέποτε; USER: ποτέ, ουδέποτε, ποτέ δεν, δεν, ποτέ να, ποτέ να

GT GD C H L M O
new /njuː/ = ADJECTIVE: νέος, καινούργιος, καινουργής, πρόσφατος, φρέσκος; USER: νέος, νέα, νέο, νέων, νέες, νέες

GT GD C H L M O
newborn /ˈnjuː.bɔːn/ = ADJECTIVE: νεογέννητος; USER: νεογέννητος, νεογέννητο, νεογέννητα, νεογέννητου, τα νεογέννητα

GT GD C H L M O
news /njuːz/ = NOUN: νέα, ειδήσεις, νέο, χαμπάρι; USER: ειδήσεις, νέα, News, ειδήσεων, είδηση

GT GD C H L M O
nice /naɪs/ = ADJECTIVE: όμορφη, συμπαθητικός, καλός, ωραίος, λεπτός, νόστιμος; NOUN: νίκαια, ακριβολόγος; USER: ωραία, ωραίο, συμπαθητικό

GT GD C H L M O
nigh /naɪ/ = ADVERB: σχεδόν, πλησίον; ADJECTIVE: στενός; USER: σχεδόν, nigh, πλησιάζει, πλησιον, πλησίον

GT GD C H L M O
night /naɪt/ = NOUN: νύχτα, βράδυ, νύκτα, νυξ, βράδιά; USER: νύχτα, βράδυ, νύκτα, διανυκτέρευση, βραδιά

GT GD C H L M O
nine /naɪn/ = USER: nine-, nine, devítka; USER: εννέα, εννιά, από εννέα, από εννέα

GT GD C H L M O
ninth /naɪnθ/ = USER: ninth, ninth; USER: ένατος, ένατη, ένατο, ένατου, ένατης

GT GD C H L M O
no /nəʊ/ = ADVERB: όχι, ουχί; PRONOUN: κανείς, ουδείς; USER: όχι, αριθ., δεν, καμία, υπάρχει, υπάρχει

GT GD C H L M O
nor /nɔːr/ = CONJUNCTION: ούτε, μήτε, ουδέ, μηδέ; USER: ούτε, ούτε και, ούτε να, ούτε για

GT GD C H L M O
north /nɔːθ/ = ADJECTIVE: βόρειος; NOUN: βορράς, βοράς, βορεινή περιοχή; USER: βόρεια, βορρά, North, Βόρειο, βόρεια Προάστια

GT GD C H L M O
nose /nəʊz/ = NOUN: μύτη, ρις; VERB: μυρίζομαι, χώνω τη μύτη; USER: μύτη, τη μύτη, μύτης, στη μύτη, της μύτης

GT GD C H L M O
nosed /-nəʊzd/ = VERB: μυρίζομαι, χώνω τη μύτη; USER: nosed, μύτη, μυρισμένα, μυρισμένο, ρύγχος

GT GD C H L M O
not /nɒt/ = ADVERB: δεν, όχι, μη; USER: δεν, όχι, μη, μην, δεν είναι, δεν είναι

GT GD C H L M O
nothing /ˈnʌθ.ɪŋ/ = PRONOUN: τίποτα, τίποτε; USER: τίποτα, τίποτε, τίποτα δεν, δεν, καμία, καμία

GT GD C H L M O
nought /nɔːt/ = NOUN: μηδέν, μηδέν, τίποτα, τίποτα, τίποτε, τίποτε, τζίφος, τζίφος; USER: μηδέν, τίποτα, τίποτε, τιποτένιο, μηδενικά

GT GD C H L M O
now /naʊ/ = ADVERB: τώρα, λοιπόν, όμως, τώρα λοιπόν; USER: τώρα, επιχειρηση, την επιχειρηση, πλέον, με την επιχειρηση, με την επιχειρηση

GT GD C H L M O
o /ə/ = USER: o, Ο, ιε, Ξ, Ξ Ο

GT GD C H L M O
of /əv/ = PREPOSITION: του, από; USER: από, του, της, των, των

GT GD C H L M O
offer /ˈɒf.ər/ = NOUN: προσφορά, πρόταση; VERB: προσφέρω, προτείνω, προσφέρομαι, προσκομίζω; USER: προσφορά, προσφέρουν, προσφέρει, προσφέρουμε, παρέχουν

GT GD C H L M O
offered /ˈɒf.ər/ = VERB: προσφέρω, προτείνω, προσφέρομαι, προσκομίζω; USER: προσφέρονται, προσφέρεται, που προσφέρονται, προσφέρει, που προσφέρει

GT GD C H L M O
offspring /ˈɒf.sprɪŋ/ = NOUN: απόγονος, γόνος, βλαστάρι; USER: απόγονος, γόνος, απογόνους, απογόνων, απόγονοι

GT GD C H L M O
often /ˈɒf.ən/ = ADVERB: συχνά, τακτικά, πολλάκις; USER: συχνά, συνήθως, φορές, πολλές φορές, που συχνά, που συχνά

GT GD C H L M O
oh /əʊ/ = INTERJECTION: Αμάν!; USER: αμάν, Οχάιο, ΟΗ, oh, ω

GT GD C H L M O
old /əʊld/ = ADJECTIVE: παλιός, παλαιός, ηλικιωμένος, γέρικος, χρόνιος, γεροντικός; NOUN: γέρος, γριά; USER: γριά, παλαιός, παλιός, παλιά, παλιό, παλιό

GT GD C H L M O
on /ɒn/ = PREPOSITION: επί, κατά, προς, επάνω, εμπρός, εις; ADVERB: κατά συνέχεια; USER: επί, κατά, για, σε, σχετικά, σχετικά

GT GD C H L M O
once /wʌns/ = ADVERB: μια φορά, άπαξ, κάποτε, άλλοτε; USER: μια φορά, κάποτε, άπαξ, μία φορά, φορά, φορά

GT GD C H L M O
one /wʌn/ = PRONOUN: ένας, κάποιος, εις; USER: ένας, κάποιος, ένα, μία, μια, μια

GT GD C H L M O
ones /wʌn/ = USER: αυτά, αυτοί, αυτές, αυτά που, αυτούς

GT GD C H L M O
only /ˈəʊn.li/ = ADVERB: μόνο; ADJECTIVE: μόνος, μονάκριβος; USER: μόνο, μόνον, μόλις, μόνη, μόνο για, μόνο για

GT GD C H L M O
open /ˈəʊ.pən/ = ADJECTIVE: ανοιχτό, ανοικτός, ανοιχτός, ειλικρινής; VERB: ανοίγω, ανοίγομαι; USER: ανοιχτό, ανοίξει, ανοίξετε, ανοίξτε, άνοιγμα

GT GD C H L M O
or /ɔːr/ = CONJUNCTION: ή; USER: ή, και, ή να, είτε, ή την, ή την

GT GD C H L M O
organ /ˈɔː.ɡən/ = NOUN: όργανο; USER: όργανο, οργάνων, οργάνου, όργανα, στα όργανα

GT GD C H L M O
orient /ˈɔː.ri.ənt/ = VERB: προσανατολίζω; USER: Ανατολή, Orient, Οριεντ, Όριεντ, προσανατολίσουν

GT GD C H L M O
other /ˈʌð.ər/ = ADJECTIVE: άλλος; USER: άλλος, άλλα, άλλες, άλλων, άλλους, άλλους

GT GD C H L M O
our /aʊər/ = PRONOUN:

GT GD C H L M O
out /aʊt/ = ADVERB: έξω, απέξω; PREPOSITION: εκτός, εκ; USER: έξω, εκτός, από, out, Αναχώρηση, Αναχώρηση

GT GD C H L M O
outside /ˌaʊtˈsaɪd/ = ADVERB: εκτός, έξω, απέξω; ADJECTIVE: εξωτερικός; NOUN: εξωτερικό μέρος; USER: έξω, εκτός, έξω από, εξωτερικό, εξωτερική, εξωτερική

GT GD C H L M O
over /ˈəʊ.vər/ = PREPOSITION: επί, πέρα, από πάνω, υπέρ; ADVERB: υπεράνω, πλέον, πάρα πολύ, αποπάνω; ADJECTIVE: τελειομένος; USER: επί, πέρα, υπεράνω, πάνω, πάνω από

GT GD C H L M O
own /əʊn/ = PRONOUN: ίδιος, ιδικός μου; VERB: κατέχω, έχω, ομολογώ, εξουσιάζω; USER: δική, τη δική, δικό, το δικό, δικές, δικές

GT GD C H L M O
owns /əʊn/ = VERB: κατέχω, έχω, ομολογώ, εξουσιάζω; USER: κατέχει, κατέχει το, ιδιοκτήτης, διαθέτει, ανήκει, ανήκει

GT GD C H L M O
ox /ɒks/ = NOUN: βόδι, βους; USER: βόδι, ox, βοδιού, βοοειδων, οχ

GT GD C H L M O
oxen /ɒks/ = NOUN: βόδια; USER: βόδια, τα βόδια, βοδιών, βοας

GT GD C H L M O
page /peɪdʒ/ = NOUN: σελίδα, σελιδοποίηση, παις υπηρέτης; VERB: σελιδοποιώ, σελιδογραφώ, ακολουθώ ως υπηρέτης, διαλαλώ το όνομα τίνος; USER: σελίδα, σελίδας, τη σελίδα, της σελίδας, σελίδα του

GT GD C H L M O
painful /ˈpeɪn.fəl/ = ADJECTIVE: επώδυνος, οδυνηρός; USER: επώδυνος, επώδυνη, οδυνηρή, επώδυνες, οδυνηρό

GT GD C H L M O
pair /peər/ = NOUN: ζεύγος, ζευγάρι; VERB: ζευγαρώνω, ζευγαρώνομαι, συνδυάζω, συνδυάζομαι; USER: ζεύγος, ζευγάρι, ζεύγους, ζεύγη, ζευγών

GT GD C H L M O
park /pɑːk/ = NOUN: πάρκο, παρκ, σταθμός αυτοκινήτων, δενδρόκηπος, μαραίνομαι, κήπος αναψυχής, δάσος αναψυχής; VERB: παρκάρω, σταθμεύω; USER: πάρκο, σε πάρκο, πάρκου, στάθμευσης, χώρος

GT GD C H L M O
parting /ˈpɑː.tɪŋ/ = NOUN: χωρίστρα, χωρισμός, χώρισμα, αποχωρισμός; USER: χωρίστρα, χωρισμός, αποκόλληση, χωρισμό, χωρισμού

GT GD C H L M O
partridge /ˈpɑːtrɪdʒ/ = NOUN: πέρδικα, πέρδιξ; USER: πέρδικα, πέρδικες, πέρδικας, τις πέρδικες, πετροπέρδικα,

GT GD C H L M O
party /ˈpɑː.ti/ = NOUN: κόμμα, ομάδα, πάρτι, πρόσωπο, πάρτυ, παρέα, διασκέδαση, άγημα, μερίς, κόμμα πολιτικό, ομάς, φατρία, εσπερίς; USER: κόμμα, πάρτι, πάρτυ, κόμματος, διάδικος

GT GD C H L M O
passes /pɑːs/ = NOUN: πέρασμα, κάρτα, άδεια εισόδου, στενό; VERB: περνώ, διαβαίνω, υπερβαίνω, επιψηφίζω; USER: περνά, διέρχεται, περνάει, περάσει, περνούν

GT GD C H L M O
pattern /ˈpæt.ən/ = NOUN: πρότυπο, υπόδειγμα, πατρόν, αχνάρι; VERB: αντιγράφω, απομιμούμαι; USER: πρότυπο, υπόδειγμα, μοτίβο, σχέδιο, προτύπου

GT GD C H L M O
peace /piːs/ = NOUN: ειρήνη, ομόνοια; USER: ειρήνη, ειρήνης, την ειρήνη, της ειρήνης, ειρηνευτική

GT GD C H L M O
peaceful /ˈpiːs.fəl/ = ADJECTIVE: ειρηνικός, γαλήνειος, φιλειρηνικός; USER: ειρηνικός, ειρηνική, ήσυχη, ήσυχο, ειρηνικής

GT GD C H L M O
pear /peər/ = NOUN: αχλάδι, απιδιά, άπιο, απίδι; USER: αχλάδι, αχλαδιού, αχλαδιών, αχλάδια, αχλαδιές

GT GD C H L M O
peasant /ˈpez.ənt/ = NOUN: χωρικός, αγρότης; USER: χωρικός, αγρότης, αγροτών, αγρότη, αγροτική

GT GD C H L M O
penny /ˈpen.i/ = NOUN: σεντ, λεπτό, πέννα, πέννα νόμισμα; USER: σεντ, λεπτό, Penny, δεκάρα, πενών

GT GD C H L M O
people /ˈpiː.pl̩/ = NOUN: άνθρωποι, λαός, κόσμος, ντουνιάς; VERB: κατοικίζω; USER: άνθρωποι, άτομα, ανθρώπους, ανθρώπων, οι άνθρωποι, οι άνθρωποι

GT GD C H L M O
perfect /ˈpɜː.fekt/ = ADJECTIVE: τέλειος, απόλυτος; NOUN: παρακείμενος; VERB: τελειοποιώ, τελειώ; USER: τέλειος, τέλεια, τέλειο, ιδανικό, ιδανική

GT GD C H L M O
perfume /ˈpɜː.fjuːm/ = NOUN: άρωμα, ευωδιά; VERB: αρωματίζω; USER: άρωμα, αρώματος, αρώματα, αρωμάτων, τα αρώματα

GT GD C H L M O
pierce /pɪəs/ = VERB: διατρυπώ, διαπερώ; USER: διατρυπώ, Pierce, Πιρς, διαπερνούν, τρυπηθεί

GT GD C H L M O
pine /paɪn/ = NOUN: πεύκο, πεύκη; VERB: αδυνατίζω, φθείρομαι, τήκομαι, φθίνω, μαραζώνω; USER: πεύκο, πεύκη, πεύκα, πεύκου, πεύκης

GT GD C H L M O
pipers /ˈpīpər/ = NOUN: αυλητής; USER: αυλητές, Pipers, τους αυλητές, παίκτες γκάιντας, οι αυλητές,

GT GD C H L M O
piping /ˈpaɪ.pɪŋ/ = NOUN: σωλήνωση, σωλήνες, οξύς, σωλήνας; ADJECTIVE: ασθενής; USER: σωλήνωση, σωλήνες, σωληνώσεων, σωληνώσεις, σωλήνωσης

GT GD C H L M O
pistol /ˈpɪs.təl/ = NOUN: πιστόλι, πιστόλιο; USER: πιστόλι, πιστολιού, το πιστόλι, όπλο, πιστόλια

GT GD C H L M O
place /pleɪs/ = NOUN: θέση, μέρος, τόπος, τοποθέτηση, σημείο, πλατεία; VERB: τοποθετώ, θέτω; USER: θέση, μέρος, τόπος, σημείο, τόπο, τόπο

GT GD C H L M O
plain /pleɪn/ = NOUN: πεδιάδα, κάμπος, απλός, πεδίο, πεδιάς; ADJECTIVE: σαφής, απλός, άδολος, σκέτος, καθαρός, ομαλός, συνηθισμένος, απέριττος, μονόχρωμος; USER: πεδιάδα, σαφής, απλό, απλού, κάμπο

GT GD C H L M O
playing /pleɪ/ = NOUN: παιχνίδι, παίξιμο; USER: παιχνίδι, παίξιμο, παίζει, παίζουν, παίζοντας

GT GD C H L M O
pleading /pliːd/ = NOUN: συνηγορία, υπεράσπιση; USER: υπομνήματος, υπόμνημα, προβάλλοντας, επικαλεστεί, επικαλούμενη

GT GD C H L M O
please /pliːz/ = VERB: παρακαλώ, ευχαριστώ, αρέσω, αρέσκω, ευαρεστώ, τέρπω, ευχαριστούμαι; USER: παρακαλώ, παρακαλούμε, παρακαλούμε να, παρακαλείστε, παρακαλείσθε

GT GD C H L M O
pleased /pliːzd/ = ADJECTIVE: ευχαριστημένος; USER: ευχαριστημένος, ικανοποιημένος, ικανοποιημένοι, ικανοποίησή, ευχάριστη

GT GD C H L M O
pleasure /ˈpleʒ.ər/ = NOUN: ευχαρίστηση, αναψυχή, ηδονή, τέρψη, ευαρέσκεια; USER: ευχαρίστηση, αναψυχή, ηδονή, χαρά, αναψυχής

GT GD C H L M O
poor /pɔːr/ = ADJECTIVE: φτωχός, πτωχός, κακομοίρης, ταλαίπωρος; USER: φτωχός, κακή, φτωχών, φτωχούς, φτωχές

GT GD C H L M O
popping /ˈpɪlˌpɒp.ɪŋ/ = VERB: σαλτάρω; USER: βρεθώ, σκάει, popping, σκάσει, σκάσιμο

GT GD C H L M O
possessing /pəˈzes/ = VERB: κατέχω, κτώμαι; USER: που διαθέτουν, διαθέτει, διαθέτουν, κατέχει, που έχουν

GT GD C H L M O
pout /paʊt/ = VERB: φουσκώνω τα χείλη, σκυθρωπάζω, στραβομουτσουνιάζω; USER: σύκο, σύκου, το σύκο, σύκο της, σύκου της

GT GD C H L M O
power /paʊər/ = NOUN: δύναμη, εξουσία, ισχύς, ενέργεια; USER: δύναμη, εξουσία, ισχύς, ενέργεια, ισχύος

GT GD C H L M O
powers /paʊər/ = NOUN: δύναμη, εξουσία, ισχύς, ενέργεια; USER: εξουσίες, αρμοδιότητες, εξουσιών, αρμοδιοτήτων, δυνάμεις

GT GD C H L M O
praises /preɪz/ = NOUN: έπαινος, εγκώμιο; VERB: επαινώ, δοξάζω, εγκωμιάζω, εξυμνώ, παινεύω; USER: επαινεί, επαίνους, έπαινοι, εγκώμιο, δοξολογίες

GT GD C H L M O
praising /preɪz/ = NOUN: εξύμνηση; USER: εξύμνηση, επαινώντας, υμνούν, εξαίροντας, επαινεί

GT GD C H L M O
pray /preɪ/ = VERB: προσεύχομαι, παρακαλώ, εύχομαι, ικετεύω; USER: προσεύχομαι, παρακαλώ, προσεύχονται, προσευχόμαστε, προσευχηθούν

GT GD C H L M O
prayer /preər/ = NOUN: προσευχή, δέηση, προσευχόμενος, παράκληση; USER: προσευχή, προσευχής, την προσευχή, η προσευχή, προσευχές

GT GD C H L M O
prepare /prɪˈpeər/ = VERB: προετοιμάζω, ετοιμάζω, παρασκευάζω, προπαρασκευάζω; USER: προετοιμασία, προετοιμάσει, την προετοιμασία, προετοιμάζει, προετοιμάσουν

GT GD C H L M O
presence /ˈprez.əns/ = NOUN: παρουσία, παρουσιαστικό; USER: παρουσία, παρουσίας, την παρουσία, ύπαρξη, η παρουσία

GT GD C H L M O
prettiest /ˈprɪti/ = ADJECTIVE: όμορφη, χαριτωμένος, αρκετός, εύμορφος, νόστιμος, κομψός; USER: ομορφότερα, ωραιότερη, πιο όμορφα, ομορφότερο, ομορφότερες,

GT GD C H L M O
prickle /ˈprɪk(ə)l/ = NOUN: αγκάθι, άκανθα, οξύ άκρο; VERB: προκαλώ φαγούρα, κεντώ, σουβλίζω, διαστίζω; USER: αγκάθι, prickle, ακανθωτή, άκανθα, διαστίζω,

GT GD C H L M O
priest /priːst/ = NOUN: παπάς, ιερεύς; USER: παπάς, ιερεύς, ιερέας, ιερέα, παπά

GT GD C H L M O
prime /praɪm/ = NOUN: ακμή, αρχή; ADJECTIVE: πρώτος, εξαίρετος; VERB: ετοιμάζω, κατατοπίζω, γομώ όπλον, κατηχώ; USER: ακμή, πρώτος, προνομιακή, πρώτο, πρωταρχική

GT GD C H L M O
prince /prɪns/ = NOUN: πρίγκιπας, ηγεμών, πρίγκιψ, βασιλόπαις; USER: πρίγκιπας, πρίγκιπα, πρίγκηπας, πρίγκηπα, prince

GT GD C H L M O
printed /ˈprɪn.tɪd/ = ADJECTIVE: έντυπος; USER: τυπωμένο, εκτύπωση, τυπωμένα, εκτυπώνονται, εκτυπωθεί, εκτυπωθεί

GT GD C H L M O
proceeding /prəˈsiːd/ = NOUN: πορεία, ενέργεια; USER: προχωρώντας, διαδικασία, προχωρήσετε, προχωρά, προχωρεί

GT GD C H L M O
proclaim /prəˈkleɪm/ = VERB: ανακηρύσσω, προκηρύσσω, αναγορεύω; USER: διακηρύσσουν, διακηρύξει, διακηρύξουν, διακηρύττουν, διακηρύσσει

GT GD C H L M O
prophets /ˈprɒf.ɪt/ = NOUN: προφήτης, μάντης; USER: προφήτες, προφητών, προφητας, προφητων

GT GD C H L M O
prove /pruːv/ = VERB: αποδεικνύω, δοκιμάζω; USER: αποδειχθούν, αποδείξει, αποδεικνύουν, να αποδείξει, αποδειχθεί

GT GD C H L M O
pudding /ˈpʊd.ɪŋ/ = NOUN: πουτίγκα, είδος λουκάνικου, χυλόπιτα, πουδίγγα; USER: πουτίγκα, πουτίγκας, pudding, Λουκάνικες, λουκάνικο

GT GD C H L M O
pull /pʊl/ = NOUN: έλξη, μέσο επιρροής; VERB: τραβώ, αποσπώ, μυξοκλαίω, σύρω, έλκω; USER: έλξη, τραβήξτε, τραβήξει, τραβάτε, pull

GT GD C H L M O
pure /pjʊər/ = ADJECTIVE: καθαρός, αμιγής, αγνός, σκέτος, αμόλυντος, αμάλαγος; USER: καθαρός, αγνός, καθαρό, καθαρή, καθαρής

GT GD C H L M O
put /pʊt/ = VERB: βάζω, θέτω, βάλλω; USER: που, θέσει, να θέσει, βάλει, τεθεί, τεθεί

GT GD C H L M O
quake /kweɪk/ = NOUN: σεισμός, τρόμος; VERB: σείω, σείομαι, τρέμω; USER: σεισμός, σεισμό, σεισμού, quake, σείω

GT GD C H L M O
radiant /ˈreɪ.di.ənt/ = ADJECTIVE: ακτινοβόλος, λαμπρός, ακτινοβολούμενος; USER: ακτινοβόλος, ακτινοβολίας, ακτινοβόλο, λαμπερή, λαμπερό

GT GD C H L M O
rage /reɪdʒ/ = NOUN: οργή, μανία, λύσσα, θυμός; VERB: μαίνομαι, λυσσώ; USER: οργή, οργής, την οργή, η οργή, μανία

GT GD C H L M O
rain /reɪn/ = NOUN: βροχή, καταιγισμός; VERB: βρέχω; USER: βροχή, βροχής, βροχοπτώσεις, βροχές, ψιλής βροχής

GT GD C H L M O
raise /reɪz/ = NOUN: αύξηση; VERB: εγείρω, σηκώνω, ανυψώνω, υψώνω, μεγαλώνω, υψώ, αίρω, ανατρέφω, συλλέγω; USER: αύξηση, αυξήσει, αυξήσουν, την αύξηση, αυξηθεί

GT GD C H L M O
raising /rāz/ = VERB: εγείρω, σηκώνω, ανυψώνω, υψώνω, μεγαλώνω, υψώ, αίρω, ανατρέφω, συλλέγω; USER: αύξηση, αυξάνοντας, ευαισθητοποίησης, την αύξηση, η αύξηση

GT GD C H L M O
rank /ræŋk/ = NOUN: τάξη, βαθμός, σειρά, γραμμή, κλάση, πυκνή βλάστηση, ταγγός; VERB: κατατάσσω, κατατάσσομαι, βαθμοφορώ, προεξέχω; ADJECTIVE: χονδροειδής, υπερβολικός; USER: κατατάσσονται, rank, κατατάσσουν, κατατάξουν, ταξινομήσει

GT GD C H L M O
re /riː/ = PREPOSITION: σχετικά με, περί, επί του θέματός του; NOUN: ρε; USER: εκ νέου, ξανά, την εκ νέου, νέου, πάλι, πάλι

GT GD C H L M O
really /ˈrɪə.li/ = ADVERB: πραγματικά, όντως, πραγματικώς; USER: πραγματικά, πολύ, πράγματι, πραγματικά να, πραγματικότητα, πραγματικότητα

GT GD C H L M O
receive /rɪˈsiːv/ = VERB: λαμβάνω, δέχομαι, υποδέχομαι; USER: λαμβάνω, λαμβάνουν, λάβετε, λαμβάνετε, λάβουν

GT GD C H L M O
reconciled /ˈrek.ən.saɪl/ = VERB: συμφιλιώνω, συμβιβάζω, συνδιαλλάσσω; USER: συμφιλιωθεί, συμφιλιωθούν, συμβιβαστούν, συμφιλιώνονται, συμβιβάζεται

GT GD C H L M O
red /red/ = ADJECTIVE: κόκκινος, ερυθρός; USER: κόκκινος, κόκκινο, κόκκινη, κόκκινα, κόκκινες, κόκκινες

GT GD C H L M O
redeem /rɪˈdiːm/ = VERB: εξαργυρώνω, εξαγοράζω, απολυτρώ, απολυτρώνω, εξοφλώ; USER: εξαργυρώνω, εξαγοράσει, εξαργυρώσετε, εξαγορά, εξαργυρώνουν

GT GD C H L M O
redeeming /rɪˈdiːm/ = VERB: εξαργυρώνω, εξαγοράζω, απολυτρώ, απολυτρώνω, εξοφλώ; USER: εξαργύρωση, εξαγορά, εξόφληση, την εξαγορά, εξόφληση των

GT GD C H L M O
reign /reɪn/ = NOUN: βασιλεία, κυριαρχία; VERB: βασιλεύω; USER: βασιλεύει, βασιλεύουν, βασιλεύσει, βασιλέψει, βασιλέψουν

GT GD C H L M O
reigns /reɪn/ = NOUN: βασιλεία, κυριαρχία; USER: βασιλεύει, βασιλεύουν, βασιλείας, ηνία, βασιλεύει η

GT GD C H L M O
reindeer /ˈreɪn.dɪər/ = NOUN: τάρανδος, ρεννός; USER: τάρανδος, ταράνδων, ταράνδου, τάρανδο, τάρανδοι

GT GD C H L M O
rejoice /rɪˈdʒɔɪs/ = VERB: χαίρομαι, χαίρω, αγάλλομαι, αναγαλλιάζω, ευφραίνομαι, ευραίνω, χαροποιώ; USER: χαίρω, χαίρομαι, χαίρονται, χαίρεται, χαρούν

GT GD C H L M O
repeat /rɪˈpiːt/ = VERB: επαναλαμβάνω; ADJECTIVE: επαναληπτικός, επανειλημμένος; USER: επαναλαμβάνω, επαναλάβετε, επαναλάβω, επαναλάβει, επανάληψη, επανάληψη

GT GD C H L M O
rest /rest/ = NOUN: υπόλοιπο, ξεκούραση, ανάπαυση, ηρεμία, στήριγμα, παύση, ανάπαυλα; VERB: αναπαύομαι, ξεκουράζω, στηρίζομαι, αναπαύω, στηρίζω; USER: ανάπαυση, υπόλοιπο, ξεκούραση, ανάπαυσης, υπόλοιπη

GT GD C H L M O
revealing /rɪˈviː.lɪŋ/ = ADJECTIVE: αποκαλυπτικός; USER: αποκαλύπτοντας, αποκαλυπτική, αποκαλύπτουν, αποκάλυψη, αποκαλύπτει

GT GD C H L M O
reverently /ˈrev.ər.ənt/ = USER: ευλαβικά, ευλάβεια, ταπεινά, με ευλάβεια, reverently

GT GD C H L M O
rhyme /raɪm/ = NOUN: ομοιοκαταληξία; VERB: ομοιοκαταληκτώ; USER: ομοιοκαταληξία, ομοιοκαταληκτούν, έμμετρο λόγο, ρίμα, ομοιοκαταληξίας

GT GD C H L M O
richly /ˈrɪtʃ.li/ = ADVERB: πλουσίως; USER: πλουσίως, πλούσια, πλουσιοπάροχα, πλούσιο, richly

GT GD C H L M O
ride /raɪd/ = NOUN: βόλτα, ιππασία, περίπατος επί αυτοκίνητου, περίπατος επί άμαξης; VERB: ιππεύω, οχούμαι, πηγαίνω επί αυτοκίνητου, άλογου κλπ.; USER: βόλτα, οδηγούν, βόλτα στην, οδηγήσετε, οδηγήσει

GT GD C H L M O
right /raɪt/ = NOUN: δικαίωμα, δεξιά, δίκιο, καλό; ADJECTIVE: σωστός, δεξιός, κατάλληλος, δίκαιος; ADVERB: ορθώς, ίσια, κατ' ευθείαν; VERB: δικαιώ, επανορθώ; USER: δεξιά, δικαίωμα, σωστός, δίκιο, δικαιώματος

GT GD C H L M O
righteousness /ˈraɪ.tʃəs/ = NOUN: νομιμότης, νομιμότητα; USER: δικαιοσύνη, η δικαιοσύνη, τη δικαιοσύνη, δικαιοσύνης, δικαιοσύνην

GT GD C H L M O
ring /rɪŋ/ = NOUN: δαχτυλίδι, δακτύλιος, δακτυλίδι, ήχος, παλαίστρα, συμμορία, χαλκάς, όμιλος, κωδώνισμα; VERB: κουδουνίζω, κρούω, ηχώ, κωδωνίζω; USER: δακτύλιος, δαχτυλίδι, δακτυλίδι, δακτύλιο, δακτυλίου

GT GD C H L M O
ringers /ˈrɪŋə/ = NOUN: κλοιός, κωδωνοκρούστης; USER: κωδωνοκρούστες, ringers, δακτυλιωτές, Κουδουνίσματα, Ringers που,

GT GD C H L M O
ringing /rɪŋ/ = VERB: κουδουνίζω, κρούω, ηχώ, κωδωνίζω; USER: ήχους, κουδούνισμα, ήχο, ήχων, χτυπά

GT GD C H L M O
rings /rɪŋ/ = NOUN: δαχτυλίδι, δακτύλιος, δακτυλίδι, ήχος, παλαίστρα, συμμορία, χαλκάς, όμιλος, κωδώνισμα; VERB: κουδουνίζω, κρούω, ηχώ, κωδωνίζω; USER: δαχτυλίδια, δακτυλίους, δακτύλιοι, δακτυλίων, δακτυλίδια

GT GD C H L M O
rise /raɪz/ = NOUN: αύξηση, πηγή, ανατολή, έγερση, ύψωμα, ύψωση; VERB: εγείρομαι, σηκώνομαι, ανατέλλω, υψούμαι; USER: αύξηση, αυξηθεί, αυξάνονται, αυξάνεται, αυξηθούν

GT GD C H L M O
risen /raɪz/ = VERB: εγείρομαι, σηκώνομαι, ανατέλλω, υψούμαι; USER: αυξηθεί, αυξήθηκε, ανέλθει, αυξήθηκαν, ανέβει

GT GD C H L M O
rising /ˈraɪ.zɪŋ/ = NOUN: εξέγερση, ανατολή, έγερση; ADJECTIVE: ανατέλλων, εγειρόμενος, υψούμενος; USER: αυξάνεται, αύξηση, άνοδο, αυξάνονται, αύξηση των

GT GD C H L M O
road /rəʊd/ = NOUN: δρόμος, οδός; ADJECTIVE: χερσαίος; USER: δρόμος, οδός, δρόμο, οδικών, δρόμου

GT GD C H L M O
rocks /rɒk/ = NOUN: βράχος, πέτρα, λίθος, λίκνισμα; VERB: λικνίζομαι, λικνίζω, κουνώ; USER: βράχια, πετρώματα, βράχους, βράχοι, βράχων

GT GD C H L M O
room /ruːm/ = NOUN: δωμάτιο, αίθουσα, χώρος, τόπος; VERB: κατοικώ; USER: δωμάτιο, αίθουσα, δωματίου, δωμάτια, δωματίων, δωματίων

GT GD C H L M O
round /raʊnd/ = ADVERB: γύρω, πέριξ, ολόγυρα; NOUN: γύρος, κύκλος, βολή, κρέας από τον μηρόν; ADJECTIVE: στρογγυλός, κυκλικός; VERB: τριγύρω, στρογγυλεύω, περικυκλώ; USER: γύρω, γύρω από, γύρο, στρογγυλοποιεί, στρογγυλοποιούν

GT GD C H L M O
royal /ˈrɔɪ.əl/ = ADJECTIVE: βασιλικός, ανακτορικός; USER: βασιλικός, βασιλικό, βασιλική, βασιλικής, βασιλικού

GT GD C H L M O
rude /ruːd/ = ADJECTIVE: αγενής, βάναυσος, τραχύς, αγροίκος, ανάγωγος; USER: αγενής, rude, αγενές, αγενείς, αγενή

GT GD C H L M O
rules /ruːl/ = NOUN: κανόνας, χάρακας, κανών διοίκηση; VERB: κυβερνώ, χαρακώνω, διέπω; USER: κανόνες, κανόνων, τους κανόνες, των κανόνων, κανόνες που

GT GD C H L M O
running /ˈrʌn.ɪŋ/ = NOUN: τρέξιμο, τρέχων; ADJECTIVE: τρεχάτος; USER: τρέξιμο, λειτουργία, τρέχει, λειτουργίας, λειτουργεί

GT GD C H L M O
s = ABBREVIATION: μικρό; USER: s, ες, α, ων

GT GD C H L M O
sacrifice /ˈsæk.rɪ.faɪs/ = NOUN: θυσία; VERB: θυσιάζω; USER: θυσία, θυσιάσει, θυσιάσει τις, θυσιάσουν, θυσιάσουμε

GT GD C H L M O
sad /sæd/ = ADJECTIVE: λυπημένος, λυπηρός, άθυμος, πικραμένος, κατηφής; USER: λυπημένος, θλιβερή, λυπηρό, θλιβερό, sad

GT GD C H L M O
said /sed/ = USER: είπε, δήλωσε, δήλωσε ο, είπε ο, είπε ο

GT GD C H L M O
sailing /ˈseɪ.lɪŋ/ = NOUN: απόπλους; USER: απόπλους, ιστιοπλοΐα, Sailing, ιστιοπλοΐας, ιστιοφόρα

GT GD C H L M O
saint /seɪnt/ = ADJECTIVE: άγιος; NOUN: άγια; USER: άγιος, saint, αγίου, άγιο, Σεν

GT GD C H L M O
sake /seɪk/ = NOUN: χάρη, χατίρι, αιτία, σκοπός, γιαπωνέζικο ποτό, είδος ιαπωνικού ποτού; USER: χάρη, λόγους, χάριν, καλό, όνομα

GT GD C H L M O
salvation /sælˈveɪ.ʃən/ = NOUN: σωτηρία; USER: σωτηρία, σωτηρίας, τη σωτηρία, η σωτηρία, σωτηρία του

GT GD C H L M O
same /seɪm/ = NOUN: ίδιο; ADJECTIVE: ίδιος, όμοιος; PRONOUN: ίδιος; USER: ίδιο, ίδιος, ίδια, ίδιες, ίδιας, ίδιας

GT GD C H L M O
satan = USER: σατανάς, Σατανά, satan, ο Σατανάς, του Σατανά,

GT GD C H L M O
save /seɪv/ = PREPOSITION: εκτός; VERB: σώζω, αποταμιεύω, γλιτώνω, οικονομώ; USER: εκτός, αποθηκεύσετε, σώσει, αποταμιεύσετε, εξοικονομήσει

GT GD C H L M O
savior /ˈseɪ.vjər/ = NOUN: σωτήρας, λυτρωτής, σωτήρ; USER: σωτήρας, λυτρωτής, Σωτήρα, ο Σωτήρας, savior

GT GD C H L M O
saw /sɔː/ = NOUN: πριόνι, ρητό, πριόνιο, γνωμικό, παροιμία; VERB: πριονίζω; USER: πριόνι, είδε, είδα, είδαν, είδαμε, είδαμε

GT GD C H L M O
say /seɪ/ = VERB: λέγω; USER: πω, λένε, πει, να πω, πείτε, πείτε

GT GD C H L M O
school /skuːl/ = NOUN: σχολείο, σχολή, κοπάδι ψάρια, πλήθος ιχθύων; VERB: εκπαιδεύω, παιδαγωγώ; USER: σχολείο, σχολή, σχολείου, το σχολείο, σχολική, σχολική

GT GD C H L M O
scorn /skɔːn/ = NOUN: περιφρόνηση, καταφρόνηση, περίγελος; VERB: περιφρονώ; USER: περιφρόνηση, περιφρονώ, περιφρονούν, περιφρονούμε, περιφρονήσει

GT GD C H L M O
sealed /siːld/ = VERB: σφραγίζω, επικυρώ, επισφραγίζω; USER: σφραγισμένο, σφραγισμένη, σφραγισμένες, σφραγισμένα, σφραγισμένους

GT GD C H L M O
season /ˈsiː.zən/ = NOUN: εποχή, σαιζόν, ώρα του έτους; VERB: μετριάζω, ψήνω, αρτύω, εξοικειώ, εξοικειούμαι, ωριμάζω; USER: εποχή, σαιζόν, σεζόν, περίοδο, περιόδου

GT GD C H L M O
seated /ˈsiː.tɪd/ = VERB: κάθωμαι, βάλλω κάποιον να καθήσει, καθίζω; USER: κάθονται, κάθεται, καθισμένος, καθισμένη, καθισμένοι

GT GD C H L M O
second /ˈsek.ənd/ = USER: second-, second, δεύτερος; NOUN: δευτερόλεπτο, πρόταση, μάρτυς μονομαχίας; VERB: υποστηρίζω, σιγοντάρω; USER: δεύτερος, δευτερόλεπτο, δεύτερο, δεύτερη, δεύτερης

GT GD C H L M O
see /siː/ = VERB: βλέπω, καταλαβαίνω; NOUN: επισκοπή; USER: βλέπω, δείτε, βλ., βλέπε, βλέπετε, βλέπετε

GT GD C H L M O
seek /siːk/ = VERB: ζητώ, επιζητώ, αναζητώ κάτι; USER: αναζητήσουν, επιδιώξει, επιδιώκουν, αναζητούν, ζητούν

GT GD C H L M O
seeker /ˈsiː.kər/ = NOUN: ζητών, ζητητής; USER: άσυλο, αιτών, αναζητητής, αναζητά, αναζητεί

GT GD C H L M O
seemed /sēm/ = VERB: φαίνομαι; USER: φαινόταν, φάνηκε, φαίνεται, Κεφαλιά, έμοιαζε

GT GD C H L M O
seen /siːn/ = VERB: βλέπω, καταλαβαίνω; USER: δει, φαίνεται, θεωρείται, παρατηρηθεί, παρατηρείται

GT GD C H L M O
sees /siː/ = VERB: βλέπω, καταλαβαίνω; NOUN: επισκοπή; USER: βλέπει, θεωρεί, θεωρεί ότι, βγάζει, κρίνει

GT GD C H L M O
seized /siːz/ = VERB: αρπάζω, συλλαμβάνω, κατάσχω; USER: κατασχέθηκαν, που κατασχέθηκαν, κατασχεθεί, κατασχεθέντων, κατασχέθηκε

GT GD C H L M O
send /send/ = VERB: στέλνω, αποστέλλω, στέλλω, πέμπω; USER: αποστολή, στείλετε, στείλτε, να στείλετε, στείλει

GT GD C H L M O
sent /sent/ = VERB: στέλνω, αποστέλλω, στέλλω, πέμπω; USER: αποστέλλονται, αποστέλλεται, έστειλε, απέστειλε, στείλει

GT GD C H L M O
seven /ˈsev.ən/ = USER: seven-, seven; USER: επτά, εφτά, από επτά, από επτά

GT GD C H L M O
seventh /ˈsev.ənθ/ = USER: seventh-, seventh; USER: έβδομος, έβδομη, έβδομο, έβδομου, έβδομης, έβδομης

GT GD C H L M O
sever /ˈsev.ər/ = VERB: κόβω, αποκόπτω, διακόπτω, χωρίζω, διαχωρίζω; USER: κόβω, διακόψει, αποκόψει, θύμα παύει οποιαδήποτε, χωρίσει

GT GD C H L M O
shall /ʃæl/ = USER: shall-, will, would, shall, shall, shall, shall; USER: θα, πρέπει, μέλη, προβαίνει, προβαίνει

GT GD C H L M O
shalt /ʃalt/ = USER: θελεις, θέλεις, shalt,

GT GD C H L M O
shares /ʃeər/ = NOUN: μερίδια, μέτοχος; USER: μερίδια, μετοχών, μετοχές, μεριδίων, συμμερίζεται

GT GD C H L M O
sharp /ʃɑːp/ = ADJECTIVE: αιχμηρός, οξύς, κοφτερός, έξυπνος, κοπτερός, ριμύς, πανούργος; ADVERB: ακριβώς; NOUN: δίεση, απατεών; USER: αιχμηρός, ακριβώς, απότομη, αιχμηρά, έντονη

GT GD C H L M O
shed /ʃed/ = NOUN: υπόστεγο, παράπηγμα, καλύβη; VERB: χύνω, αποβάλλω, τριχοτομώ, απορρίπτω; USER: υπόστεγο, χύνω, ρίξει, να ρίξει, εγκατάσταση

GT GD C H L M O
sheep /ʃiːp/ = NOUN: πρόβατα, πρόβατο, αρνί, δέρμα πρόβατου; USER: πρόβατα, πρόβατο, προβάτων, προβατοειδών, τα πρόβατα

GT GD C H L M O
shelter /ˈʃel.tər/ = NOUN: καταφύγιο, στέγαστρο, άσυλο, σκέπη; VERB: προφυλάσσω, κρύβω, σκεπώ, δίδω άσυλο; USER: καταφύγιο, στέγη, καταφυγίων, καταφυγίου, στέγης

GT GD C H L M O
shepherds /ˈʃep.əd/ = NOUN: βοσκός, ποιμένας, ποιμήν, τσοπάνος; USER: βοσκοί, ποιμένες, βοσκούς, βοσκών, ποιμένων

GT GD C H L M O
shine /ʃaɪn/ = NOUN: λάμψη, γυάλισμα, στίλβωμα, αιθρία; VERB: λάμπω, φέγγω, γυαλίζω, ακτινοβολώ, φωτοβολώ, στιλβώ; USER: λάμψη, λάμψει, λάμπουν, λάμπει, λάμψουν

GT GD C H L M O
shineth = USER: φέγγει, λάμπει, shineth, ήδη φέγγει,

GT GD C H L M O
shining /ʃaɪn/ = NOUN: λάμψη, λαμπρός; USER: λάμψη, λάμπει, λαμπρό, λαμπερό, λάμποντας

GT GD C H L M O
shiny /ˈʃaɪ.ni/ = ADJECTIVE: λαμπερός, στιλπνός, λάμπων; USER: λαμπερός, λαμπερό, λαμπερά, γυαλιστερό, γυαλιστερά

GT GD C H L M O
ships /ʃɪp/ = NOUN: πλοίο, καράβι; VERB: επιβιβάζω, φορτώνω, αποστέλλω; USER: πλοία, τα πλοία, πλοίων, των πλοίων, πλοία που

GT GD C H L M O
shone /ʃɒn/ = VERB: λάμπω, φέγγω, γυαλίζω, ακτινοβολώ, φωτοβολώ, στιλβώ; USER: έλαμψε, έλαμπε, λάμπεις, έλαμψαν, λάμψει

GT GD C H L M O
shoots = NOUN: βλαστός, κυνήγι, σανίδες βαρέλιου, σανίδες κιβώτιου; USER: βλαστούς, βλαστοί, βλαστών, βλαστάρια, σουτάρει

GT GD C H L M O
should /ʃʊd/ = USER: θα πρέπει να, πρέπει, πρέπει να, θα πρέπει, θα έπρεπε, θα έπρεπε

GT GD C H L M O
shout /ʃaʊt/ = VERB: φωνάζω, ξεφωνίζω, κραυγάζω, αλαλάζω; NOUN: κραυγή, δυνατή φωνή, βοή; USER: φωνάζω, κραυγή, φωνάζουν, φωνάξει, φωνάζει

GT GD C H L M O
shouted /ʃaʊt/ = VERB: φωνάζω, ξεφωνίζω, κραυγάζω, αλαλάζω; USER: φώναξε, φώναξαν, ομάδα του από σίγουρο, σίγουρο

GT GD C H L M O
show /ʃəʊ/ = NOUN: προβολή, επίδειξη, έκθεση, σόου, θέαμα, θέατρο; VERB: δείχνω, εμφανίζω, φαίνομαι, δεικνύω; USER: προβολή, δείχνουν, δείξει, εμφάνιση, δείτε

GT GD C H L M O
showed /ʃəʊ/ = VERB: δείχνω, εμφανίζω, φαίνομαι, δεικνύω; USER: έδειξε, έδειξαν, κατέδειξε, παρουσίασε, παρουσίασαν

GT GD C H L M O
shown /ʃəʊn/ = VERB: δείχνω, εμφανίζω, φαίνομαι, δεικνύω; USER: εμφανίζονται, φαίνεται, εμφανίζεται, που εμφανίζονται, δείξει

GT GD C H L M O
side /saɪd/ = NOUN: πλευρά, μέρος, πλευρό, μεριά; ADJECTIVE: πλάγιος; USER: πλευρά, πλευράς, πλευρά της, πλάι, πλευρικά

GT GD C H L M O
sighing /saɪ/ = VERB: αναστενάζω; USER: αναστενάζοντας, αναστεναγμούς, στενάζουν, στεναγμός, ο στεναγμός

GT GD C H L M O
sight /saɪt/ = NOUN: θέα, θέαμα, όραση, όψη; VERB: βλέπω; USER: θέαμα, όραση, θέα, όψεως, επαφή, επαφή

GT GD C H L M O
sign /saɪn/ = NOUN: σημείο, σήμα, πινακίδα, επιγραφή, ταμπέλα, προγνωστικό, νεύμα; VERB: υπογράφω, νεύω; USER: σήμα, σημείο, υπογράψει, υπογράψουν, εγγραφείτε

GT GD C H L M O
signs /sīn/ = NOUN: σημείο, σήμα, πινακίδα, επιγραφή, ταμπέλα, προγνωστικό, νεύμα; VERB: υπογράφω, νεύω; USER: πινακίδες, σημεία, σημάδια, σημείων, σήματα

GT GD C H L M O
silent /ˈsaɪ.lənt/ = ADJECTIVE: σιωπηλός, αμίλητος, εχέμυθος, άφωνος; USER: σιωπηλός, σιωπηλή, αθόρυβη, σιωπηλό, σιωπηλοί, σιωπηλοί

GT GD C H L M O
silently /ˈsaɪ.lənt/ = ADVERB: σιωπηλά, σιωπηλώς; USER: σιωπηλά, αθόρυβα, σιωπηρά, χωρίς μηνύματα

GT GD C H L M O
silver /ˈsɪl.vər/ = NOUN: ασήμι, άργυρος, μαχαιροπήρουνο, αργυρά είδη; ADJECTIVE: αργυρός, άργυρους; VERB: επαργυρώ, ασημώνω; USER: ασήμι, άργυρος, ασημένια, ασημί, αργύρου

GT GD C H L M O
sin /sɪn/ = NOUN: αμαρτία; VERB: αμαρτάνω; USER: αμαρτία, αμαρτίας, την αμαρτία, αμάρτημα, sin

GT GD C H L M O
since /sɪns/ = PREPOSITION: seit; CONJUNCTION: seit, da, weil, seitdem, zumal, nun, wo; ADVERB: seitdem, inzwischen; USER: από, αφού, επειδή, από τότε, από το, από το

GT GD C H L M O
sing /sɪŋ/ = VERB: τραγουδώ, ψάλλω, άδω; NOUN: νόημα; USER: τραγουδώ, τραγουδούν, τραγουδήσει, τραγουδήσουν, τραγουδήσω

GT GD C H L M O
singers /ˈsɪŋ.ər/ = NOUN: τραγουδιστής, αοιδός, περικαίων, ψάλτης; USER: Τραγουδιστές, τραγουδιστών, τραγουδίστριες, Μουσικοί Τραγουδιστές, Έντεχνοι τραγουδιστές

GT GD C H L M O
singin = USER: singin, τραγουδούσε

GT GD C H L M O
singing /sɪŋ/ = NOUN: τραγούδι, τραγούδημα, άσμα; USER: τραγούδι, τραγουδώντας, το τραγούδι, τραγουδούν, τραγουδά

GT GD C H L M O
sings /sɪŋ/ = NOUN: νόημα; USER: τραγουδά, τραγουδάει, πινακίδες, ερμηνεύει, τραγουδούν

GT GD C H L M O
sinners /ˈsinər/ = USER: αμαρτωλοί, αμαρτωλούς, οι αμαρτωλοί, αμαρτωλών, τους αμαρτωλούς

GT GD C H L M O
sins /sɪn/ = NOUN: αμαρτία; USER: αμαρτίες, αμαρτιών, τις αμαρτίες, αμαρτήματα, οι αμαρτίες

GT GD C H L M O
sire /saɪər/ = NOUN: άρχοντας, επιβήτορας, πατήρ ζώου, άρχων; VERB: γεννώ; USER: άρχοντας, επιβήτορας, άρχων, γεννώ, επιβήτορα

GT GD C H L M O
sister /ˈsɪs.tər/ = NOUN: αδελφή, αδερφή, νοσοκόμα, καλόγρια; USER: αδελφή, αδερφή, η αδελφή, αδελφής, την αδελφή

GT GD C H L M O
six /sɪks/ = USER: six-, six; USER: έξι, έξη, από έξι

GT GD C H L M O
sixth /sɪksθ/ = USER: sixth-, sixth; USER: έκτος, έκτη, έκτο, έκτου, έκτης

GT GD C H L M O
skies /skaɪ/ = NOUN: ουρανοί; USER: ουρανοί, ουρανό, ουρανούς, ουρανός, ουρανών

GT GD C H L M O
sky /skaɪ/ = NOUN: ουρανός; USER: ουρανός, ουρανό, ουρανού, του ουρανού, τον ουρανό

GT GD C H L M O
sleep /sliːp/ = NOUN: ύπνος; VERB: κοιμάμαι, κοιμώμαι; USER: ύπνος, κοιμάμαι, ύπνο, κοιμηθεί, κοιμούνται, κοιμούνται

GT GD C H L M O
sleeping /sliːp/ = ADJECTIVE: κοιμισμένος; NOUN: ασθένεια ύπνου; USER: κοιμισμένος, ύπνο, ύπνου, κοιμάται, τον ύπνο

GT GD C H L M O
sleigh /sleɪ/ = NOUN: έλκηθρο, έλκηθρο χιόνος; USER: έλκηθρο, έλκηθρα, sleigh, ελκήθρων, με έλκηθρο

GT GD C H L M O
sleighing /sleɪ/ = NOUN: όχηση επι χιονοέλκηθρο; USER: όχηση επι χιονοέλκηθρο, έλκηθρο,

GT GD C H L M O
slow /sləʊ/ = ADJECTIVE: αργός, βραδύς; VERB: βραδύνω; USER: αργός, επιβραδύνει, αργή, επιβραδύνουν, να επιβραδύνει

GT GD C H L M O
slowly /ˈsləʊ.li/ = ADVERB: αργά, σιγά; USER: αργά, σιγά, βραδέως, αργή

GT GD C H L M O
slumber /ˈslʌm.bər/ = NOUN: ελαφρός ύπνος; VERB: κοιμάμαι ελαφρά, κοιμώμαι ελαφρώς; USER: ελαφρός ύπνος, κοιμάμαι ελαφρά, ύπνο, λήθαργο, slumber

GT GD C H L M O
smiles /smaɪl/ = NOUN: χαμόγελο, μειδίαμα; VERB: μειδιώ; USER: χαμόγελα, τα χαμόγελα, χαμογελάει, smiles, χαμογελά

GT GD C H L M O
snow /snəʊ/ = NOUN: χιόνι; VERB: χιονίζω; USER: χιόνι, χιονό, χιονιού, ντεπόζιτο χιονό

GT GD C H L M O
so /səʊ/ = ADVERB: έτσι, λοιπόν, ούτω; CONJUNCTION: ώστε, επομένως, όθεν; USER: έτσι, ώστε, τόσο, έτσι ώστε, έτσι ώστε

GT GD C H L M O
sod /sɒd/ = NOUN: χλοοτάπητας, παλούκι, χώμα μετά ρίζων, βώλος; USER: χλοοτάπητας, SOD, χλοοτάπητα, γρασίδι, δΟϋ

GT GD C H L M O
soft /sɒft/ = ADJECTIVE: μαλακός, απαλός; USER: μαλακός, μαλακό, μαλακά, μαλακή, μαλακών

GT GD C H L M O
solemn /ˈsɒl.əm/ = ADJECTIVE: σοβαρός, επίσημος, ιεροπρεπής; USER: σοβαρός, επίσημος, επίσημη, υπεύθυνη, πανηγυρική

GT GD C H L M O
some /səm/ = PRONOUN: μερικοί, κάποιος, τινές, κάμποσος; ADVERB: περίπου; USER: μερικοί, περίπου, κάποιος, μερικά, κάποια, κάποια

GT GD C H L M O
somebody /ˈsʌm.bə.di/ = PRONOUN: κάποιος, κάποια; USER: κάποιος, κάποιον, κάποιου, κάποιο, κάποιος να, κάποιος να

GT GD C H L M O
someone /ˈsʌm.wʌn/ = PRONOUN: κάποιος, κάποια; USER: κάποιος, κάποιον, κάποιον φίλο, σε κάποιον φίλο, σε κάποιον

GT GD C H L M O
son /sʌn/ = NOUN: γιός, υιός; USER: υιός, γιός, γιος, γιο, ο γιος

GT GD C H L M O
song /sɒŋ/ = NOUN: τραγούδι, άσμα; USER: τραγούδι, τραγουδιού, το τραγούδι, κομμάτι, τραγουδιού για

GT GD C H L M O
songs /sɒŋ/ = NOUN: τραγούδι, άσμα; USER: τραγούδια, τα τραγούδια, τραγουδιών, κομμάτια, τραγούδια που

GT GD C H L M O
sons /sʌn/ = NOUN: γιός, υιός; USER: γιους, γιοι, τους γιους, γιων, οι γιοι

GT GD C H L M O
soon /suːn/ = ADVERB: σύντομα, γρήγορα, προσεχώς, νωρίς, ταχέως, ενωρίς; USER: σύντομα, γρήγορα, συντομότερο, μόλις, ταχύτερο

GT GD C H L M O
soot /sʊt/ = NOUN: αιθάλη, καπνιά; USER: αιθάλη, καπνιά, αιθάλης, της αιθάλης, κάπνα

GT GD C H L M O
sorrowing /ˈsɒr.əʊ/ = VERB: θρηνώ, λυπούμαι

GT GD C H L M O
sorrows /ˈsɒr.əʊ/ = NOUN: λύπη; USER: λύπες, θλίψεις, θλίψεων, τις λύπες, καημοί

GT GD C H L M O
souls /səʊl/ = NOUN: ψυχή; USER: ψυχές, ψυχών, οι ψυχές, τις ψυχές, ψυχή

GT GD C H L M O
sounding /sound/ = NOUN: βολιδοσκόπηση, βυθομέτρηση, ήχηση, ηχών; USER: βυθομέτρηση, βολιδοσκόπηση, ήχηση, ηχεί, κρούουν

GT GD C H L M O
sounds /saʊnd/ = NOUN: ήχος, πορθμός, στενό; VERB: ηχώ, διαδίδω, βαθυμετρώ, βολιδοσκοπώ; USER: ήχους, ήχοι, ήχων, τους ήχους, ακούγεται

GT GD C H L M O
spears /spɪər/ = NOUN: δόρυ, λόγχη, κοντάρι, μίσχος; USER: λόγχες, Spears, δόρατα, ακόντια, Σπίαρς

GT GD C H L M O
spirit /ˈspɪr.ɪt/ = NOUN: πνεύμα, ψυχή, διάθεση, οινόπνευμα, φρόνημα, ζωή, ενεργητικότητα; USER: πνεύμα, πνεύματος, το πνεύμα, ποτών, ποτά

GT GD C H L M O
spirits /ˈspɪr.ɪt/ = NOUN: οινοπνευματώδη, αλκοόλ; USER: οινοπνευματώδη, πνεύματα, οινοπνευματώδη ποτά, αποστάγματα, οινοπνευματωδών

GT GD C H L M O
splendor /ˈsplendər/ = NOUN: μεγαλείο, λαμπρότητα, λάμψη, λαμπρότης; USER: μεγαλείο, λαμπρότητα, μεγαλοπρέπεια, το μεγαλείο, αίγλη,

GT GD C H L M O
stable /ˈsteɪ.bl̩/ = ADJECTIVE: σταθερός, ευσταθής, μόνιμος; NOUN: στάβλος; VERB: σταβλίζω, σταυλίζω; USER: σταθερός, στάβλος, σταθερή, σταθερό, σταθερές

GT GD C H L M O
stall /stɔːl/ = VERB: αναβάλλω, αποφεύγω, σταβλίζω, σταματώ; NOUN: στάβλος, παράπηγμα, φάτνη, κάθισμα, υπεκφυγή; USER: αναβάλλω, στάβλος, stall, στάβλο, περίπτερο

GT GD C H L M O
stand /stænd/ = NOUN: στάση, εξέδρα, βάθρο, σταμάτημα, παράπηγμα, στάντζα; VERB: στέκομαι, αντέχω, στέκω, ίσταμαι, υπομένω, κείμαι; USER: στάση, σταθεί, ξεχωρίζουν, ηρεμία, να σταθεί

GT GD C H L M O
star /stɑːr/ = NOUN: αστέρι, άστρο, πρωταγωνιστής, αστήρ; VERB: πρωταγωνιστώ; USER: αστέρι, αστέρων, ξενοδοχείων

GT GD C H L M O
stars /stɑːr/ = NOUN: αστέρι, άστρο, πρωταγωνιστής, αστήρ; VERB: πρωταγωνιστώ; USER: stars, αστέρια, αστέρων, αστέρων Η, αστέρων με

GT GD C H L M O
start /stɑːt/ = NOUN: αρχή, ξεκίνημα, εκκίνηση, εξάφνισμα; VERB: ξεκινώ, αρχίζω, εκκινώ, αναπηδώ, αναχωρώ, εξαφανίζομαι; USER: αρχή, εκκίνηση, ξεκίνημα, ξεκινήσει, αρχίσει

GT GD C H L M O
stay /steɪ/ = NOUN: διαμονή, παραμονή, στήριγμα, σταμάτημα; VERB: μένω, στέκομαι, διαμένω, σταματώ, αναβάλλω, αντέχω; USER: διαμονή, παραμονή, μείνετε, μείνουν, μείνει

GT GD C H L M O
stealing /stiːl/ = NOUN: κλοπή, κλέπτων; USER: κλοπή, κλέβει, να κλέβει, κλέβουν, κλέβοντας

GT GD C H L M O
steeple /ˈstiː.pl̩/ = NOUN: καμπαναριό, κωδωνοστάσιο; USER: καμπαναριό, κωδωνοστάσιο, καμπαναριό της, καμπαναριού

GT GD C H L M O
step /step/ = NOUN: βήμα, βαθμίδα, βαθμίς, σκαλοπάτι, διάβημα; VERB: πατώ, βηματίζω; USER: βήμα, εντείνει, εντείνουν, το βήμα, ενισχύσει

GT GD C H L M O
steps /step/ = NOUN: βήμα, βαθμίδα, βαθμίς, σκαλοπάτι, διάβημα; VERB: πατώ, βηματίζω; USER: βήματα, μέτρα, τα βήματα, στάδια, ενέργειες

GT GD C H L M O
still /stɪl/ = ADVERB: ακόμη, όμως; ADJECTIVE: ακίνητος, ήρεμος, ήσυχος, ακούνητος; NOUN: ηρεμία, πόζα, αποσταλακτήρ, λαμπίκος; VERB: καθησυχάζω, λαμπικάρω; USER: ακόμη, ακόμα, εξακολουθεί, εξακολουθεί να, εξακολουθούν

GT GD C H L M O
stillness /stɪl/ = NOUN: ησυχία, ηρεμία, απνοία; USER: ησυχία, ηρεμία, ακινησία, ακινησίας, γαλήνη

GT GD C H L M O
stone /stəʊn/ = NOUN: πέτρα, λίθος, λιθάρι, πυρήν οπώρας; ADJECTIVE: πέτρινος; VERB: λιθοβολώ, ξεκουκιάζω; USER: πέτρα, πέτρινο, πέτρας, πέτρινα, πέτρινη

GT GD C H L M O
stood /stʊd/ = VERB: στέκομαι, αντέχω, στέκω, ίσταμαι, υπομένω, κείμαι; USER: στάθηκε, διαμορφώθηκε, ανήλθε, ήταν, βρισκόταν

GT GD C H L M O
stop /stɒp/ = NOUN: στάση, παύση, σταμάτημα, τελεία, στιγμή; VERB: σταματώ, παύω, σταθμεύω, μένω; USER: στάση, παύση, σταματήσει, να σταματήσει, σταματήσουν

GT GD C H L M O
stopping /stäp/ = NOUN: στάθμευση, σφράγισμα; USER: στάθμευση, διακοπή, τη διακοπή, σταματήσει, σταματώντας

GT GD C H L M O
store /stɔːr/ = NOUN: κατάστημα, αποθήκη, μαγαζί, παρακαταθήκη, στοκ, μέγα ποσό; VERB: εφοδιάζω, εναποθηκεύω; USER: αποθήκευση, αποθηκεύουν, αποθηκεύσετε, αποθηκεύσει, αποθηκεύει

GT GD C H L M O
storm /stɔːm/ = NOUN: καταιγίδα, θύελλα, τρικυμία, φουρτούνα; VERB: μαίνομαι, προσβάλλω εξ εφόδου; USER: καταιγίδα, θύελλα, τη θύελλα, καταιγίδας, θύελλας

GT GD C H L M O
stream /striːm/ = NOUN: ρεύμα, ρέμα, ρεματιά, χείμαρρος, ποταμός; VERB: ρέω ποταμηδόν, κυματίζω; USER: ρεύμα, ρέμα, ροή, ρεύματος, ροής

GT GD C H L M O
street /striːt/ = NOUN: δρόμος, οδός; USER: δρόμος, οδός, δρόμο, δρόμου, οδό, οδό

GT GD C H L M O
streets /striːt/ = NOUN: δρόμος, οδός; USER: δρόμους, στους δρόμους, δρόμοι, δρομάκια, σοκάκια, σοκάκια

GT GD C H L M O
strike /straɪk/ = NOUN: απεργία, χτύπημα, κτύπημα; VERB: χτυπώ, κτυπώ, πλήττω, προσκρούω, απεργώ; USER: απεργία, χτυπήσει, απεργίας, επιτευχθεί, επιτύχει

GT GD C H L M O
stronger /strɒŋ/ = USER: ισχυρότερη, ισχυρότερες, ισχυρότερο, ισχυρότερα, ισχυρή, ισχυρή

GT GD C H L M O
stuck /stʌk/ = VERB: κολλώ, εμμένω, βάλλω, προσκολλώ, κόλλωμαι, κεντώ, αμηχανώ, τοιχοκολλώ; USER: κολλήσει, κόλλησε, κολλημένος, κολλημένοι, κολλημένο

GT GD C H L M O
sturdy /ˈstɜː.di/ = ADJECTIVE: ισχυρός, ρωμαλέος, στερεός, σθεναρός; USER: ανθεκτικό, εύρωστη

GT GD C H L M O
such /sʌtʃ/ = PRONOUN: τέτοιος, τοιούτος, τάδε; USER: τέτοιος, όπως, τέτοια, εν λόγω, αυτών, αυτών

GT GD C H L M O
summer /ˈsʌm.ər/ = NOUN: καλοκαίρι, θέρος; USER: καλοκαίρι, καλοκαιρινά, το καλοκαίρι, καλοκαιριού, ντεπόζιτο καλοκαιρινά, ντεπόζιτο καλοκαιρινά

GT GD C H L M O
summit /ˈsʌm.ɪt/ = NOUN: κορυφή; USER: κορυφή, σύνοδο κορυφής, διάσκεψη κορυφής, συνόδου κορυφής, κορυφής

GT GD C H L M O
sun /sʌn/ = NOUN: ήλιος; VERB: ηλιάζω; USER: ήλιος, ήλιο, ήλιου, τον ήλιο, ηλιόλουστη

GT GD C H L M O
sure /ʃɔːr/ = ADJECTIVE: σίγουρος, βέβαιος, ασφαλής; ADVERB: βέβαια; USER: βέβαιος, σίγουρος, ότι, σίγουροι, βεβαιωθείτε, βεβαιωθείτε

GT GD C H L M O
swaddling /ˈswädl/ = USER: φάσκιωμα, το φάσκιωμα, σπάργανο, σπάργανα, swaddling,

GT GD C H L M O
swans /swɒn/ = NOUN: κύκνος; USER: κύκνους, κύκνοι, κύκνων, κύκνους που, οι κύκνοι

GT GD C H L M O
sweet /swiːt/ = ADJECTIVE: γλυκός, γλυκύς; NOUN: γλύκισμα; USER: γλυκός, γλυκό, γλυκιά, γλυκά, γλυκές

GT GD C H L M O
swiftly /swɪft/ = ADVERB: ταχέως; USER: ταχέως, γρήγορα, ταχεία, σύντομα, άμεσα

GT GD C H L M O
swimming /swɪm/ = NOUN: κολύμπι, μπάνιο, κολύμβημα; USER: κολύμπι, μπάνιο, κολύμβηση, πισίνα, κολύμβησης

GT GD C H L M O
syne /sʌɪn/ = ADVERB: πριν, από τότε; USER: από τότε, Syne,

GT GD C H L M O
t /tiː/ = USER: t, τ, Μ, τόνο, ί

GT GD C H L M O
tails /teɪl/ = NOUN: ουρά; USER: ουρές, τις ουρές, υπολειμμάτων, ουρά, ουρών

GT GD C H L M O
take /teɪk/ = VERB: παίρνω, λαμβάνω; USER: να, λαμβάνουν, λαμβάνει, να λάβει, λάβει, λάβει

GT GD C H L M O
talk /tɔːk/ = NOUN: ομιλία, κουβέντα, συνδιάλεξη; VERB: μιλώ, συνομιλώ, κουβεντιάζω, ομιλώ; USER: μιλήστε, μιλούν, μιλήσετε, μιλάμε, μιλήσουμε

GT GD C H L M O
tears /teər/ = NOUN: κλάματα; USER: κλάματα, δάκρυα, τα δάκρυα, δακρύων, δάκρυά

GT GD C H L M O
tell /tel/ = VERB: λέγω, διηγούμαι, ιστορώ, αριθμώ; USER: πείτε, πει, πω, ενημερώστε, λένε

GT GD C H L M O
telling /ˈtel.ɪŋ/ = NOUN: λέγων; ADJECTIVE: αποτελεσματικός; USER: λέει, αφήγηση, λέγοντας, λέγοντάς, λένε

GT GD C H L M O
ten /ten/ = USER: ten-, ten, δεκάδα; USER: δέκα, από δέκα, δεκάδα, δεκάδα

GT GD C H L M O
tender /ˈten.dər/ = NOUN: προσφορά, φροντιστής, φύλαξ, βαγόνι κάρβουνων, άμαξα βοηθητική, φορτηγή, βοηθητικό πλοίο; ADJECTIVE: τρυφερός, χλωρός; VERB: προσφέρω; USER: προσφορά, προσφορών, διαγωνισμού, προσφοράς, υποβολής προσφορών

GT GD C H L M O
tenth /tenθ/ = USER: tenth, tenth; USER: δέκατος, δέκατο, δέκατη, δέκατης, δέκατου

GT GD C H L M O
that /ðæt/ = CONJUNCTION: ότι, ώστε, πως; ADVERB: τόσο; PRONOUN: εκείνος, όστις; USER: ότι, πως, ώστε, που, ότι η, ότι η

GT GD C H L M O
the /ðiː/ = ARTICLE: ο; USER: ο, η, το, την, της

GT GD C H L M O
thee /ðiː/ = PRONOUN: σε; USER: thee, σοι, σου, σένα, εσένα

GT GD C H L M O
their /ðeər/ = PRONOUN: τους, αυτών των, δικός τους; USER: τους, του, τους για, των, των

GT GD C H L M O
them /ðem/ = PRONOUN: τους, αυτούς; USER: τους, αυτούς, τα, τις, αυτά, αυτά

GT GD C H L M O
then /ðen/ = ADVERB: τότε, έπειτα, λοιπόν; USER: τότε, έπειτα, στη συνέχεια, συνέχεια, κατόπιν, κατόπιν

GT GD C H L M O
there /ðeər/ = ADVERB: εκεί; USER: εκεί, υπάρχει, υπάρχουν, υφίσταται, υπάρξει, υπάρξει

GT GD C H L M O
therefore /ˈðeə.fɔːr/ = ADVERB: επομένως, ως εκ τούτου, άρα, όθεν; USER: ως εκ τούτου, επομένως, άρα, συνεπώς, συνέπεια

GT GD C H L M O
they /ðeɪ/ = PRONOUN: αυτοί; USER: αυτοί, που, ότι, να, θα, θα

GT GD C H L M O
thing /θɪŋ/ = NOUN: πράγμα; USER: πράγμα, πράγμα που, κάτι, το πράγμα, θέμα, θέμα

GT GD C H L M O
third /θɜːd/ = USER: third-, third; USER: τρίτος, τρίτες, τρίτο, τρίτη, τρίτων, τρίτων

GT GD C H L M O
this /ðɪs/ = PRONOUN: αυτό, τούτος, ούτος; USER: αυτό, αυτή, Αυτό το, αυτή η, Η παρούσα, Η παρούσα

GT GD C H L M O
thither /ˈðɪð.ər/ = ADVERB: προς τα εκεί; USER: εκει, προς τα εκεί

GT GD C H L M O
thorn /θɔːn/ = NOUN: αγκάθι, άκανθα; USER: αγκάθι, Thorn, Θορν, αγκαθιών, αγκάθια

GT GD C H L M O
thorns /θɔːn/ = NOUN: αγκάθι, άκανθα; USER: αγκάθια, στεφάνι, αγκαθιών, τα αγκάθια

GT GD C H L M O
those /ðəʊz/ = PRONOUN: tamti; USER: εκείνοι, εκείνους, εκείνες, αυτές, εκείνων, εκείνων

GT GD C H L M O
thou /ðaʊ/ = PRONOUN: σύ; USER: εσύ, χιλ., θελεις, thou, συ

GT GD C H L M O
though /ðəʊ/ = CONJUNCTION: αν και, μολονότι, εν τούτοις, καίτοι; USER: αν και, μολονότι, εν τούτοις, αν, όμως

GT GD C H L M O
thought /θɔːt/ = NOUN: σκέψη, στοχασμός, αναλογισμός; USER: σκέψη, σκεφτεί, ότι, θεωρούν, σκέφτηκε, σκέφτηκε

GT GD C H L M O
thoughts /θɔːt/ = NOUN: σκέψη, στοχασμός, αναλογισμός; USER: σκέψεις, σκέψεων, οι σκέψεις, τις σκέψεις, σκέψη

GT GD C H L M O
three /θriː/ = USER: three-, three, three; USER: τρία, τρείς, τρεις, τριών, τα τρία, τα τρία

GT GD C H L M O
through /θruː/ = ADVERB: διά μέσου, πέρα πέρα, κατ' ευθείαν; ADJECTIVE: τελειομένος; USER: μέσω, μέσω της, μέσα, μέσω του, με, με

GT GD C H L M O
thy /ðaɪ/ = PRONOUN: σου, σός; USER: σου, thy, δικος σου

GT GD C H L M O
tickling /ˈtik(ə)l/ = NOUN: γαργάλισμα; ADJECTIVE: γαργαλίζων; USER: γαργαλίζων, γαργάλισμα, γαργαλιέμαι, tickling, γαργαλάει,

GT GD C H L M O
tidings /ˈtaɪ.dɪŋz/ = NOUN: είδηση, νέα; USER: είδηση, tidings, ευαγγελίζωμαι, Ευαγγελίζεται, άγγελμα

GT GD C H L M O
tight /taɪt/ = ADJECTIVE: σφιχτός, σφικτός, σφιγκτός, μεθυσμένος, τέζα, τεντωμένος; USER: σφιχτός, σφιχτό, σφιχτά, στενό, σφιχτή, σφιχτή

GT GD C H L M O
till /tɪl/ = CONJUNCTION: έως, έως ότου, μέχρις ότου, ώσπου, ίσαμε; VERB: οργώνω, καλλιεργώ; NOUN: χρηματοσυρτάρι; USER: έως, έως ότου, μέχρις ότου, ώσπου, μέχρι

GT GD C H L M O
time /taɪm/ = NOUN: φορά, ώρα, χρόνος, εποχή, καιρός; VERB: κανονίζω τον καιρό, μετρώ τον καιρό, συγχρονίζω; USER: χρόνος, ώρα, φορά, καιρός, εποχή, εποχή

GT GD C H L M O
tis /tɪz/ = USER: tis, ΤΗΣ, ΤΙΣ

GT GD C H L M O
to /tuː/ = USER: to-, to, για, προς, μέχρι, εις; USER: να, για, προς, μέχρι, σε, σε

GT GD C H L M O
today /təˈdeɪ/ = ADVERB: σήμερα; USER: σήμερα, σημερινή, σημερινό, σήμερα το, σήμερα το

GT GD C H L M O
together /təˈɡeð.ər/ = ADVERB: μαζί, ομού, αντάμα; USER: μαζί, κοινού, από κοινού, καθώς, συνδυασμό

GT GD C H L M O
toil /tɔɪl/ = NOUN: μόχθος, κόπος; VERB: μοχθώ, κοιτάζω, πασχίζω; USER: μόχθος, μοχθώ, κόπος, κοιτάζω, πασχίζω

GT GD C H L M O
tomb /tuːm/ = NOUN: τάφος, τύμβος, μνήμα; USER: τάφος, τάφο, τάφου, τον τάφο, τάφο του

GT GD C H L M O
tonight /təˈnaɪt/ = ADVERB: απόψε; USER: απόψε, βράδυ, σήμερα το βράδυ, αποψινή

GT GD C H L M O
too /tuː/ = ADVERB: πολύ, επίσης, πάρα πολύ; USER: πάρα πολύ, πολύ, επίσης, υπερβολικά, πάρα, πάρα

GT GD C H L M O
took /tʊk/ = VERB: παίρνω, λαμβάνω; USER: πήρε, έλαβε, έλαβαν, πήραν, ανέλαβε, ανέλαβε

GT GD C H L M O
tops /tɒp/ = ADJECTIVE: άριστος, έξοχος; USER: κορυφές, Μπλούζες, Μπλουζάκια, tops, Τοπς

GT GD C H L M O
touch /tʌtʃ/ = NOUN: επαφή, αφή, άγγιγμα, μικρή ποσότητα, μικρή ποσότης; VERB: αγγίζω, ακουμπώ, εγγίζω, αφορώ, συγκινώ, άπτομαι; USER: αγγίζετε, αγγίξτε, αγγίξετε, αγγίξει, αγγίζουν

GT GD C H L M O
town /taʊn/ = NOUN: πόλη, κωμόπολη, πόλις; USER: πόλη, κωμόπολη, πόλης, Town, Τάουν

GT GD C H L M O
toys /tɔɪ/ = NOUN: παιχνίδι, παιγνίδι, παιχνιδάκι, παίγνιο, παιγνιδάκι, κλοτσοσκούφι, παίχνιο; VERB: παίζω; USER: Παιχνίδια, Toys, τα παιχνίδια, παιχνιδιών, παιχνίδια που

GT GD C H L M O
traditional /trəˈdɪʃ.ən.əl/ = ADJECTIVE: παραδοσιακός, πατροπαράδοτος; USER: παραδοσιακός, παραδοσιακή, παραδοσιακό, παραδοσιακά, παραδοσιακές

GT GD C H L M O
traverse /trəˈvɜːs/ = ADJECTIVE: εγκάρσιος; NOUN: διασταύρωση, διάξυλο, διασταυρών; VERB: διαβαίνω, αντικρούω, διασταυρώ, διασχίζω; USER: διασχίζουν, διασχίσει, διασχίζει, διαπερνούν, διασχίσουν

GT GD C H L M O
tread /tred/ = NOUN: πάτημα, βάδισμα; VERB: πατώ, τσαλαπατώ; USER: πέλματος, πέλμα, του πέλματος, βαδίσουν, προχωρήσει

GT GD C H L M O
treasure /ˈtreʒ.ər/ = NOUN: θησαυρός; VERB: θησαυρίζω, θεωρώ πολύτιμο; USER: θησαυρός, Treasure, θησαυρό, θησαυρού, του θησαυρού

GT GD C H L M O
tree /triː/ = NOUN: δέντρο, δένδρο; USER: δέντρο, δένδρο, δέντρου, δέντρων, δένδρων

GT GD C H L M O
trees /triː/ = NOUN: δέντρο, δένδρο; USER: δέντρα, τα δέντρα, δένδρα, δέντρων, δένδρων, δένδρων

GT GD C H L M O
treetops /ˈtriːtɒp/ = USER: treetops, κορυφές των δέντρων, κορυφές δέντρων, σε κορυφές δέντρων, για Treetops,

GT GD C H L M O
triumph /ˈtraɪ.əmf/ = NOUN: θρίαμβος; VERB: θριαμβεύω; USER: θρίαμβος, θρίαμβο, θριάμβου, θριαμβεύσει, νίκη

GT GD C H L M O
triumphant /traɪˈʌm.fənt/ = ADJECTIVE: θριαμβευτικός; USER: θριαμβευτικός, θριαμβευτική, θριαμβευτικό, θριαμβευτικά, θριαμβευτής

GT GD C H L M O
trod /trɒd/ = VERB: πατώ, τσαλαπατώ; USER: πάτησε, trod, βάδισε

GT GD C H L M O
troll /trəʊl/ = NOUN: γίγας, νάνος, τρωγλοδύτης; VERB: τραγουδώ με όρεξη, τραγουδώ εύθυμα, αγκιστρεύω; USER: γίγας, νάνος, αγκιστρεύω, τρωγλοδύτης, troll

GT GD C H L M O
troubled /ˈtrʌb.l̩d/ = VERB: ενοχλώ, ταράττω, στενοχωρώ; USER: ταραγμένη, ταραγμένα, ταραγμένο, προβληματικές, προβληματικό

GT GD C H L M O
true /truː/ = ADJECTIVE: αληθής, πιστός, ακριβής, βέρος; USER: αληθής, αλήθεια, πραγματική, ισχύει, αληθινή, αληθινή

GT GD C H L M O
trust /trʌst/ = NOUN: εμπιστοσύνη, καταπίστευμα, πίστη, παρακαταθήκη, τράστ, πίστωση, εμπορικός συνδυασμός; VERB: εμπιστεύομαι, έχω πίστη, έχω πεποίθηση; USER: εμπιστοσύνη, εμπιστεύονται, εμπιστευθείτε, εμπιστεύεστε, Αξιόπιστες

GT GD C H L M O
truth /truːθ/ = NOUN: αλήθεια; USER: αλήθεια, αλήθειας, την αλήθεια, πραγματικότητα, η αλήθεια

GT GD C H L M O
turned /tərn/ = VERB: γυρίζω, στρέφω, στρίβω, τορνεύω, τρέπομαι, τρέπω; USER: γύρισε, στράφηκε, μετατράπηκε, στράφηκαν, μετατραπεί, μετατραπεί

GT GD C H L M O
turning /ˈtɜː.nɪŋ/ = NOUN: στροφή; ADJECTIVE: περιστροφικός; USER: στροφή, καμπής, στρέφονται, μετατρέποντας, μετατροπή

GT GD C H L M O
turtle /ˈtɜː.tl̩/ = NOUN: χελώνα, χελώνη; USER: χελώνα, χελώνας, χελώνες, χελωνών, θαλάσσια χελώνα

GT GD C H L M O
twelfth /twelfθ/ = USER: twelfth-, twelfth; USER: δωδέκατος, Δωδέκατη, δωδέκατο, δωδέκατου, δωδέκατης

GT GD C H L M O
twice /twaɪs/ = ADVERB: δυο φορές; USER: δυο φορές, δύο φορές, δύο φορές την, διπλάσιο, φορές, φορές

GT GD C H L M O
two /tuː/ = USER: two-, two; USER: δυο, δύο, τα δύο, τα δύο

GT GD C H L M O
unchanging = USER: αμετάβλητη, αμετάβλητο, αναλλοίωτο, αμετάβλητος, αναλλοίωτη

GT GD C H L M O
underneath /ˌʌn.dəˈniːθ/ = PREPOSITION: κάτω από; ADVERB: υποκάτω; USER: κάτω από, κάτω, από κάτω, κάτω από το

GT GD C H L M O
unfurled /ˌənˈfərl/ = USER: ξεδίπλωσαν, ξεδιπλώνουν, ξεδιπλώσει, κυμάτιζαν, θα ξεδιπλώνεται,

GT GD C H L M O
until /ənˈtɪl/ = PREPOSITION: μέχρι, έως, ίσαμε; CONJUNCTION: ώσπου, ότου; USER: μέχρι, έως, έως ότου, μέχρι τις, μέχρι να, μέχρι να

GT GD C H L M O
unto /ˈʌn.tuː/ = PREPOSITION: προς, εις, μέχρι, για; USER: προς, εις, μέχρι, unto, σ

GT GD C H L M O
up /ʌp/ = PREPOSITION: επάνω, πάνω; ADVERB: άνω; ADJECTIVE: όρθιος; VERB: εγείρομαι, υψώνω; USER: επάνω, πάνω, άνω, μέχρι, έως, έως

GT GD C H L M O
upon /əˈpɒn/ = PREPOSITION: επάνω σε, εις; USER: επάνω σε, κατά, κατόπιν, κατά την, μετά

GT GD C H L M O
us /ʌs/ = PRONOUN: μας, εμάς; USER: μας, εμάς, μαζί μας, us, μας να, μας να

GT GD C H L M O
used /juːst/ = ADJECTIVE: χρησιμοποιημένος, μεταχειρισμένος; USER: χρησιμοποιείται, χρησιμοποιούνται, που χρησιμοποιείται, που χρησιμοποιούνται, χρησιμοποιηθεί

GT GD C H L M O
vale /veɪl/ = NOUN: κοιλάς; USER: χαίρε, υγίαινε, Vale, κοιλάδα, Βέιλ

GT GD C H L M O
ve /-v/ = USER: ve, κο, πάει εκεί, νβ, νβ

GT GD C H L M O
veiled /veɪld/ = ADJECTIVE: κεκαλυμμένος, προσχηματικός; USER: προσχηματικός, κεκαλυμμένος, πέπλο, καλυμμένη, καλυμμένο

GT GD C H L M O
verily /ˈver.ɪ.li/ = ADVERB: αληθώς; USER: αληθώς, Αληθώς ο, αμήν, Verily, αμην

GT GD C H L M O
very /ˈver.i/ = ADVERB: πολύ, ακριβώς, λίαν, ακόμη και; ADJECTIVE: αληθής, ατούσιος; USER: πολύ, ιδιαίτερα, είναι πολύ, ακριβώς, ακριβώς

GT GD C H L M O
view /vjuː/ = NOUN: θέα, άποψη, όψη, ιδέα, φρόνημα, θεωρία, σκοπός; VERB: βλέπω, θεωρώ; USER: θέα, άποψη, δείτε, προβάλετε, ΠΡΟΒΟΛΗ

GT GD C H L M O
vigil /ˈvɪdʒ.ɪl/ = NOUN: αγρυπνία, ολονυχτία; USER: αγρυπνία, Vigil, καντήλι, αγρυπνίας, αγρύπνιας

GT GD C H L M O
virgin /ˈvɜː.dʒɪn/ = NOUN: παρθένα; ADJECTIVE: παρθενικός; USER: παρθένα, Παρθένος, παρθένο, Virgin, παρθένου

GT GD C H L M O
visions /ˈvɪʒ.ən/ = NOUN: όραμα, όραση, οπτασία, ενόραση, φάσμα; VERB: οραματίζομαι; USER: οράματα, οραμάτων, οράματά, τα οράματα, διατάξεις

GT GD C H L M O
wait /weɪt/ = NOUN: αναμονή; VERB: περιμένω, αναμένω; USER: περιμένετε, περιμένω, περιμένουμε, περιμένει, wait, wait

GT GD C H L M O
waits /weɪt/ = USER: περιμένει, αναμένει, αναμονής, σας περιμένει, αναμονή

GT GD C H L M O
walk /wɔːk/ = VERB: περπατώ, βαδίζω, περιπατώ; NOUN: περίπατος, βόλτα, πεζοπορία, βάδισμα; USER: περπατώ, περίπατος, βόλτα, πόδια, τα πόδια, τα πόδια

GT GD C H L M O
wall /wɔːl/ = NOUN: τείχος, τοίχος; VERB: περιτειχίζω; USER: τοίχος, τείχος, τοίχο, τοίχωμα, τοιχώματος

GT GD C H L M O
warm /wɔːm/ = ADJECTIVE: ζεστός, θερμός, μετριώς θερμός; VERB: θερμαίνω; USER: ζεστός, θερμός, ζεστό, ζεστή, ζεστά

GT GD C H L M O
was /wɒz/ = USER: ήταν, είχε, έγινε, έγινε

GT GD C H L M O
watch /wɒtʃ/ = NOUN: ρολόι, επιτήρηση, αγρυπνία, φρουρός, φρουρά, ωρολόγιο φρούρησης; VERB: παρακολουθώ, προσέχω, φρουρώ, παρατηρώ καλώς, επιτηρώ, επαγρυπνώ; USER: ρολόι, παρακολουθώ, παρακολουθήσετε, παρακολουθήσουν, δείτε

GT GD C H L M O
watched /wɒtʃ/ = VERB: παρακολουθώ, προσέχω, φρουρώ, παρατηρώ καλώς, επιτηρώ, επαγρυπνώ; USER: παρακολούθησαν, παρακολουθούσε, παρακολουθούσαν, παρακολουθείται, παρακολουθήσει

GT GD C H L M O
watchmen /ˈwɒtʃmən/ = USER: φύλακες, Watchmen, φυλάξει, φυλάκων, οι φύλακες,

GT GD C H L M O
way /weɪ/ = NOUN: τρόπος, δρόμος, μέσο, διαδρομή, οδός, πέρασμα; USER: τρόπος, δρόμος, τρόπο, τρόπος για, τον τρόπο, τον τρόπο

GT GD C H L M O
we /wiː/ = PRONOUN: εμείς; USER: εμείς, θα, που, έχουμε, μπορούμε, μπορούμε

GT GD C H L M O
weak /wiːk/ = ADJECTIVE: αδύναμος, αδύνατος; USER: αδύναμος, αδύνατος, αδύναμη, αδύναμο, ασθενής

GT GD C H L M O
wealth /welθ/ = NOUN: πλούτος, περιουσία, πλούτη; USER: πλούτος, περιουσία, πλούτη, πλούτου, πλούτο

GT GD C H L M O
weary /ˈwɪə.ri/ = ADJECTIVE: κουρασμένος, ανιαρός, βεβαρυμένος; VERB: βαρύνομαι, κουράζω, στενοχωρώ, ανιώ; USER: κουρασμένος, κουρασμένο, κουρασμένοι, κουρασμένα, κουραστεί

GT GD C H L M O
weather /ˈweð.ər/ = NOUN: καιρός; VERB: αντιμετωπίζω, αερίζω, διέρχομαι; USER: καιρός, καιρού, καιρό, καιρικές συνθήκες, καιρικές

GT GD C H L M O
well /wel/ = ADVERB: καλά, καλώς; NOUN: πηγάδι, φρέαρ, πηγή; ADJECTIVE: υγιής; VERB: αναβλύζω; USER: καλά, καλώς, και, επίσης, καθώς, καθώς

GT GD C H L M O
went /went/ = VERB: πάω, πηγαίνω, υπάγω; USER: πήγε, πήγαν, προχώρησε, πήγα, έπεσε, έπεσε

GT GD C H L M O
were /wɜːr/ = USER: ήταν, είχαν, ήσαν, οι, οι

GT GD C H L M O
west /west/ = NOUN: δύση; ADJECTIVE: δυτικός; USER: δύση, δυτικά, δυτική, δυτικά της

GT GD C H L M O
westward /ˈwest.wəd/ = ADJECTIVE: δυτικός; USER: δυτικός, δυτικά, προς τα δυτικά, τα δυτικά, προς δυσμάς

GT GD C H L M O
what /wɒt/ = PRONOUN: τι, τις, ποιός, ποσόν; USER: τι, αυτό, αυτό που, ποια, ποια

GT GD C H L M O
when /wen/ = CONJUNCTION: όταν, άμα; ADVERB: πότε; USER: όταν, κατά, κατά την, πότε, πότε

GT GD C H L M O
where /weər/ = CONJUNCTION: όπου; ADVERB: που; USER: όπου, που, όταν, εφόσον, εφόσον

GT GD C H L M O
wherever /weəˈrev.ər/ = ADVERB: οπουδήποτε; USER: οπουδήποτε, όπου, όπου κι, όπου και, όπου και

GT GD C H L M O
which /wɪtʃ/ = PRONOUN: ο οποίος, ποιός; USER: ο οποίος, που, οποία, η οποία, οποίο, οποίο

GT GD C H L M O
while /waɪl/ = CONJUNCTION: ενώ, μολονότι, καθ' όν χρόνον; NOUN: λίγο καιρό, χρόνος, διάστημα χρονικό; VERB: περνώ; USER: ενώ, ενώ η, κατά, ενώ οι, ενώ οι

GT GD C H L M O
white /waɪt/ = NOUN: λευκό; ADJECTIVE: λευκός, άσπρος; USER: λευκό, λευκός, άσπρο, λευκή, λευκά, λευκά

GT GD C H L M O
who /huː/ = PRONOUN: ποιός; USER: που, ο οποίος, οι οποίοι, οποίος, ποιος, ποιος

GT GD C H L M O
whole /həʊl/ = NOUN: ολόκληρο, όλο; ADJECTIVE: ολόκληρος, όλος, ακέραιος, υγιής, άρτιος, ακομμάτιαστος; USER: ολόκληρο, όλο, ολόκληρος, όλος, σύνολο

GT GD C H L M O
whom /huːm/ = PRONOUN: ποιόν; USER: ποιόν, οποίους, οποίο, τους οποίους, οποία

GT GD C H L M O
whose /huːz/ = PRONOUN: τίνος, ποιανού, γενική του WHO, γενική του WHICH; USER: των οποίων, των οποίων οι, του οποίου, οποίων, οποίου

GT GD C H L M O
why /waɪ/ = ADVERB: γιατί; USER: γιατί, Γιατί να, λόγο, οποίους, τους οποίους, τους οποίους

GT GD C H L M O
wild /waɪld/ = ADJECTIVE: άγριος, ξέφρενος, έρημος; NOUN: έρημη γη; USER: άγριος, άγρια, άγριων, άγριας, αγρίων

GT GD C H L M O
will /wɪl/ = USER: will-, will, would, shall, βούληση, θέληση, διαθήκη; VERB: θέλω, διαθέτω, δίνω για διαθήκη; USER: θα, θα είναι, βούληση, θέληση, θέληση

GT GD C H L M O
wind /wɪnd/ = NOUN: άνεμος, αέρας, στροφή; VERB: ελίσσομαι, ανεμίζω, κουρδίζω, στρέφω, ελίσσω, περιτυλίσσω, περιτυλίσσομαι, χορδίζω; USER: άνεμος, αέρας, ανέμου, αιολική, άνεμο

GT GD C H L M O
wine /waɪn/ = NOUN: κρασί, οίνος; VERB: ευωχώ με οίνον, κερνώ κρασί; USER: κρασί, οίνος, οίνου, κρασιού, οίνο

GT GD C H L M O
wing /wɪŋ/ = NOUN: πτέρυγα, φτερό, πτέρυξ, φτερουύα, κέρατο; VERB: πτερώνω, κάνω πτερά, ίπταμαι, πετώ; USER: φτερό, πτέρυγα, πλευρά, πτέρυγας, πλάγια

GT GD C H L M O
wings /wɪŋ/ = NOUN: παρασκήνια; USER: παρασκήνια, φτερά, τα φτερά, πτέρυγες, φτερούγες

GT GD C H L M O
winter /ˈwɪn.tər/ = NOUN: χειμώνας, χειμών; VERB: παραχειμάζω, διαχειμάζω; USER: χειμώνας, χειμώνα, το χειμώνα, χειμερινή, χειμερινό

GT GD C H L M O
wise /waɪz/ = ADJECTIVE: σοφός, συνετός, φρόνιμος; NOUN: τρόπος, σώφρονας; USER: σοφός, σοφό, σοφή, συνετό, φρόνιμο

GT GD C H L M O
wish /wɪʃ/ = NOUN: επιθυμία, ευχή, ευχές; VERB: επιθυμώ, εύχομαι; USER: επιθυμία, επιθυμώ, εύχομαι, ευχή, επιθυμούν, επιθυμούν

GT GD C H L M O
with /wɪð/ = PREPOSITION: με, μαζί, μετά, συν; USER: με, με το, με την, με τις, με τα, με τα

GT GD C H L M O
within /wɪˈðɪn/ = PREPOSITION: εντός, μέσα; USER: μέσα, εντός, κατά, στο, σε

GT GD C H L M O
womb /wuːm/ = NOUN: μήτρα, κοιλιά; USER: μήτρα, μήτρας, μήτρα της, κοιλιά, στη μήτρα

GT GD C H L M O
won /wʌn/ = NOUN: γουόν; USER: γουόν, κέρδισε, κερδίσει, κέρδισαν, κέρδισε το, κέρδισε το

GT GD C H L M O
wonder /ˈwʌn.dər/ = VERB: αναρωτιέμαι, διερωτώμαι, απορώ, θαυμάζω, εκπλήττομαι; NOUN: θαύμα, έκπληξη, θαυμασμός; USER: αναρωτιέμαι, απορώ, διερωτώμαι, θαύμα, αναρωτιούνται

GT GD C H L M O
wondering /ˈwʌn.dər/ = VERB: αναρωτιέμαι, διερωτώμαι, απορώ, θαυμάζω, εκπλήττομαι; USER: αναρωτιούνται, αναρωτιέστε, αναρωτιέται, αναρωτιόμουν, αναρωτιέμαι

GT GD C H L M O
wonders /ˈwʌn.dər/ = NOUN: θαύμα, έκπληξη, θαυμασμός; VERB: αναρωτιέμαι, διερωτώμαι, απορώ, θαυμάζω, εκπλήττομαι; USER: θαύματα, αναρωτιέται, διερωτάται, θαύματα της, κάνει θαύματα

GT GD C H L M O
wondrous /ˈwʌn.drəs/ = ADJECTIVE: θαυμαστός, εκπληκτικός; USER: θαυμαστός, θαυμαστό, θαυμάσια, θαυμαστά, θαυμάσιο

GT GD C H L M O
wood /wʊd/ = NOUN: ξύλο, ξύλα, δάσος, άλσος; VERB: ξυλεύομαι; USER: ξύλο, ξύλα, ξύλου, ξυλείας, από ξύλο

GT GD C H L M O
word /wɜːd/ = NOUN: λέξη, λόγος, είδηση; VERB: διατυπώ, εκφράζω διά λέξεων; USER: λέξη, λέξης, λεκτικό, λόγο, κειμένου, κειμένου

GT GD C H L M O
words /wɜːd/ = NOUN: λόγια; USER: λόγια, λέξεις, λέξεων, δηλαδή, φράση, φράση

GT GD C H L M O
world /wɜːld/ = NOUN: κόσμος, υφήλιος, σύμπαν; USER: κόσμος, κόσμο, κόσμου, παγκοσμίως, παγκόσμια, παγκόσμια

GT GD C H L M O
worship /ˈwɜː.ʃɪp/ = NOUN: λατρεία, προσκύνημα; VERB: λατρεύω, προσκυνώ; USER: λατρεία, λατρεύουν, προσκυνήσουν, λατρεύουμε, λατρείας

GT GD C H L M O
would /wʊd/ = USER: would-, will, would, shall; USER: θα, θα ήταν, κάνατε, θα μπορούσε, θα μπορούσε

GT GD C H L M O
wrapped /ræpt/ = VERB: συσκευάζω, τυλίσσω, περιτυλίσσω; USER: τυλιγμένο, τυλιγμένα, τυλιγμένη, τυλίγεται, συσκευασία

GT GD C H L M O
write /raɪt/ = VERB: γράφω, συνθέτω, συγγράφω; USER: γράφω, γράφετε, γράφετε e, γράψετε, γράψει, γράψει

GT GD C H L M O
ye /jiː/ = PRONOUN: εσείς, υμείς, σείς; USER: υμείς, εσείς, Ye, θελετε, σεις

GT GD C H L M O
yeah /jeə/ = USER: ναι, yeah

GT GD C H L M O
year /jɪər/ = NOUN: έτος, χρόνος; USER: έτος, έτους, χρόνο, το έτος, περίοδο, περίοδο

GT GD C H L M O
yearning /ˈjɜː.nɪŋ/ = NOUN: λαχτάρα, επιθυμία, πόθος; ADJECTIVE: αυτός που επιθυμεί; USER: λαχτάρα, πόθος, επιθυμία, μεράκι, πόθο

GT GD C H L M O
years /jɪər/ = NOUN: έτος, χρόνος; USER: χρόνια, έτη, ετών, χρονών, χρονών

GT GD C H L M O
yet /jet/ = ADVERB: ακόμη, όμως, εν τούτοις; USER: ακόμη, όμως, ακόμα, αλλά, υπάρχουν ακόμη, υπάρχουν ακόμη

GT GD C H L M O
yon /yän/ = ADVERB: εκεί πέρα; ADJECTIVE: εκείνος; USER: εκεί πέρα, εκείνος, Yon, υών, Υοη,

GT GD C H L M O
yonder /ˈjɒn.dər/ = ADVERB: εκεί πέρα; ADJECTIVE: εκείνος; USER: εκείνος, εκεί πέρα, Yonder, μακρινό, στο μακρινό

GT GD C H L M O
you /juː/ = PRONOUN: εσείς, εσύ, σείς, σύ; USER: εσείς, εσύ, σας, μπορείτε, που, που

GT GD C H L M O
your /jɔːr/ = PRONOUN: váš, svůj, tvůj; USER: σας, σου, σας για, το, το

GT GD C H L M O
yourselves /jərˈself/ = PRONOUN: σείς οι ίδιοι; USER: τον εαυτό σας, εαυτό σας, εσείς, ίδιοι, εαυτούς

GT GD C H L M O
yule /juːl/ = NOUN: Χριστούγεννα; USER: Χριστούγεννα, Yule, Yule που

GT GD C H L M O
yuletide /ˈjuːltʌɪd/ = USER: μέρες των Χριστούγεννων, Yuletide, χριστουγεννιάτικους,

1025 words