Greek Vocabulary
Click on letter: GT-Google Translate; GD-Google Define; H-Collins; L-Longman; M-Macmillan; O-Oxford; © or C-Cambridge
GT
GD
C
H
L
M
O
a
GT
GD
C
H
L
M
O
abide
/əˈbaɪd/ = VERB: συμμορφώνομαι, μένω, εμμένω, διαμένω, κατοικώ, υπακούω, υποτάσσομαι, παραμένω πιστός, περιμένω, αναμένω, αντέχω, αντιμετωπίζω ευθάρσως;
USER: τηρούν, τηρήσουν, συμμορφώνονται, τηρήσει, να τηρούν
GT
GD
C
H
L
M
O
about
/əˈbaʊt/ = ADVERB: περίπου, γύρω, κοντά, κατά προσέγγιση, ολόγυρα, παντού, πλησίον;
PREPOSITION: για, σχετικά με, περί, γύρω από, επάνω;
USER: περίπου, για, σχετικά με, σχετικά, για το
GT
GD
C
H
L
M
O
above
/əˈbʌv/ = PREPOSITION: πάνω από;
ADVERB: άνω, άνωθεν, υπεράνω, από πάνω, ως άνωθεν, εκεί πάνω, ανώτερος σε βαθμό;
USER: πάνω από, άνω, ανωτέρω, παραπάνω, πάνω
GT
GD
C
H
L
M
O
accord
/əˈkɔːd/ = NOUN: συμφωνία, προαίρεση;
VERB: συμφωνώ, χορηγώ, παρέχω;
USER: συμφωνία, σύμφωνα, συμφωνίας, σύμφωνο, συμφώνου
GT
GD
C
H
L
M
O
achoo
GT
GD
C
H
L
M
O
acquaintance
/əˈkweɪn.təns/ = NOUN: γνωριμία;
ADJECTIVE: γνώριμος;
USER: γνωριμία, γνωστό, γνωριμίας, γνωστός, εξοικείωση
GT
GD
C
H
L
M
O
adore
/əˈdɔːr/ = VERB: λατρεύω;
USER: λατρεύω, λατρεύουν, adore, λατρέψετε, αγαπούν
GT
GD
C
H
L
M
O
adored
/əˈdɔːr/ = VERB: λατρεύω;
USER: λάτρευε, λάτρεψαν, λάτρευαν, λατρεύτηκε, λάτρευε τα
GT
GD
C
H
L
M
O
afar
/əˈfɑːr/ = ADVERB: μακρυά, σε απόσταση;
USER: μακρυά, μακριά, μακριά για
GT
GD
C
H
L
M
O
afforded
/əˈfɔːd/ = VERB: διαθέτω, παρέχω, έχω τα μέσα;
USER: παρέχεται, έδωσε, που παρέχεται, απέδωσε, παρέχει
GT
GD
C
H
L
M
O
affright
/əˈfrīt/ = NOUN: φόβος;
VERB: φοβίζω;
USER: φοβίζω, φόβος, τρομοκρατώ
GT
GD
C
H
L
M
O
again
/əˈɡenst/ = ADVERB: πάλι, ξανά, εκ νέου;
USER: πάλι, ξανά, εκ νέου, και πάλι, φορά, φορά
GT
GD
C
H
L
M
O
against
/əˈɡenst/ = ADVERB: κατά, έναντι, κόντρα, εναντία;
USER: κατά, έναντι, κατά της, εναντίον, ενάντια, ενάντια
GT
GD
C
H
L
M
O
aglow
/əˈɡləʊ/ = ADJECTIVE: λάμπων, φλογερός, φωτοβόλος;
USER: φλογερός, φωτοβόλος, φλεγόμενα, aglow, λάμπει
GT
GD
C
H
L
M
O
ago
/əˈɡəʊ/ = ADVERB: πριν, προ, πρότερον;
USER: πριν, πριν από, ago, προ, προ
GT
GD
C
H
L
M
O
all
/ɔːl/ = ADJECTIVE: όλα, όλες, όλοι, όλη, όλο, όλος, πας, απάντες;
NOUN: το όλο;
ADVERB: όλως;
USER: όλα, όλες, όλοι, όλη, όλο, όλο
GT
GD
C
H
L
M
O
alleluia
/ˌhaləˈlo͞oyə/ = USER: αλληλούια, Αλληλούϊα,
GT
GD
C
H
L
M
O
along
/əˈlɒŋ/ = ADVERB: κατά μήκος, εμπρός;
USER: κατά μήκος, μαζί, μήκος, καθώς, καθώς
GT
GD
C
H
L
M
O
also
/ˈɔːl.səʊ/ = ADVERB: επίσης, επί πλέον;
USER: επίσης, και, επίσης να, επίσης να
GT
GD
C
H
L
M
O
am
/æm/ = USER: am, π.μ., πμ, είμαι, π., π.
GT
GD
C
H
L
M
O
ancient
/ˈeɪn.ʃənt/ = ADJECTIVE: αρχαίος, παλαιός;
USER: αρχαίος, αρχαία, αρχαίας, αρχαίο, αρχαίων
GT
GD
C
H
L
M
O
and
/ænd/ = CONJUNCTION: και;
USER: και, και την, και να, και της, και των, και των
GT
GD
C
H
L
M
O
angel
/ˈeɪn.dʒəl/ = NOUN: άγγελος;
USER: άγγελος, αγγέλου, άγγελο, angel, Ο Angel
GT
GD
C
H
L
M
O
angelic
/ænˈdʒel.ɪk/ = ADJECTIVE: αγγελικός;
USER: αγγελικός, Αγγελικό, αγγελική, αγγελικά, αγγελικές
GT
GD
C
H
L
M
O
angels
/ˈeɪn.dʒəl/ = NOUN: άγγελος;
USER: άγγελοι, αγγέλους, αγγέλων, angels, οι άγγελοι
GT
GD
C
H
L
M
O
anthems
/ˈanθəm/ = NOUN: ύμνος;
USER: ύμνοι, ύμνους, ύμνων, οι ύμνοι, ύμνο,
GT
GD
C
H
L
M
O
any
/ˈen.i/ = PRONOUN: κάθε, καθόλου, όποιος, πας;
USER: κάθε, οποιαδήποτε, οποιοδήποτε, τυχόν, οποιασδήποτε, οποιασδήποτε
GT
GD
C
H
L
M
O
anybody
/ˈen.iˌbɒd.i/ = PRONOUN: οποιοσδήποτε, οιοσδήποτε;
USER: οποιοσδήποτε, κανέναν, κανείς, κάποιος, οποιονδήποτε
GT
GD
C
H
L
M
O
apparel
/əˈpær.əl/ = NOUN: ενδύματα, ιματισμός, αμφίεση;
VERB: ντύνω;
USER: ενδύματα, ένδυσης, ενδυμάτων, ειδών ένδυσης
GT
GD
C
H
L
M
O
appearing
/əˈpɪər/ = VERB: εμφανίζομαι, φαίνομαι;
USER: εμφανίζεται, εμφανίζονται, εμφάνιση, που εμφανίζεται, που εμφανίζονται
GT
GD
C
H
L
M
O
are
/ɑːr/ = NOUN: εκτάριο;
VERB: ενικό και πλυθιντικό του είναι;
USER: είναι, Δεν, έχουν, τα, οι, οι
GT
GD
C
H
L
M
O
arise
/əˈraɪz/ = VERB: σηκώνομαι, εγείρομαι;
USER: προκύψουν, προκύπτουν, να προκύψουν, ανακύπτουν, προκύψει
GT
GD
C
H
L
M
O
around
/əˈraʊnd/ = ADVERB: γύρω, τριγύρω;
USER: γύρω, γύρω από, περίπου, όλο, σε όλο, σε όλο
GT
GD
C
H
L
M
O
as
/əz/ = CONJUNCTION: ως, καθώς, επειδή;
USER: ως, καθώς, όπως, και, και
GT
GD
C
H
L
M
O
ask
/ɑːsk/ = VERB: παρακαλώ, ζητώ, ερωτώ;
USER: ζητώ, παρακαλώ, ζητήσει, ρωτήσω, ζητήσει από, ζητήσει από
GT
GD
C
H
L
M
O
asked
/ɑːsk/ = ADJECTIVE: ερωτηθείς;
USER: ρώτησε, ζήτησε, Έγινε, ζητηθεί, ζήτησε από
GT
GD
C
H
L
M
O
asleep
/əˈsliːp/ = ADJECTIVE: κοιμισμένος, κοιμωμένος;
USER: κοιμισμένος, κοιμάται, ύπνο, κοιμισμένοι, ύπνου
GT
GD
C
H
L
M
O
astray
/əˈstreɪ/ = ADJECTIVE: παραστρατημένος, έξω της οδού, περιπλανώμενος;
USER: παραστρατημένος, λάθος δρόμο, παραπλανάται, παραστρατημένους, εσφαλμένα συμπεράσματα
GT
GD
C
H
L
M
O
at
/ət/ = PREPOSITION: στο, κατά, στη, στον, εις, εν;
NOUN: παπάκι;
USER: στο, κατά, στη, στον, σε, σε
GT
GD
C
H
L
M
O
attend
/əˈtend/ = VERB: φοιτώ, παραβρίσκομαι, προσέχω, ακολουθώ, υπηρετώ, διακούω;
USER: παραστούν, παρίστανται, παρακολουθούν, παρακολουθήσουν, παραστεί
GT
GD
C
H
L
M
O
auld
/ôld/ = USER: Auld, το Auld, Ο Auld,
GT
GD
C
H
L
M
O
awake
/əˈweɪk/ = ADJECTIVE: άγρυπνος, άυπνος, έξυπνος;
VERB: ξυπνώ, αφυπνίζω, αφυπνίζομαι;
USER: άγρυπνος, ξύπνιοι, ξύπνιος, ξύπνια, ξύπνιο
GT
GD
C
H
L
M
O
awakes
/əˈwāk/ = VERB: αφυπνίζω, αφυπνίζομαι, ξυπνώ;
USER: ξυπνά, ξυπνάει, αφυπνίζει, awakes, αφυπνίζεται,
GT
GD
C
H
L
M
O
away
/əˈweɪ/ = ADVERB: μακριά;
NOUN: απών;
USER: μακριά, φιλοξενούμενη, πόδια, σέντρα, περάσει, περάσει
GT
GD
C
H
L
M
O
aye
/aɪ/ = ADVERB: πάντοτε;
USER: άι, aye, Μάλιστα
GT
GD
C
H
L
M
O
babe
/beɪb/ = NOUN: μωρό, βρέφος;
USER: μωρό, βρέφος, μωρό μου, babe που
GT
GD
C
H
L
M
O
babel
/ˈbeɪ.bəl/ = NOUN: Βαβυλωνία;
USER: babel, Βαβέλ, διασκορπούνταν
GT
GD
C
H
L
M
O
babies
/ˈbeɪ.bi/ = NOUN: μωρό, βρέφος, νήπιο;
USER: μωρά, τα μωρά, βρέφη, μωρά που, μωρών
GT
GD
C
H
L
M
O
baby
/ˈbeɪ.bi/ = NOUN: μωρό, βρέφος, νήπιο;
USER: μωρό, βρέφος, μωρού, το μωρό, μωρών
GT
GD
C
H
L
M
O
back
/bæk/ = ADVERB: πίσω, οπίσω, όπισθεν;
NOUN: πλάτη, βάθος, νώτα, κώλος;
VERB: υποστηρίζω, οπισθοχωρώ;
USER: πίσω, πλάτη, back, πίσω μέρος, επιστροφή, επιστροφή
GT
GD
C
H
L
M
O
bad
/bæd/ = ADJECTIVE: κακός;
USER: κακός, κακή, κακό, κακές, άσχημα
GT
GD
C
H
L
M
O
bank
/bæŋk/ = NOUN: τράπεζα, όχθη;
ADJECTIVE: τραπεζικός;
VERB: αναχώνω;
USER: τράπεζα, όχθη, τράπεζας, τραπεζικών, τραπεζικό
GT
GD
C
H
L
M
O
bark
/bɑːk/ = NOUN: φλοιός, γάβγισμα, πλοίο με τρείς ιστούς;
VERB: γαβγίζω, βρίζω άσχημα;
USER: φλοιός, φλοιό, φλοιού, φλοιών, φλοιούς
GT
GD
C
H
L
M
O
base
/beɪs/ = NOUN: βάση, θεμέλιο, χαμερπής, πέδιλο σιδηροτροχίας, βάση δύναμης αριθμού;
VERB: βασίζω, στηρίζω, εδράζω, τοποθετώ σε βάση;
USER: βάση, βάσης, βάσεως, βασικό, βασική
GT
GD
C
H
L
M
O
be
/biː/ = USER: be-, be, είναι, υπάρχω, γίνομαι;
USER: είναι, να, να είναι, ήταν, θα, θα
GT
GD
C
H
L
M
O
beams
/bēm/ = NOUN: δέσμη, ακτίνα, δοκός, δέσμη ακτίνων, ζυγό, δέσμη ηλεκτρική, δένδρο, πλάτος πλοίου;
VERB: ακτινοβολώ;
USER: δοκών, δοκούς, δοκοί, ακτίνες, δοκάρια
GT
GD
C
H
L
M
O
bear
/beər/ = NOUN: αρκούδα, άρκτος;
VERB: αντέχω, φέρω, ανέχομαι, υποφέρω, υποβαστάζω, κρατώ, κατέχω αξίωμα, αποκομίζω, υφίσταμαι, πιέζω, κατευθύνομαι;
USER: φέρουν, φέρει, να φέρουν, να φέρει, έχουμε
GT
GD
C
H
L
M
O
beard
/bɪəd/ = NOUN: γενειάδα, γένι;
VERB: αψηφώ;
USER: γενειάδα, γένια, μούσι, γενειάδας, γενειάδων
GT
GD
C
H
L
M
O
bearing
/ˈbeə.rɪŋ/ = NOUN: ρουλεμάν, έδρανο, σχέση, συμπεριφορά, στήριγμα, καρποφορία, ανοχή, συνέπεια, υπομονή, παράστημα, τριβέας, έμβλημα, υποστήριγμα άξονος, τεκνοποιία, κορμοστασία;
USER: ρουλεμάν, έδρανο, που φέρουν, φέρουν, φέρει
GT
GD
C
H
L
M
O
bears
/beər/ = NOUN: αρκούδα, άρκτος;
USER: αρκούδες, αρκούδων, φέρει, αρκούδας, αρκούδα
GT
GD
C
H
L
M
O
beautifully
/ˈbjuː.tɪ.fəl/ = USER: όμορφα, υπέροχα, όμορφη, το όμορφα, όμορφο
GT
GD
C
H
L
M
O
beauty
/ˈbjuː.ti/ = NOUN: ομορφιά, καλλονή;
USER: ομορφιά, ομορφιάς, την ομορφιά, ομορφιάς &, χρόνοσ
GT
GD
C
H
L
M
O
bed
/bed/ = NOUN: κρεβάτι, κλίνη, κρεββάτι, κοίτη, βυθός, υπόστρωση, κοίτασμα, περιχαλίκωση, βάση, σεξουαλική επαφή;
USER: κρεβάτι, κλίνη, Δωμάτιο με, Bed, κρεβατιού
GT
GD
C
H
L
M
O
been
/biːn/ = USER: ήταν, έχουν, έχει, υπήρξε, πάει, πάει
GT
GD
C
H
L
M
O
before
/bɪˈfɔːr/ = CONJUNCTION: προτού, πριν να, προτιμότερο του να;
ADVERB: μπροστά, ενώπιο;
PREPOSITION: μπροστά;
USER: προτού, πριν να, μπροστά, πριν, πριν από, πριν από
GT
GD
C
H
L
M
O
began
/bɪˈɡæn/ = VERB: αρχίζω;
USER: άρχισε, ξεκίνησε, άρχισαν, άρχισε να, ξεκίνησαν
GT
GD
C
H
L
M
O
begin
/bɪˈɡɪn/ = VERB: αρχίζω;
USER: αρχίζουν, αρχίσει, ξεκινήσει, να αρχίσει, αρχίσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
beginning
/bɪˈɡɪn.ɪŋ/ = NOUN: αρχή;
USER: αρχή, αρχίζουν, ξεκινούν, αρχίζει, έναρξη, έναρξη
GT
GD
C
H
L
M
O
behold
/bɪˈhəʊld/ = VERB: βλέπω, παρατηρώ;
USER: βλέπω, παρατηρώ, behold, ιδού, βλέπεις
GT
GD
C
H
L
M
O
bells
/bel/ = NOUN: κουδούνι, καμπάνα, καμπανάκι, κωδωνοστοιχία;
VERB: βρυχάζω;
USER: καμπάνες, κουδούνια, bells, κουδουνιών, κώδωνα
GT
GD
C
H
L
M
O
below
/bɪˈləʊ/ = PREPOSITION: κάτω;
ADVERB: παρακάτω, κάτω, κάτωθι, κάτωθεν, από κάτω;
USER: κάτω, παρακάτω, κάτω από, κατωτέρω, πιο κάτω, πιο κάτω
GT
GD
C
H
L
M
O
bend
/bend/ = NOUN: στροφή, κλίση, κύρτωση, κάμπη, δέσιμο, κόμπος;
VERB: κάμπτω, τρέπω;
USER: στροφή, κλίση, λυγίσει, λυγίζετε, λυγίστε
GT
GD
C
H
L
M
O
bending
/bend/ = NOUN: κάμψη;
USER: κάμψη, κάμψης, κάμψεως, λύγισμα, την κάμψη
GT
GD
C
H
L
M
O
beneath
/bɪˈniːθ/ = ADVERB: κάτω από, χαμηλά, υποκάτω;
USER: κάτω από, κάτω, από κάτω, κάτωθεν
GT
GD
C
H
L
M
O
berry
/ˈber.i/ = NOUN: μούρο, ρώγα;
VERB: μαζεύω μούρα;
USER: μούρο, Berry, μούρων, Μπέρι, μούρα
GT
GD
C
H
L
M
O
beside
/bɪˈsaɪd/ = ADVERB: δίπλα, πλησίον, παραπλευρώς;
PREPOSITION: εκτός;
USER: δίπλα, εκτός, δίπλα από, δίπλα σε, δίπλα στο
GT
GD
C
H
L
M
O
best
/best/ = ADJECTIVE: καλύτερος, κάλλιστα, άριστος, κάλλιστος;
VERB: υπερτερώ, νικώ;
USER: καλύτερος, καλύτερο, καλύτερα, καλύτερες, καλύτερη, καλύτερη
GT
GD
C
H
L
M
O
better
/ˈbet.ər/ = ADVERB: καλύτερα, προτιμότερο;
ADJECTIVE: καλύτερος, μεγαλύτερος, καταλληλότερος;
VERB: καλυτερεύω, βελτιώνω;
NOUN: αυτός που στοιχηματίζει;
USER: καλύτερα, καλύτερος, καλύτερη, καλύτερο, καλύτερες
GT
GD
C
H
L
M
O
beyond
/biˈjɒnd/ = PREPOSITION: πέρα;
ADVERB: πέραν, πέρα, υπεράνω, αργότερα;
NOUN: υπερπέραν;
USER: πέρα, πέραν, πέρα από, μετά, εκτός
GT
GD
C
H
L
M
O
birds
/bɜːd/ = NOUN: πουλί, πτηνό;
USER: πουλιά, πτηνών, πτηνά, τα πουλιά, πουλιών
GT
GD
C
H
L
M
O
birth
/bɜːθ/ = NOUN: γέννηση, γέννα, τοκετός;
USER: γέννηση, γέννα, γέννησης, γεννήσεως, τη γέννηση
GT
GD
C
H
L
M
O
bitter
/ˈbɪt.ər/ = ADJECTIVE: πικρός, παγερός;
USER: πικρός, πικρή, πικρό, πικρά, πικρές
GT
GD
C
H
L
M
O
bitty
/ˈbitē/ = USER: bitty, πολυδιασπασμένο, μπιμπικιαστικό, πολυδιασπασμένα"
GT
GD
C
H
L
M
O
black
/blæk/ = NOUN: μαύρος, αράπης, Νέγρος;
ADJECTIVE: μαύρος, σκοτεινός, μαυρισμένος, άσχημος, άγριος, δυσοίωνος;
VERB: μουτζουρώνω, αμαυρώνω, δυσφημώ;
USER: μαύρος, μαύρο, μαύρη, μαύρα, μαύρες
GT
GD
C
H
L
M
O
blazing
/ˈbleɪ.zɪŋ/ = VERB: φλέγομαι, λαμποκοπώ, διακηρύσσω, σημειώνω, χαράζω σε δέντρο;
USER: απίστευτα, καμμένος, προτεταμένα, λάμπει, ταχύτατοι
GT
GD
C
H
L
M
O
bleeding
/ˈbliː.dɪŋ/ = NOUN: αιμορραγία, αφαίμαξη, μάτωμα;
ADJECTIVE: ματωμένος, θλιμμένος;
USER: αιμορραγία, αφαίμαξη, αιμορραγίας, αιμορραγικών, η αιμορραγία
GT
GD
C
H
L
M
O
bless
/bles/ = VERB: ευλογώ, ευγνωμονώ, λατρεύω;
USER: ευλογώ, ευλογεί, ευλογήσει, να ευλογεί, ευλογούν
GT
GD
C
H
L
M
O
blessed
/ˈbles.ɪd/ = ADJECTIVE: ευλογημένος, άγιος, καταραμένος;
USER: ευλογημένος, ευλογημένη, ευλογημένο, ευλόγησε, ευλογημένοι
GT
GD
C
H
L
M
O
blessing
/ˈbles.ɪŋ/ = NOUN: ευλογία, θεία χάρις;
USER: ευλογία, ευλογίας, την ευλογία, ευλογίες, ευχή
GT
GD
C
H
L
M
O
blessings
/ˈbles.ɪŋ/ = NOUN: ευλογία, θεία χάρις;
USER: ευλογίες, τις ευλογίες, ευλογία, ευλογίες του, ευχές
GT
GD
C
H
L
M
O
blood
/blʌd/ = NOUN: αίμα, αιματοχυσία, συγγένεια, φόνος;
USER: αίμα, αίματος, του αίματος, στο αίμα, αρτηριακή
GT
GD
C
H
L
M
O
blossom
/ˈblɒs.əm/ = NOUN: άνθος, ανθοφοριά;
VERB: ανθίζω;
USER: άνθος, ανθίσει, άνθη, άνθιση, ανθών
GT
GD
C
H
L
M
O
blows
/bləʊ/ = NOUN: πλήγμα, φύσημα, κτύπημα, γροθιά, προσβολή, ισχυρός άνεμος;
VERB: φυσώ, ανατινάσσω, λαχανιάζω, σφυρίζω, αποκαλύπτω, ανθίζω;
USER: χτυπήματα, φυσά, φυσάει, σημειώνει, πλήγματα
GT
GD
C
H
L
M
O
bob
/bɒb/ = NOUN: βαρίδι, βολίδα;
VERB: ανεβοκατεβαίνω, σείομαι, κόβω κοντά;
USER: βαρίδι, bob, Μπομπ, ο Bob, τον Bob
GT
GD
C
H
L
M
O
boldly
/bəʊld/ = ADVERB: τολμηρά;
USER: τολμηρά, τόλμη, με τόλμη, θαρραλέα, θάρρος
GT
GD
C
H
L
M
O
boots
/bo͞ot/ = NOUN: μπότα, παπούτσι, υπόδημα;
VERB: κλωτσώ;
USER: μπότες, μποτών, boots, υποδήματα
GT
GD
C
H
L
M
O
bore
/bɔːr/ = NOUN: οπή, διάτρημα;
VERB: τρυπώ με τρυπάνι, βαριέμαι, τρυπώ, προξενώ ανία;
USER: οπή, έφερε, επιβαρύνθηκαν, επιβαρύνθηκαν με, οπής
GT
GD
C
H
L
M
O
born
/bɔːn/ = ADJECTIVE: γεννημένος;
VERB: γεννώ;
USER: γεννημένος, γεννήθηκε, γεννηθεί, γεννήθηκαν, γεννιούνται
GT
GD
C
H
L
M
O
both
/bəʊθ/ = PRONOUN: και οι δύο, αμφοτέροι;
USER: και οι δύο, τόσο, δύο, και, οι δύο
GT
GD
C
H
L
M
O
boughs
/baʊ/ = NOUN: κλάδος, κλώνος δένδρου;
USER: κλαδιά, boughs, μεγάλοι κλώνοι, κλωνάρια, τα κλαδιά
GT
GD
C
H
L
M
O
bought
/bɔːt/ = ADJECTIVE: αγορασμένος;
USER: αγόρασε, αγόρασαν, αγοραστεί, αγοράζονται, αγοράσει, αγοράσει
GT
GD
C
H
L
M
O
boys
/bɔɪ/ = NOUN: αγόρι, παιδί;
USER: αγόρια, τα αγόρια, boys, αγοριών, παιδιά
GT
GD
C
H
L
M
O
breathes
/briːð/ = VERB: αναπνέω;
USER: αναπνέει, αποπνέει, εισπνέει, εμφυσά, αναπνέουν
GT
GD
C
H
L
M
O
breaths
/breθ/ = NOUN: αναπνοή, πνοή;
USER: αναπνοές, ανάσες, αναπνοών, εισπνοές, αναπνοή
GT
GD
C
H
L
M
O
bright
/braɪt/ = ADJECTIVE: λαμπερός, λαμπρός, ευφυής;
USER: ευφυής, φωτεινό, φωτεινά, φωτεινή, λαμπρό
GT
GD
C
H
L
M
O
brightly
/braɪt/ = ADVERB: ζωηρά;
USER: ζωηρά, φωτεινά, έντονα, λαμπρά, όμορφα
GT
GD
C
H
L
M
O
bring
/brɪŋ/ = VERB: φέρω, φέρνω;
USER: φέρω, φέρει, να, θέτουν, να φέρει
GT
GD
C
H
L
M
O
brings
/brɪŋ/ = VERB: φέρω, φέρνω;
USER: φέρνει, φέρνει την, προσφέρει, φέρει, επιφέρει
GT
GD
C
H
L
M
O
british
/ˈbrɪt.ɪʃ/ = NOUN: Βρετανοί, Βρετανός;
ADJECTIVE: βρεταννικός;
USER: Βρετανοί, Βρετανός, Βρετανική, british, βρετανικό
GT
GD
C
H
L
M
O
brother
/ˈbrʌð.ər/ = NOUN: αδελφός, αδερφός;
USER: αδελφός, αδερφός, αδελφό, τον αδελφό, ο αδελφός
GT
GD
C
H
L
M
O
brought
/brɔːt/ = VERB: φέρω, φέρνω;
USER: έφερε, έφεραν, άσκησε, ασκήθηκε, φέρει, φέρει
GT
GD
C
H
L
M
O
but
/bʌt/ = CONJUNCTION: αλλά, πλην, μόλις;
PREPOSITION: εκτός;
USER: αλλά, όμως, αλλά και, αλλά η, αλλά η
GT
GD
C
H
L
M
O
by
/baɪ/ = PREPOSITION: με, υπό;
ADVERB: δίπλα, πλησίον;
USER: με, από, κατά, από την, από τον, από τον
GT
GD
C
H
L
M
O
call
/kɔːl/ = NOUN: κλήση, πρόσκληση, ζήτηση, επίσκεψη, φωνή, κραυγή, αιτία, συνδιάλεξη;
VERB: αποκαλώ, καλώ, ονομάζω, φωνάζω, τηλεφωνώ, επισκέπτομαι;
USER: κλήση, πρόσκληση, καλώ, αποκαλώ, call
GT
GD
C
H
L
M
O
calling
/ˈkɔː.lɪŋ/ = NOUN: κλήση, επάγγελμα;
USER: κλήση, καλώντας, καλεί, ζητώντας, ζητούν
GT
GD
C
H
L
M
O
calm
/kɑːm/ = NOUN: ηρεμία, γαλήνη;
ADJECTIVE: ήρεμος, ήσυχος, γαλήνιος;
VERB: ηρεμώ, ησυχάζω, γαληνεύω;
USER: ηρεμία, ηρεμήσει, ηρεμήσουν, ηρεμούν, ηρεμεί
GT
GD
C
H
L
M
O
came
/keɪm/ = USER: ήρθε, ήρθαν, προήλθε, κατέληξε, τέθηκε
GT
GD
C
H
L
M
O
can
/kæn/ = VERB: μπορώ, δύναμαι, κονσερβοποιώ;
NOUN: κουτί, κονσέρβα, μεταλλικό δοχείο, κονσερβοκούτι, μπιτόνι, τενεκές;
USER: μπορώ, μπορεί, να, μπορεί να, μπορούν
GT
GD
C
H
L
M
O
candles
/ˈkæn.dl̩/ = NOUN: κερί, λαμπάδα;
USER: κεριά, τα κεριά, κεριών, λαμπάδες, κερί
GT
GD
C
H
L
M
O
candy
/ˈkæn.di/ = NOUN: καραμέλα, ζαχαρωτό, γλύκισμα, κουφέτο, γλύκα;
VERB: ζαχαρώνω;
USER: καραμέλα, candy, καραμελών, γλυκά, καραμέλας
GT
GD
C
H
L
M
O
canes
/keɪn/ = NOUN: πεδίο βολής;
USER: καλάμια, μπαστούνια, Canes, καλάμους, βέργες
GT
GD
C
H
L
M
O
card
/kɑːd/ = NOUN: κάρτα, καρτέλα, καρτέλλα, τραπουλόχαρτο, δελτάριο, παιγνιόχαρτο;
VERB: λαναρίζω, λαναρίζω μαλλιά, ξαίνω;
USER: κάρτα, κάρτας, καρτών, κάρτες, της κάρτας
GT
GD
C
H
L
M
O
care
/keər/ = NOUN: φροντίδα, περίθαλψη, προσοχή, έγνοια, σκοτούρα;
VERB: φροντίζω, νοιάζομαι;
USER: φροντίδα, περίθαλψη, νοιάζονται, νοιάζει, φροντίσει
GT
GD
C
H
L
M
O
cares
/keər/ = NOUN: φροντίδα, περίθαλψη, προσοχή, έγνοια, σκοτούρα;
VERB: φροντίζω, νοιάζομαι;
USER: νοιάζεται, φροντίζει, ενδιαφέρεται, μεριμνά, περιποιείται
GT
GD
C
H
L
M
O
carol
/ˈkær.əl/ = NOUN: κάλαντα, άσμα χαράς, ύμνος χαράς;
VERB: τραγουδώ χαρούμενα;
USER: κάλαντα, Carol, Κάρολ, καλαντιστές, τραγουδώ χαρούμενα
GT
GD
C
H
L
M
O
case
/keɪs/ = NOUN: περίπτωση, υπόθεση, θήκη, κιβώτιο, κατάσταση, ζήτημα, πτώση, ιστορικό, πτώση γραμματικής;
VERB: θέτω σε θήκη, θέτω σε κιβώτιο;
USER: περίπτωση, υπόθεση, θήκη, προκειμένω, την περίπτωση
GT
GD
C
H
L
M
O
cast
/kɑːst/ = NOUN: καλούπι, εκμαγείο, βλήμα, ιδιάζο χαρακτηριστικό, μήτρα, πρόσωπα δράματος, διανομή ρόλων;
VERB: πετώ, απορρίπτω, ρίπτω, χύνω μέταλλο;
USER: ρίχνει, χυτό, ρίξει, πετάχτηκε, θέσει
GT
GD
C
H
L
M
O
cattle
/ˈkæt.l̩/ = NOUN: βοοειδή, βόδια, κτήνη, ζωντανά;
USER: βοοειδή, βοοειδών, τα βοοειδή, ζώων, των βοοειδών
GT
GD
C
H
L
M
O
ceasing
/siːs/ = VERB: παύω, διακόπτω, σταματώ;
USER: παύση, διακοπή, παύει, παύουν, παύση της
GT
GD
C
H
L
M
O
certain
/ˈsɜː.tən/ = ADJECTIVE: βέβαιος, ορισμένος, σίγουρος, κάποιος, ασφαλής;
USER: ορισμένες, ορισμένα, ορισμένων, ορισμένους, ορισμένοι
GT
GD
C
H
L
M
O
checking
/CHek/ = NOUN: έλεγχος, αναχαίτιση;
USER: έλεγχος, έλεγχο, τον έλεγχο, ελέγχου, ελέγχοντας
GT
GD
C
H
L
M
O
cheer
/tʃɪər/ = NOUN: ευθυμία, κέφι, διάθεση, επευφημία;
VERB: ζητωκραυγάζω, κάνω κέφι, φαιδρύνω, ενθαρρύνω, επευφημώ, χαροποιώ, χαιροκροτώ;
USER: ευθυμία, κέφι, φτιάξει το κέφι, φτιάξει, φτιάξει τη διάθεση
GT
GD
C
H
L
M
O
child
/tʃaɪld/ = NOUN: παιδί, τέκνο;
USER: παιδί, τέκνο, παιδιού, παιδιών, παιδιά
GT
GD
C
H
L
M
O
childhood
/ˈtʃaɪld.hʊd/ = NOUN: παιδική ηλικία;
USER: παιδική ηλικία, παιδικής ηλικίας, παιδική, την παιδική ηλικία, παιδικής
GT
GD
C
H
L
M
O
children
/ˈtʃɪl.drən/ = NOUN: παιδιά;
USER: παιδιά, παιδιών, τα παιδιά, των παιδιών, των παιδιών
GT
GD
C
H
L
M
O
chime
/tʃaɪm/ = NOUN: αρμονική κωδωνοκρουσία, κωδωνοκρουσία;
VERB: χτυπώ;
USER: αρμονική κωδωνοκρουσία, κόγχη, ηχητικής προειδοποίησης, κτύπο, χείλος
GT
GD
C
H
L
M
O
chimney
/ˈtʃɪm.ni/ = NOUN: καμινάδα, καπνοδόχος, γυαλί λάμπας, ηφαίστειο;
USER: καμινάδα, καπνοδόχος, καμινάδας, καπνοδόχο, καπνοδόχου
GT
GD
C
H
L
M
O
choir
/kwaɪər/ = NOUN: χορωδία, χορός, εκκλησιαστικός χορός;
USER: χορωδία, χορωδίας, χορωδία του, χορωδιών, χορωδιακά
GT
GD
C
H
L
M
O
choirs
/ˈkwīr/ = NOUN: χορωδία, χορός, εκκλησιαστικός χορός;
USER: χορωδίες, χορωδιών, χορωδία, τις χορωδίες, οι χορωδίες
GT
GD
C
H
L
M
O
chorus
/ˈkɔː.rəs/ = NOUN: χορωδία, χορός, ρεφραίν;
USER: χορωδία, ρεφραίν, χορός, χορωδίες, χορωδίας
GT
GD
C
H
L
M
O
christian
/ˈkrɪs.tʃən/ = NOUN: Χριστιανός;
ADJECTIVE: χριστιανικός;
USER: Χριστιανός, Christian, χριστιανική, χριστιανικό, χριστιανικής
GT
GD
C
H
L
M
O
christians
/ˈkrɪs.tʃən/ = NOUN: Χριστιανός;
USER: χριστιανοί, χριστιανούς, χριστιανών, οι χριστιανοί, τους χριστιανούς
GT
GD
C
H
L
M
O
christmas
/ˈkrɪs.məs/ = NOUN: Χριστούγεννα;
ADJECTIVE: χριστουγεννιάτικος;
USER: Χριστούγεννα, Χριστουγεννιάτικα, Χριστουγέννων, χριστουγεννιάτικο, christmas
GT
GD
C
H
L
M
O
christmases
/ˈkrisməs/ = USER: Χριστούγεννα, Βασίληδες, Χριστούγεννά, Christmases,
GT
GD
C
H
L
M
O
circling
/ˈsɜː.kl̩/ = VERB: διαγράφω κύκλο, κάνω τον γύρο, περιέρχομαι, περικυκλώνω;
USER: κυκλώνοντας, περιβάλει, περιβάλλει, κύκλο του αεροδρομίου, περιβάλλοντας
GT
GD
C
H
L
M
O
city
/ˈsɪt.i/ = NOUN: πόλη, μεγαλούπολη, άστυ;
USER: πόλη, πόλης, της πόλης, Σίτι, Πόλη του
GT
GD
C
H
L
M
O
claus
/klAz/ = USER: Claus, Βασίλης, Βασίλη, Άγιος Βασίλης
GT
GD
C
H
L
M
O
clear
/klɪər/ = ADJECTIVE: σαφής, αίθριος, διαυγής, καθαρός, διαφανής, πλήρης, φανερός, ευδιάκριτος, ξάστερος, απαλαγμένος;
ADVERB: καθαρά, εντελώς;
VERB: καθαρίζω, αθωώνω;
USER: σαφής, σαφές, καθαρίσετε, καταργήστε, διώξει
GT
GD
C
H
L
M
O
climbing
/ˈklaɪ.mɪŋ/ = NOUN: ορειβασία, ανάβαση;
USER: ορειβασία, ανάβαση, αναρρίχηση, αναρρίχησης, ανέβασμα
GT
GD
C
H
L
M
O
close
/kləʊz/ = ADVERB: κοντά, πλησίον;
VERB: κλείνω, περατώνω, κλείω;
NOUN: λήξη, τέλος, πέρας;
ADJECTIVE: στενός, κλειστός, κοντινός, προσεκτικός, μεμονωμένος;
USER: κοντά, κλείνω, κλείσει, κλείσετε, κλείστε
GT
GD
C
H
L
M
O
clothes
/kləʊðz/ = NOUN: ρούχα, ενδύματα, ρουχισμός, ένδυση, καλύμματα;
USER: ρούχα, ενδύματα, τα ρούχα, ρούχων, ενδυμάτων, ενδυμάτων
GT
GD
C
H
L
M
O
cloven
/ˈkləʊ.vən/ = ADJECTIVE: εσχισμένος;
USER: εσχισμένος, δισχιδείς, δίχηλα, δίχηλα ζώα, δίχηλων
GT
GD
C
H
L
M
O
cold
/kəʊld/ = NOUN: κρύο, κρυολόγημα, κρύωμα, συνάχι;
ADJECTIVE: κρύος, ψύχος, ψυχρός;
USER: κρύο, κρύος, κρυολόγημα, κρύα, ψυχρό
GT
GD
C
H
L
M
O
coldly
/ˈkəʊld.li/ = ADVERB: ψυχρά;
USER: ψυχρά, παγερά
GT
GD
C
H
L
M
O
come
/kʌm/ = VERB: έρχομαι, φθάνω, γίνομαι, παριστάνω;
ADJECTIVE: ερχόμενος, προσεχής, μελλοντικός;
USER: έλα, έρχονται, έρθει, προέρχονται, έρθουν, έρθουν
GT
GD
C
H
L
M
O
comes
/kʌm/ = USER: έρχεται, προέρχεται, πρόκειται, βγαίνει, αφορά, αφορά
GT
GD
C
H
L
M
O
comfort
/ˈkʌm.fət/ = NOUN: άνεση, παρηγοριά, ανακούφιση, κομφόρ, κουράγιο;
VERB: ανακουφίζω, παρηγορώ, ενθαρρύνω, αναπαύω;
USER: άνεση, Ανέσεις, Comfort, άνεσης, την άνεση
GT
GD
C
H
L
M
O
coming
/ˈkʌm.ɪŋ/ = NOUN: ερχομός, έλευση;
ADJECTIVE: ερχόμενος;
USER: έλευση, έρχονται, προέρχονται, έρχεται, που προέρχονται
GT
GD
C
H
L
M
O
continued
/kənˈtɪn.juːd/ = VERB: συνεχίζω, εξακολουθώ, συνεχίζομαι;
USER: συνέχισε, συνεχίστηκε, συνέχισαν, εξακολούθησε, συνεχίστηκαν, συνεχίστηκαν
GT
GD
C
H
L
M
O
corn
/kɔːn/ = NOUN: καλαμπόκι, αραβόσιτος, σιτάρι, σιτηρά, δημητριακά, κάλος, σπείρι;
VERB: παστώνω, αλατίζω, διατηρώ τρόφιμα;
USER: καλαμπόκι, καλαμποκιού, αραβοσίτου, το καλαμπόκι, αραβόσιτος
GT
GD
C
H
L
M
O
country
/ˈkʌn.tri/ = NOUN: χώρα, πατρίδα, εξοχή, ύπαιθρος, πατρίς;
ADJECTIVE: εξοχικός, χωριάτικος;
USER: χώρα, χώρας, χωρών, τη χώρα, χώρες
GT
GD
C
H
L
M
O
cradle
/ˈkreɪ.dl̩/ = NOUN: κούνια, κοιτίδα;
VERB: κουνώ, λικνίζω;
USER: κούνια, κοιτίδα, λίκνο, βάση, βάσης
GT
GD
C
H
L
M
O
creeping
/kriː.pɪŋ/ = VERB: έρπω, σύρομαι, ανατριχιάζω, γλιστρώ;
USER: υφέρπουσα, σέρνεται, ανοδική πορεία, ανοδική, αναρριχώμενα
GT
GD
C
H
L
M
O
crib
/krɪb/ = NOUN: παχνί, κούνια, φάτνη, κρεβατάκι, πορνείο, παιδικό κρεβάτι, αντιγραφή, λογοκλοπή, σταύλος, κασέλα, κλοπή;
VERB: κλέπτω, περιορίζω, κλοπηώ;
USER: κούνια, παχνί, φάτνη, κλέπτω, κρεβατάκι
GT
GD
C
H
L
M
O
crisp
/krɪsp/ = ADJECTIVE: τραγανός, κρύος, εύθραυστος, τσουχτερός, ζωηρός, σγουρός;
VERB: κάνω εύθραυστο, σγουραίνω;
USER: τραγανός, εύθραυστος, τραγανή, τραγανό, ευκρινείς
GT
GD
C
H
L
M
O
cross
/krɒs/ = NOUN: σταυρός, διασταύρωση;
ADJECTIVE: διαγώνιος, διασταυρωμένος, δύστροπος, ενάντιος, σκυθρωπός, σταυρωτός;
VERB: διασχίζω, περνώ, σταυρώνω, διασταυρώνω, εμποδίζω, περνώ απέναντι;
USER: σταυρός, διασταύρωση, διασχίζουν, διασχίσουν, διασχίσει
GT
GD
C
H
L
M
O
crown
/kraʊn/ = NOUN: στέμμα, στεφάνι, κορυφή, διάδημα, κορώνα νόμισμα;
VERB: αποκορυφώνω, στεφανώνω, στέφω;
USER: στέμμα, στεφάνι, Crown, κορώνα, κόμης
GT
GD
C
H
L
M
O
cruel
/ˈkruː.əl/ = ADJECTIVE: σκληρός, απάνθρωπος, άσπλαχνος, αιμοβόρος;
USER: σκληρός, σκληρή, σκληρής, σκληρές, βάναυση
GT
GD
C
H
L
M
O
crushing
/ˈkrʌʃ.ɪŋ/ = ADJECTIVE: συντριπτικός;
USER: σύνθλιψη, σύνθλιψης, θραύσης, τη σύνθλιψη, θραύση
GT
GD
C
H
L
M
O
cry
/kraɪ/ = NOUN: κραυγή, κλάμα, φωνή, κλαυθμός;
VERB: κλαίω, φωνάζω, κραυγάζω, διαλαλώ;
USER: κραυγή, κλαίω, φωνάζω, κλαίνε, κλαίει
GT
GD
C
H
L
M
O
crying
/ˈkraɪ.ɪŋ/ = ADJECTIVE: κλαίων;
NOUN: κλαυθμός;
USER: κλαίων, κλάμα, κλαίει, να κλαίει, κλαίνε
GT
GD
C
H
L
M
O
cup
/kʌp/ = NOUN: κύπελλο, φλιτζάνι, φλυτζάνι, κούπα, βεντούζα, χούφτα;
USER: κύπελλο, φλιτζάνι, κούπα, φλυτζάνι, Cup
GT
GD
C
H
L
M
O
curse
/kɜːs/ = NOUN: κατάρα, ανάθεμα, βλασφημία;
VERB: καταριέμαι, βλαστημώ, βλασφημώ, καταρώμαι;
USER: κατάρα, καταριέμαι, βρίζουν, καταραστεί, καταριέται
GT
GD
C
H
L
M
O
d
= NOUN: ρε;
USER: δ, d, Α, ϋ, ά
GT
GD
C
H
L
M
O
dad
/dæd/ = NOUN: μπαμπάς, παπάκης;
USER: μπαμπάς, μπαμπά, ο μπαμπάς, τον μπαμπά, πατέρα
GT
GD
C
H
L
M
O
dancing
/dans/ = NOUN: χορός;
ADJECTIVE: χορευτικός, χορεύων;
USER: χορός, χορό, χορεύει, χορού, χορεύουν
GT
GD
C
H
L
M
O
dark
/dɑːk/ = NOUN: σκοτάδι, σκότος;
ADJECTIVE: σκοτεινός, σκούρος, μελαχροινός, μαυριδερός, μελαψός;
USER: σκοτάδι, σκοτεινός, σκούρο, σκοτεινό, σκοτεινή
GT
GD
C
H
L
M
O
darker
/dɑːk/ = USER: πιο σκούρο, σκοτεινότερο, πιο σκούρα, σκοτεινή, πιο σκοτεινή
GT
GD
C
H
L
M
O
dashing
/ˈdæʃ.ɪŋ/ = ADJECTIVE: τολμηρός, ορμητικός, γεμάτος ζωντάνια, επιδεικτικός, ζωηρός;
USER: τολμηρός, υπερβολικών, λόγω υπερβολικών, ορμητικός, εκμηδενίζοντας
GT
GD
C
H
L
M
O
dawn
/dɔːn/ = NOUN: αυγή, χαραυγή;
VERB: χαράζω, ξημερώνω;
USER: αυγή, την αυγή, ξημερώματα, αυγής, ξημέρωμα
GT
GD
C
H
L
M
O
day
/deɪ/ = NOUN: ημέρα, μέρα;
USER: ημέρα, μέρα, την ημέρα, ημέρας, ημερών, ημερών
GT
GD
C
H
L
M
O
days
/deɪ/ = NOUN: ημέρα, μέρα;
USER: ημέρες, μέρες, ημερών, τις μέρες, ημέρα, ημέρα
GT
GD
C
H
L
M
O
dear
/dɪər/ = NOUN: αγαπητός, ακριβός;
USER: αγαπητός, Αγαπητέ, Αγαπητοί, αγαπητή, αγαπητό
GT
GD
C
H
L
M
O
deck
/dek/ = NOUN: κατάστρωμα, όροφος λεωφορείου;
VERB: διακοσμώ, στολίζω;
USER: κατάστρωμα, καταστρώματος, δέσμης, deck, γέφυρα
GT
GD
C
H
L
M
O
decked
/dek/ = USER: στολισμένο, στολισμένοι,
GT
GD
C
H
L
M
O
deep
/diːp/ = ADJECTIVE: βαθύς;
USER: βαθύς, βαθιά, βαθύ, βάθος, βαθιές
GT
GD
C
H
L
M
O
deer
/dɪər/ = NOUN: ελάφι, ζαρκάδι, δορκάς, έλάφος;
USER: ελάφι, ζαρκάδι, ελάφια, ελαφιών, ελαφιού
GT
GD
C
H
L
M
O
deity
/ˈdeɪ.ɪ.ti/ = NOUN: θεότητα;
USER: θεότητα, θεότητας, θεότητα που, θεά
GT
GD
C
H
L
M
O
delight
/dɪˈlaɪt/ = NOUN: απόλαυση, χαρά, τέρψη, μεγάλη ευχαρίστηση, ηδονή;
VERB: χαίρομαι, ευχαριστιέμαι, ηδονίζομαι;
USER: απόλαυση, χαρά, τέρψη, ευχαριστήσει, ενθουσιάσει
GT
GD
C
H
L
M
O
delightful
/dɪˈlaɪt.fəl/ = ADJECTIVE: γοητευτικός, πολύ ευχάριστος, τερπνός, θελκτικός;
USER: ευχάριστο, απολαυστικό, απολαυστική, ευχάριστη, υπέροχο
GT
GD
C
H
L
M
O
dented
/dent/ = VERB: αγχαράσσω, βαθουλώνω, οδοντώ;
USER: χτυπημένων, dented, πλήγμα, επηρεάστηκε, αυλακωτες
GT
GD
C
H
L
M
O
descend
/dɪˈsend/ = VERB: κατεβαίνω, κατάγομαι, φθίνω, κατέρχομαι;
USER: κατεβαίνω, κατέβει, κατεβαίνουν, κατεβεί, κατέλθει
GT
GD
C
H
L
M
O
did
/dɪd/ = VERB: κάνω, πράττω, εκτελώ, κάμνω, ποιώ;
USER: έκανε, έκαναν, το έκανε, ήταν, έκανα, έκανα
GT
GD
C
H
L
M
O
didn
/ˈdɪd.ənt/ = USER: didn, Νόμιζα
GT
GD
C
H
L
M
O
die
/daɪ/ = VERB: πεθαίνω, αποθνήσκω;
NOUN: καλούπι, κύβος, ζάρι, σφραγίδα;
USER: πεθαίνω, κύβος, πεθαίνουν, πεθάνει, πεθάνουν
GT
GD
C
H
L
M
O
dine
/daɪn/ = VERB: γευματίζω;
USER: δειπνήσουν, δειπνήσετε, να δειπνήσουν, φαγητό, να δειπνήσετε
GT
GD
C
H
L
M
O
ding
/dɪŋ/ = NOUN: κωδώνισμα;
USER: κωδώνισμα, Ding, Ντινγκ
GT
GD
C
H
L
M
O
dismay
/dɪˈsmeɪ/ = NOUN: φόβος, δειλία, τρόμος;
VERB: τρομάζω;
USER: δειλία, φόβος, απογοήτευση, απογοήτευσή, φόβο
GT
GD
C
H
L
M
O
displayed
/dɪˈspleɪ/ = ADJECTIVE: εκτεθειμένος;
USER: εμφανίζεται, εμφανίζονται, που εμφανίζεται, εμφανιστεί, αναγράφονται
GT
GD
C
H
L
M
O
do
/də/ = VERB: κάνω, πράττω, εκτελώ, κάμνω, ποιώ;
NOUN: ντο, υποδοχή;
USER: κάνω, κάνει, κάνετε, κάνουν, κάνουμε, κάνουμε
GT
GD
C
H
L
M
O
does
/dʌz/ = VERB: κάνω, πράττω, εκτελώ, κάμνω, ποιώ;
USER: κάνει, δεν, έχει, το κάνει, σημαίνει, σημαίνει
GT
GD
C
H
L
M
O
doesn
/ˈdʌz.ənt/ = USER: doesn, Δεν έχει
GT
GD
C
H
L
M
O
dolls
/dɒl/ = NOUN: κούκλα;
USER: κούκλες, Dolls, κούκλες από, τις κούκλες, ζωάκι
GT
GD
C
H
L
M
O
don
/dɒn/ = NOUN: υφηγητής, κύριος;
USER: don, Δεν, Δον, Ντον, φορά, φορά
GT
GD
C
H
L
M
O
dong
= NOUN: ψωλή;
USER: ψωλή, Dong, ντονγκ, Ο Dong, ήχος καμπάνας,
GT
GD
C
H
L
M
O
donkeys
/ˈdɒŋ.ki/ = NOUN: γάιδαρος, όνος;
USER: γαϊδούρια, γαϊδουράκια, τα γαϊδούρια, όνοι, όνων
GT
GD
C
H
L
M
O
door
/dɔːr/ = NOUN: πόρτα;
ADJECTIVE: θύρα;
USER: πόρτα, θύρα, πόρτας, θύρας, θυρών, θυρών
GT
GD
C
H
L
M
O
doves
/dʌv/ = NOUN: περιστέρι, περιστέρα;
USER: περιστέρια, τα περιστέρια, περιστεριών, περιστερές, περιστέρι
GT
GD
C
H
L
M
O
down
/daʊn/ = ADVERB: κάτω, χάμω;
NOUN: χνούδι, πούπουλο;
USER: κάτω, προβλέπονται, προβλέπεται, καθορισμό, καθορίζονται, καθορίζονται
GT
GD
C
H
L
M
O
dread
/dred/ = NOUN: φόβος, τρόμος;
VERB: φοβούμαι;
USER: τρόμος, φόβος, φοβούνται, φόβο, φόβου
GT
GD
C
H
L
M
O
dreaming
/driːm/ = VERB: ονειρεύομαι;
USER: όνειρα, ονειρεύεται, ονειρεύονται, ονειρευόμαστε, ονειρεύομαι
GT
GD
C
H
L
M
O
dreamless
/ˈdriːm.ləs/ = USER: όνειρα, χωρίς όνειρα, χωρίς όνειρα που, βλέπεις όνειρα
GT
GD
C
H
L
M
O
drear
/drɪə/ = ADJECTIVE: θλιβερός;
USER: θλιβερός,
GT
GD
C
H
L
M
O
drew
/druː/ = VERB: ζωγραφίζω, σχεδιάζω, σύρω, τραβώ, ελκύω;
USER: επέστησε, επέστησε την, έσυρε, κατάρτισε, εφιστά την
GT
GD
C
H
L
M
O
drifted
/drɪft/ = VERB: παρασύρω, συμπαρασύρω, συμπαρασύρομαι;
USER: παράσυρε, διολισθήσει, παρασύρει, παρασέρνει, παρασύρθηκε, παρασύρθηκε
GT
GD
C
H
L
M
O
drowsy
/ˈdraʊ.zi/ = ADJECTIVE: μισοκοιμισμένος, νυσταλέως;
USER: μισοκοιμισμένος, υπνηλία, υπνηλίας, προκαλεί υπνηλία, νυσταγμένοι
GT
GD
C
H
L
M
O
drummers
/ˈdrʌm.ər/ = NOUN: τυμπανιστής;
USER: τυμπανιστές, drummers, ντράμερς, ντράμερ, τυμπανιστών
GT
GD
C
H
L
M
O
drumming
/drʌm/ = VERB: τυμπανίζω;
USER: drumming, τυμπανοκρουσία, τύμπανα, ντραμς, τυμπανοκρουσίας
GT
GD
C
H
L
M
O
dutifully
/ˈdjuː.tɪ.fəl/ = ADVERB: υπάκουα;
USER: υπάκουα, ευσυνείδητα, νόμιμα, ευσυνείδητη
GT
GD
C
H
L
M
O
dwell
/dwel/ = VERB: κατοικώ, ζω;
USER: κατοικώ, σταθώ, παραμονής, κατοικούν, κατοικήσει
GT
GD
C
H
L
M
O
dwelling
/ˈdwel.ɪŋ/ = NOUN: κατοικία, οίκημα;
USER: κατοικία, κατοικίας, στέγασης, κατοικιών, οικιστικές
GT
GD
C
H
L
M
O
dying
/ˈdaɪ.ɪŋ/ = NOUN: βαφή;
USER: βαφή, πεθαίνουν, πεθαίνει, θανάτου, θάνατο
GT
GD
C
H
L
M
O
e
/iː/ = NOUN: μι;
USER: ε, e, ηλεκτρονικού, Αποστολή e, ηλεκτρονικό
GT
GD
C
H
L
M
O
ear
/ɪər/ = NOUN: αυτί, στάχυ;
USER: αυτί, αυτιού, αυτιών, του αυτιού, στο αυτί
GT
GD
C
H
L
M
O
earth
/ɜːθ/ = NOUN: γη, χώμα;
ADJECTIVE: γήινος, υφήλιος;
USER: γη, χώμα, γης, γαιών, τη γη
GT
GD
C
H
L
M
O
east
/iːst/ = NOUN: ανατολή;
ADJECTIVE: ανατολικός;
USER: ανατολή, ανατολικά, ανατολική, ανατολικά της
GT
GD
C
H
L
M
O
eh
/eɪ/ = INTERJECTION: Ρε!;
USER: ρε, EH, ε, ΕΗ, Πρωτοελλαδικής
GT
GD
C
H
L
M
O
eight
/eɪt/ = USER: eight-, eight;
USER: οκτώ, οχτώ, από οκτώ, από οκτώ
GT
GD
C
H
L
M
O
eighth
/eɪtθ/ = USER: eighth-, eighth, eighth;
USER: όγδοο, όγδοος, όγδοη, όγδοου, όγδοης, όγδοης
GT
GD
C
H
L
M
O
eleven
/ɪˈlev.ən/ = USER: eleven-, eleven, eleven;
USER: έντεκα, ένδεκα
GT
GD
C
H
L
M
O
eleventh
/ɪˈlev.ənθ/ =
USER: ενδέκατος, Ενδέκατη, ενδέκατο, ενδέκατου, Ενδεκάτης
GT
GD
C
H
L
M
O
emmanuel
= NOUN: Εμμανουήλ;
USER: Εμμανουήλ, emmanuel, Ο Emmanuel, τον Εμμανουήλ, τον Emmanuel,
GT
GD
C
H
L
M
O
employ
/ɪmˈplɔɪ/ = VERB: χρησιμοποιώ, απασχολώ, προσλαμβάνω, εκμισθώνω, μεταχειρίζομαι;
USER: απασχολούν, απασχολεί, χρησιμοποιούν, χρησιμοποιεί, χρησιμοποιήσει
GT
GD
C
H
L
M
O
en
/-ən/ = USER: en, ιδιωτικό, εν
GT
GD
C
H
L
M
O
enter
/ˈen.tər/ = VERB: εισάγω, μπαίνω, εισέρχομαι, καταχωρίζω, αναγράφω;
USER: εισάγετε, εισέλθουν, πληκτρολογήστε, αρχίζει, εισαγάγετε
GT
GD
C
H
L
M
O
entered
/ˈen.tər/ = VERB: εισάγω, μπαίνω, εισέρχομαι, καταχωρίζω, αναγράφω;
USER: εγγράφεται, εισήλθε, εγγράφονται, άρχισε, τέθηκε
GT
GD
C
H
L
M
O
enters
/ˈen.tər/ = VERB: εισάγω, μπαίνω, εισέρχομαι, καταχωρίζω, αναγράφω;
USER: εισέρχεται, μπαίνει, εισέρχεται σε, εισάγει, τεθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
enthrone
/ɪnˈθrəʊn/ = VERB: ενθρονίζω;
USER: ενθρονίζω, enthrone, ενθρονίσει
GT
GD
C
H
L
M
O
estate
/ɪˈsteɪt/ = NOUN: περιουσία, κτήμα, τσιφλίκι, κληρονομούμενη περιουσία, υπόσταση, κοινωνική θέση;
USER: περιουσία, κτήμα, ακινήτων, estate, περιουσίας
GT
GD
C
H
L
M
O
eve
/iːv/ = NOUN: παραμονή;
USER: παραμονή, Εύα, παραμονές, Eve, παραμονή των
GT
GD
C
H
L
M
O
even
/ˈiː.vən/ = ADVERB: ακόμη και, καν, ομοίως;
ADJECTIVE: άρτιος, ομαλός, όμοιος;
NOUN: επίπεδο, ζυγός αριθμός;
USER: ακόμη και, καν, ακόμη, ακόμα, ακόμα και, ακόμα και
GT
GD
C
H
L
M
O
ever
/ˈev.ər/ = ADVERB: πάντα, πάντοτε, καμιά φορά, ενίοτε;
USER: πάντα, ποτέ, συνεχώς, ολοένα, όλο, όλο
GT
GD
C
H
L
M
O
everlasting
/ˌev.əˈlɑː.stɪŋ/ = ADJECTIVE: αιώνιος;
USER: αιώνιος, αιώνια, αιώνιας, αιώνιο, παντοτινή
GT
GD
C
H
L
M
O
evermore
/ˌev.əˈmɔːr/ = ADVERB: αιώνια;
USER: αιώνια, ολοένα και πιο, όλο και πιο, evermore, άπειρον
GT
GD
C
H
L
M
O
every
/ˈev.ri/ = PRONOUN: κάθε, πας, έκαστος;
USER: κάθε, σε κάθε, ανά, ανά
GT
GD
C
H
L
M
O
everybody
/ˈev.riˌbɒd.i/ = PRONOUN: όλοι, πάντες;
USER: όλοι, πάντες, όλους, καθένας, ο καθένας, ο καθένας
GT
GD
C
H
L
M
O
everyone
/ˈev.ri.wʌn/ = PRONOUN: καθένας, όλοι;
USER: όλοι, καθένας, όλους, ο καθένας, καθένα, καθένα
GT
GD
C
H
L
M
O
everywhere
/ˈev.ri.weər/ = ADVERB: παντού, πανταχού;
USER: παντού, κόσμο, οπουδήποτε, πανταχού
GT
GD
C
H
L
M
O
exultation
/ɪɡˈzʌlt/ = NOUN: αγαλλίαση, θριαμβολογία;
USER: αγαλλίαση, θριαμβολογία, αγαλλίασης, θριαμβευτικούς, αγαλλίασης μέσα
GT
GD
C
H
L
M
O
eyes
/aɪ/ = NOUN: μάτι, οφθαλμός;
VERB: παρατηρώ;
USER: μάτια, τα μάτια, στα μάτια, ματιών, οφθαλμών, οφθαλμών
GT
GD
C
H
L
M
O
fa
/fɑː/ = NOUN: φά;
USER: fa, Φα, στ, στ α, του Φα
GT
GD
C
H
L
M
O
face
/feɪs/ = NOUN: πρόσωπο, όψη, φάτσα, μούτρο;
VERB: αντικρύζω, ατενίζω;
USER: πρόσωπο, όψη, προσώπου, πρόσωπό, αντιμετωπίζουν, αντιμετωπίζουν
GT
GD
C
H
L
M
O
fails
/feɪl/ = VERB: αποτυγχάνω, αποτυχαίνω, χρεωκοπώ, εκπίπτω, παραλείπω, απορρίπτω, χρεοκοπώ;
USER: αποτυγχάνει, δεν, παραλείπει, αποτύχει, αδυνατεί
GT
GD
C
H
L
M
O
faithful
/ˈfeɪθ.fəl/ = ADJECTIVE: πιστός, έμπιστος;
USER: πιστός, πιστοί, πιστή, πιστούς, πιστών
GT
GD
C
H
L
M
O
fanny
GT
GD
C
H
L
M
O
far
/fɑːr/ = ADVERB: μακριά, πολύ μακριά;
ADJECTIVE: μακρινός;
USER: μακριά, πολύ μακριά, πολύ, τώρα, μέτρο, μέτρο
GT
GD
C
H
L
M
O
fast
/fɑːst/ = ADVERB: γρήγορα, με ταχύ ρυθμό;
ADJECTIVE: γρήγορος, ταχύς, στερεός, άσωτος;
NOUN: νηστεία;
VERB: νηστεύω;
USER: γρήγορα, γρήγορος, γρήγορη, γρήγορο, ταχεία
GT
GD
C
H
L
M
O
fat
/fæt/ = NOUN: λίπος;
ADJECTIVE: πάχος, παχύς;
USER: λίπος, λίπους, λιπαρά, το λίπος, λιπαρές
GT
GD
C
H
L
M
O
fate
/feɪt/ = NOUN: μοίρα, μοιραίο;
USER: μοίρα, τύχη, τύχης, τη μοίρα, την τύχη
GT
GD
C
H
L
M
O
father
/ˈfɑː.ðər/ = NOUN: πατέρας;
USER: πατέρας, πατέρα, ο πατέρας, τον πατέρα, του πατέρα
GT
GD
C
H
L
M
O
fear
/fɪər/ = NOUN: φόβος, φοβία;
VERB: φοβάμαι, φοβούμαι;
USER: φόβος, φόβο, φόβου, ο φόβος, φοβηθούν
GT
GD
C
H
L
M
O
fears
/fɪər/ = NOUN: φόβος, φοβία;
VERB: φοβάμαι, φοβούμαι;
USER: φόβοι, φόβους, τους φόβους, οι φόβοι, φόβων
GT
GD
C
H
L
M
O
feast
/fiːst/ = NOUN: γιορτή, πανηγύρι, εορτή, πανδαισία, συμπόσιο;
VERB: εορτάζω, γλεντώ, συμποσιάζω, φιλοξενώ;
USER: γιορτή, πανηγύρι, εορτή, πανδαισία, γιορτής
GT
GD
C
H
L
M
O
feed
/fiːd/ = NOUN: τροφή, ταγή;
VERB: ταΐζω, τρέφω, τρέφομαι, τροφοδοτώ;
USER: τροφή, ζωοτροφές, ζωοτροφών, τις ζωοτροφές, τρέφονται
GT
GD
C
H
L
M
O
feeding
/ˈbɒt.l̩.fiːd/ = NOUN: σίτιση;
USER: σίτιση, διατροφή, τη διατροφή, τροφοδοσίας, τροφοδοσία
GT
GD
C
H
L
M
O
feeling
/ˈfiː.lɪŋ/ = NOUN: αίσθημα, συναίσθημα, αφή;
USER: συναίσθημα, αίσθημα, αίσθηση, αισθάνονται, αισθάνεστε, αισθάνεστε
GT
GD
C
H
L
M
O
fell
/fel/ = NOUN: τομάρι ζώου;
VERB: καταρρίπτω, σωριάζω;
USER: έπεσε, μειώθηκαν, μειώθηκε, έπεσαν, υποχώρησε, υποχώρησε
GT
GD
C
H
L
M
O
fence
/fens/ = NOUN: φράκτης, κλεπταποδόχος;
VERB: φράσσω, ξιφομαχώ;
USER: φράκτης, φράχτη, φράκτη, περίφραξη, περίφραξης
GT
GD
C
H
L
M
O
field
/fiːld/ = NOUN: πεδίο, χωράφι, αγρός, φέουδο;
USER: πεδίο, τομέα, πεδίου, στον τομέα, χώρο
GT
GD
C
H
L
M
O
fields
/fiːld/ = NOUN: πεδίο, χωράφι, αγρός, φέουδο;
USER: πεδία, τομείς, πεδίων, τα πεδία, στους τομείς
GT
GD
C
H
L
M
O
fifth
/fɪfθ/ = USER: fifth-, fifth;
USER: πέμπτος, πέμπτο, πέμπτη, πέμπτου, πέμπτης
GT
GD
C
H
L
M
O
figgy
GT
GD
C
H
L
M
O
finally
/ˈfaɪ.nə.li/ = ADVERB: τελικά, εν τέλει;
USER: τελικά, Τέλος, επιτέλους, επιτέλους
GT
GD
C
H
L
M
O
find
/faɪnd/ = NOUN: εύρημα, ανακάλυψη;
VERB: βρίσκω, ευρίσκω;
USER: βρείτε, βρίσκουν, βρουν, βρει, να βρείτε, να βρείτε
GT
GD
C
H
L
M
O
fire
/faɪər/ = NOUN: φωτιά, πυρκαγιά, πυρ, πυρκαϊά;
VERB: πυροβολώ, φλέγω, ανάπτω;
USER: φωτιά, πυρκαγιά, πυρκαγιάς, φωτιάς, πυρκαγιών
GT
GD
C
H
L
M
O
first
/ˈfɜːst/ = ADVERB: πρώτα, first-, first;
USER: πρώτα, πρώτος, πρώτη, πρώτο, πρώτοι, πρώτοι
GT
GD
C
H
L
M
O
five
/faɪv/ = USER: five-, five;
USER: πέντε, από πέντε
GT
GD
C
H
L
M
O
flesh
/fleʃ/ = NOUN: σάρκα, κρέας, σάρξ;
USER: σάρκα, σάρκας, τη σάρκα, κρέας, σαρκός
GT
GD
C
H
L
M
O
floats
/fləʊt/ = NOUN: φλοτέρ, άρμα, σχεδία, κουλούρα;
USER: πλωτήρες, επιπλέει, άρματα, αρμάτων, σωσίβια
GT
GD
C
H
L
M
O
flocks
/flɒk/ = NOUN: σμήνος, κοπάδι, ποίμνιο, αγέλη, τούφα μαλλιών, φούντα μαλλιών;
USER: σμήνη, κοπάδια, σμηνών, τα κοπάδια, τα σμήνη
GT
GD
C
H
L
M
O
floods
/flʌd/ = NOUN: πλημμύρα, κατακλυσμός;
VERB: πλημμυρίζω;
USER: πλημμύρες, πλημμυρών, τις πλημμύρες, οι πλημμύρες, πλημμύρων
GT
GD
C
H
L
M
O
flow
/fləʊ/ = NOUN: ροή, εκροή, ρεύση, ρους;
VERB: ρέω, κυλώ;
USER: ροή, ροής, της ροής, ροή του, τη ροή
GT
GD
C
H
L
M
O
flower
/ˈflaʊ.ər/ = NOUN: λουλούδι, άνθος;
USER: λουλούδι, λουλουδιών, λουλούδια, άνθη, ανθέων
GT
GD
C
H
L
M
O
foggy
/ˈfɒɡ.i/ = ADJECTIVE: ομιχλώδης;
USER: ομιχλώδης, ομίχλη, ομιχλώδη, ομιχλώδες, ομίχλης
GT
GD
C
H
L
M
O
follow
/ˈfɒl.əʊ/ = VERB: ακολουθώ, παρακολουθώ, έπομαι;
USER: ακολουθήστε, ακολουθούν, ακολουθήσουν, ακολουθήσει, ακολουθήσετε
GT
GD
C
H
L
M
O
following
/ˈfɒl.əʊ.ɪŋ/ = NOUN: εξής, παρακολούθηση, ακολουθία;
ADJECTIVE: ακόλουθος;
USER: εξής, μετά, μετά από, κατόπιν, μετά την, μετά την
GT
GD
C
H
L
M
O
footsteps
/ˈfʊt.step/ = NOUN: βήμα;
USER: βήματα, χνάρια, βήματά, τα βήματα, τα βήματά
GT
GD
C
H
L
M
O
for
/fɔːr/ = PREPOSITION: για, επί, υπέρ, περί, διά, χάριν, εις, ένεκα;
CONJUNCTION: διότι;
USER: για, για την, για το, για τη, για τις, για τις
GT
GD
C
H
L
M
O
forest
/ˈfɒr.ɪst/ = NOUN: δάσος;
USER: δάσος, δασών, δασικών, των δασών, δάσους
GT
GD
C
H
L
M
O
foretold
/fɔːˈtel/ = NOUN: προλεχθείς;
USER: προλεχθείς, προειπωθεί, προείπε, προαναγγέλθηκε, προλεχθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
forever
/fəˈre.vər/ = ADVERB: πάντα, για πάντα, διά πάντος;
USER: για πάντα, πάντα
GT
GD
C
H
L
M
O
forgot
/fəˈɡet/ = VERB: ξεχνώ, λησμονώ;
USER: ξέχασα, ξέχασε, Ξεχάσατε, Ξεχάσατε τον, ξεχάσει
GT
GD
C
H
L
M
O
forms
/fɔːm/ = NOUN: μορφή, φόρμα, σχήμα, τύπος, τρόπος, έντυπο υπόδειγμα;
VERB: σχηματίζω, διαμορφώνω, συγκροτώ, μορφώ;
USER: έντυπα, μορφές, εντύπων, φόρμες, μορφών
GT
GD
C
H
L
M
O
forth
/fɔːθ/ = ADVERB: εμπρός, έξω;
USER: εμπρός, καθεξής, ορίζονται, πίσω, εκτίθενται
GT
GD
C
H
L
M
O
found
/faʊnd/ = VERB: ιδρύω, θεμελιώνω, θεμελιώ, χύνω;
USER: βρέθηκαν, βρέθηκε, βρήκε, βρεθεί, διαπιστώθηκε
GT
GD
C
H
L
M
O
fountain
/ˈfaʊn.tɪn/ = NOUN: κρήνη, συντριβάνι, πηγή;
USER: κρήνη, συντριβάνι, πηγή, Fountain, σιντριβάνι
GT
GD
C
H
L
M
O
four
/fɔːr/ = USER: four-, four, four;
USER: τέσσερα, τέσσερις, τεσσάρων, τέσσερεις, τέσσερεις
GT
GD
C
H
L
M
O
fourth
/fɔːθ/ = USER: fourth-, fourth;
USER: τέταρτος, τέταρτο, τέταρτη, τέταρτου, τέταρτης, τέταρτης
GT
GD
C
H
L
M
O
frankincense
/ˈfræŋ.kɪn.sens/ = NOUN: λιβάνι;
USER: λιβάνι, λιβανιού, το λιβάνι, frankincense, λίβανο
GT
GD
C
H
L
M
O
free
/friː/ = ADVERB: δωρεάν, τζάμπα;
ADJECTIVE: ελεύθερος, απηλλαγμένος, ανέξοδος;
VERB: ελευθερώνω;
USER: δωρεάν, ελεύθερος, Ατελώς, ελεύθερη, χωρίς, χωρίς
GT
GD
C
H
L
M
O
freeze
/friːz/ = NOUN: πάγωμα, πήξη;
VERB: παγώνω, ξεπαγιάζω;
USER: πάγωμα, παγώσει, καταψύχετε, δεσμεύσεως, παγώσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
french
/frentʃ/ = NOUN: Γάλλος, γαλλική γλώσσα, Γαλλίδα;
ADJECTIVE: γαλλικός;
USER: Γάλλος, γαλλικός, γαλλική γλώσσα, Γαλλικά, Γαλλική
GT
GD
C
H
L
M
O
friends
/frend/ = NOUN: φίλος, φίλη;
USER: φίλους, φίλοι, τους φίλους, φίλων, παγκοσμίως, παγκοσμίως
GT
GD
C
H
L
M
O
frightful
/ˈfraɪt.fəl/ = ADJECTIVE: τρομερός;
USER: τρομερός, φοβερή, τρομακτικό, τρομακτική, frightful
GT
GD
C
H
L
M
O
from
/frɒm/ = PREPOSITION: από, εκ, παρά;
USER: από, από την, από το, από τις, από τη, από τη
GT
GD
C
H
L
M
O
front
/frʌnt/ = NOUN: εμπρός, μέτωπο, πρόσοψη, πρόσοψις;
VERB: αντιμετωπίζω;
ADJECTIVE: εμπρόσθινος;
USER: εμπρός, πρόσοψη, μέτωπο, μπροστά, μπροστινό, μπροστινό
GT
GD
C
H
L
M
O
frost
/frɒst/ = NOUN: παγωνιά, πάγος, πάγετος;
USER: παγωνιά, πάγος, παγετό, παγετού, παγετός
GT
GD
C
H
L
M
O
fuel
/fjʊəl/ = NOUN: καύσιμα, καύσιμα ύλη;
VERB: προμηθεύω, προμηθεύομαι;
USER: καύσιμα, καυσίμων, καυσίμου, καύσιμο, των καυσίμων
GT
GD
C
H
L
M
O
full
/fʊl/ = ADJECTIVE: γεμάτος, χορτάτος, άρτιος, μεστός;
VERB: γναφεύω, καθαρίζω και ετοιμάζω υφάσματα;
USER: γεμάτος, πλήρη, πλήρους, πλήρης, πλήρες, πλήρες
GT
GD
C
H
L
M
O
fun
/fʌn/ = NOUN: διασκέδαση, κέφι, αστείο;
USER: διασκέδαση, διασκεδαστικό, τη διασκέδαση, διασκέδασης, διασκεδάσουν, διασκεδάσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
gall
/ɡɔːl/ = NOUN: χολή, κηκίς, κηκίδι;
VERB: πειράζω;
USER: χολή, χοληδόχου, χοληδόχο, χοληδόχος, τη χοληδόχο
GT
GD
C
H
L
M
O
games
/ɡeɪm/ = NOUN: παιχνίδι, άθλημα, αγών, κυνήγιο, παιγνίδιο, αγρίμι;
VERB: παίζω;
USER: παιχνίδια, games, Αγώνες, τα παιχνίδια, παιχνιδιών
GT
GD
C
H
L
M
O
gathered
/ˈɡæð.ər/ = VERB: μαζεύω, συλλέγω, συναθροίζω, συνάγω, συναθροίζομαι;
USER: συγκεντρώθηκαν, συγκεντρώνονται, συλλέγονται, που συγκεντρώθηκαν, συγκεντρωθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
gathering
/ˈɡæð.ər.ɪŋ/ = NOUN: συγκέντρωση, συνάθροιση, συναγωγή;
USER: συγκέντρωση, συλλογή, τη συλλογή, συλλογής, τη συγκέντρωση
GT
GD
C
H
L
M
O
gave
/ɡeɪv/ = VERB: δίνω, δίδω;
USER: έδωσε, έδωσαν, δίνει, έδωσε αμέσως, εξέδωσε, εξέδωσε
GT
GD
C
H
L
M
O
gay
/ɡeɪ/ = NOUN: ομοφυλόφιλος, πούστης, παιδεραστής, αρσενοκοίτης;
ADJECTIVE: εύθυμος, φαιδρός, ζωηρός;
USER: ομοφυλόφιλος, Φιλικό προς τους, γκέι, gay, Φιλικό προς
GT
GD
C
H
L
M
O
geese
/ɡiːs/ = USER: χήνες, χηνών, τις χήνες, χήνας, χήνες που
GT
GD
C
H
L
M
O
gentle
/ˈdʒen.tl̩/ = ADJECTIVE: ευγενής, ήπιος, πράος, απαλός, ελαφρός;
USER: ευγενής, ήπιος, ήπια, απαλή, απαλό
GT
GD
C
H
L
M
O
gentlemen
/ˈdʒen.tl̩.mən/ = USER: Gentlemen-phrase, Gentlemen;
USER: κύριοι, συνάδελφοι, κύριοι συνάδελφοι, κυρίων, κύριοι βουλευτές
GT
GD
C
H
L
M
O
gently
/ˈdʒent.li/ = ADVERB: μαλακά, ελαφρώς, ευγενικά, σιγά, ήσυχα;
USER: μαλακά, ευγενικά, ελαφρώς, σιγά, απαλά
GT
GD
C
H
L
M
O
get
/ɡet/ = VERB: παίρνω, αποκτώ, λαμβάνω, πηγαίνω, κερδίζω, γίνομαι, φθάνω, προμηθεύομαι, επιτυγχάνω, συμμαζεύω;
USER: πάρετε, να, πάρει, να πάρει, να πάρετε
GT
GD
C
H
L
M
O
getting
/ɡet/ = VERB: παίρνω, αποκτώ, λαμβάνω, πηγαίνω, κερδίζω, γίνομαι, φθάνω, προμηθεύομαι, επιτυγχάνω, συμμαζεύω;
USER: να πάρει, πάρει, να, παίρνει, όλο
GT
GD
C
H
L
M
O
gift
/ɡɪft/ = NOUN: δώρο, χάρισμα;
USER: δώρο, Δώρων, δώρου, Gift, δώρα
GT
GD
C
H
L
M
O
gifts
/ɡɪft/ = NOUN: δώρο, χάρισμα;
USER: Δώρα, τα δώρα, δώρων, Gifts, Είδη Δώρων
GT
GD
C
H
L
M
O
girls
/ɡɜːl/ = NOUN: κορίτσι, κοπέλα, κόρη;
USER: κορίτσια, τα κορίτσια, κοριτσιών, των κοριτσιών, κορίτσια που
GT
GD
C
H
L
M
O
give
/ɡɪv/ = VERB: δίνω, δίδω;
USER: να, δίνουν, δώσει, να δώσει, δώσουν, δώσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
glad
/ɡlæd/ = ADJECTIVE: χαρούμενος, ευχαριστημένος, περιχαρής;
USER: χαρούμενος, ευτυχής, χαρούμε, ευχάριστη θέση, ευτυχείς
GT
GD
C
H
L
M
O
glee
/ɡliː/ = NOUN: χαρά, ευθυμία, καντάδα;
USER: χαρά, καντάδα, ευθυμία, Glee, χορωδία
GT
GD
C
H
L
M
O
glisten
/ˈɡlɪs.ən/ = VERB: λάμπω, ακτινοβολώ, λαμποκοπώ, λάμψη;
USER: λάμπω, λαμποκοπώ, λαμποκοπούν, να λάμπω, ακτινοβολώ
GT
GD
C
H
L
M
O
glistening
/ˈɡlɪs.ən/ = VERB: λάμπω, ακτινοβολώ, λαμποκοπώ, λάμψη;
USER: άστραφταν, αστραφτερή, γυαλίζει, glistening, περλέ
GT
GD
C
H
L
M
O
gloom
/ɡluːm/ = NOUN: κατήφεια, σκοτεινιά, σκότος;
VERB: ζοφώ;
USER: κατήφεια, σκοτεινιά, κατάθλιψης, σκοτάδι, κατάθλιψη
GT
GD
C
H
L
M
O
gloria
/ˈglôrēə/ = USER: gloria, Γκλόρια
GT
GD
C
H
L
M
O
glories
/ˈɡlɔː.ri/ = NOUN: δόξα, μεγαλείο, κλέος;
USER: δόξες, glories, μεγαλεία, δόξα, δόξας
GT
GD
C
H
L
M
O
glorious
/ˈɡlɔː.ri.əs/ = ADJECTIVE: ένδοξος, λαμπρός, χάρμα;
USER: ένδοξος, λαμπρός, ένδοξη, ένδοξο, λαμπρή
GT
GD
C
H
L
M
O
glory
/ˈɡlɔː.ri/ = NOUN: δόξα, μεγαλείο, κλέος;
VERB: αγάλλομαι;
USER: δόξα, μεγαλείο, δόξας, τη δόξα, δόξαν
GT
GD
C
H
L
M
O
glows
/ɡləʊ/ = VERB: λάμπω, φέγγω, πυρακτούμαι;
USER: λάμπει, ανάβει, λάμψεις, ανάβει με, καίγεται
GT
GD
C
H
L
M
O
go
/ɡəʊ/ = VERB: πάω, πηγαίνω, υπάγω;
USER: πάω, πηγαίνω, πάει, πάτε, πάνε, πάνε
GT
GD
C
H
L
M
O
god
/ɡɒd/ = NOUN: θεός;
USER: θεός, θεό, θεού, ο Θεός, του Θεού
GT
GD
C
H
L
M
O
godhead
/ˈgädˌhed/ = NOUN: θεότητα, θεότης;
USER: θεότης, θεότητα, Θεότητας, Godhead, θεότητά του
GT
GD
C
H
L
M
O
going
/ˈɡəʊ.ɪŋ/ = NOUN: μετάβαση, αναχώριση, γυρισμός;
ADJECTIVE: πηγαιμός;
USER: μετάβαση, πρόκειται, θα, πηγαίνει, συμβαίνει, συμβαίνει
GT
GD
C
H
L
M
O
gold
/ɡəʊld/ = NOUN: χρυσός;
ADJECTIVE: χρυσός;
USER: χρυσός, χρυσό, χρυσού, χρυσά, χρυσή
GT
GD
C
H
L
M
O
golden
/ˈɡəʊl.dən/ = ADJECTIVE: χρυσαφένιος;
USER: χρυσαφένιος, χρυσή, χρυσό, χρυσές, χρυσά
GT
GD
C
H
L
M
O
golly
GT
GD
C
H
L
M
O
gone
/ɡɒn/ = ADJECTIVE: χαμένος, φευγάτος;
USER: φύγει, πάει, περάσει, προχωρήσει, πηγαίνουν
GT
GD
C
H
L
M
O
gonna
/ˈɡə.nə/ = USER: θα κρατήσει
GT
GD
C
H
L
M
O
good
/ɡʊd/ = ADJECTIVE: καλός, αγαθός;
USER: καλός, καλή, καλό, καλής, καλά, καλά
GT
GD
C
H
L
M
O
goodness
/ˈɡʊd.nəs/ = NOUN: καλοσύνη, θεούλη;
USER: καλοσύνη, τω Θεώ, καλοσύνης, Θεώ, την καλοσύνη
GT
GD
C
H
L
M
O
goodnight
= USER: καληνύχτα, goodnight, καληνύχτισε, για καληνύχτα, καληνύχτισα
GT
GD
C
H
L
M
O
goodwill
/ɡʊdˈwɪl/ = NOUN: φήμη και πελατεία, πελατεία, καλή διάθεση, ευαρέσκεια, αέρας εργασίας;
USER: φήμη και πελατεία, πελατεία, καλή διάθεση, υπεραξία, υπεραξίας
GT
GD
C
H
L
M
O
got
/ɡɒt/ = VERB: παίρνω, αποκτώ, λαμβάνω, πηγαίνω, κερδίζω, γίνομαι, φθάνω, προμηθεύομαι, επιτυγχάνω, συμμαζεύω;
USER: πήρε, έχεις, πήρα, πήρε το, πήραν
GT
GD
C
H
L
M
O
grace
/ɡreɪs/ = NOUN: χάρη, χάρις, εύνοια, ευλογία;
VERB: τιμώ, κοσμώ, ευνοώ;
USER: χάρη, χάρις, χάριτος, τη χάρη, χάρης
GT
GD
C
H
L
M
O
gracious
/ˈɡreɪ.ʃəs/ = ADJECTIVE: ελεήμων, ευγενικός, ευγενής;
USER: ελεήμων, ευγενικός, ευγενής, ευγενικό, ευγενική
GT
GD
C
H
L
M
O
grand
/ɡrænd/ = ADJECTIVE: μεγαλειώδης, μεγαλοπρεπής, μέγας, σπουδαίος;
USER: μεγαλειώδης, μεγάλο, μεγάλη, grand, Γκραντ, Γκραντ
GT
GD
C
H
L
M
O
great
/ɡreɪt/ = ADJECTIVE: μεγάλος, σπουδαίος, μέγας;
USER: μεγάλος, μεγάλη, μεγάλο, μεγάλες, great, great
GT
GD
C
H
L
M
O
greatest
/ɡreɪt/ = USER: μεγαλύτερη, μεγαλύτερο, μεγαλύτερες, μεγαλύτερος, μεγαλύτερα, μεγαλύτερα
GT
GD
C
H
L
M
O
green
/ɡriːn/ = ADJECTIVE: πράσινος, χλωρός, νέος, άωρος, άπειρος, αδαής;
NOUN: πρασινάδα;
USER: πράσινος, πράσινο, πράσινη, πράσινα, πράσινου, πράσινου
GT
GD
C
H
L
M
O
greet
/ɡriːt/ = VERB: χαιρετώ, υποδέχομαι;
USER: χαιρετώ, χαιρετήσει, χαιρετίσω, χαιρετούν, χαιρετήσω
GT
GD
C
H
L
M
O
grew
/ɡruː/ = VERB: καλλιεργώ, αυξάνομαι, γίνομαι, αυξάνω, φυτρώνω, φύομαι;
USER: μεγάλωσε, αυξήθηκε, αυξήθηκαν, μεγάλωσα, αναπτύχθηκε, αναπτύχθηκε
GT
GD
C
H
L
M
O
ground
/ɡraʊnd/ = NOUN: έδαφος, βάση, χώμα, αιτία, άλεση, βυθός, κατακάθια;
VERB: γειώνω, βασίζω;
USER: έδαφος, εδάφους, λόγο, του εδάφους, λόγου
GT
GD
C
H
L
M
O
grow
/ɡrəʊ/ = VERB: καλλιεργώ, αυξάνομαι, γίνομαι, αυξάνω, φυτρώνω, φύομαι;
USER: μεγαλώνουν, αυξάνεται, αυξάνονται, αυξηθεί, αναπτύσσονται
GT
GD
C
H
L
M
O
grown
/ɡrəʊn/ = VERB: καλλιεργώ, αυξάνομαι, γίνομαι, αυξάνω, φυτρώνω, φύομαι;
USER: καλλιεργούνται, καλλιεργείται, που καλλιεργούνται, καλλιεργηθεί, αυξηθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
guard
/ɡɑːd/ = NOUN: φρουρά, φύλαξη, φύλακας, φρουρός, βάρδια, καραούλι;
VERB: φρουρώ, προστατεύω, φυλάττω;
USER: φρουρά, φρουρός, φύλακας, φρουράς, προφυλακτήρα
GT
GD
C
H
L
M
O
guardian
/ˈɡɑː.di.ən/ = NOUN: κηδεμόνας, φύλακας, φύλαξ, κηδεμών;
USER: κηδεμόνας, φύλακας, θεματοφύλακας, κηδεμόνα, θεματοφύλακα
GT
GD
C
H
L
M
O
guide
/ɡaɪd/ = NOUN: οδηγός, ξεναγός;
VERB: οδηγώ, καθοδηγώ, κατευθύνω;
USER: καθοδηγήσει, καθοδηγούν, καθοδηγεί, καθοδηγήσουν, καθοδήγηση, καθοδήγηση
GT
GD
C
H
L
M
O
had
/hæd/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ;
USER: είχε, είχαν, έπρεπε, ήταν, έχει, έχει
GT
GD
C
H
L
M
O
hail
/heɪl/ = NOUN: χαλάζι, χάλαζα, χαιρετισμός, ζητωκραυγή;
VERB: καλώ, χαιρετώ, ρίπτω, χαιρετίζω, ζητωκραυγάζω;
USER: χαλάζι, το χαλάζι, χαλαζιού, από χαλάζι, χαλαζόπτωση
GT
GD
C
H
L
M
O
halls
/hɔːl/ = NOUN: αίθουσα, προθάλαμος, διάδρομος, μεγάλη αίθουσα, χόλ;
USER: αίθουσες, αιθουσών, χολ, χώρους, χώροι
GT
GD
C
H
L
M
O
hands
/ˌhænd.ˈzɒn/ = NOUN: χέρι, χειρ, γραφή, εργάτης, δείκτης ωρολόγιου;
VERB: θίγω, εγχειρίζω;
USER: τα χέρια, χέρια, χεριών, hands, στα χέρια
GT
GD
C
H
L
M
O
happy
/ˈhæp.i/ = ADJECTIVE: ευτυχής, ευτυχισμένος;
USER: ευτυχισμένος, ευτυχής, ευτυχισμένη, χαρούμενος, ευτυχισμένο, ευτυχισμένο
GT
GD
C
H
L
M
O
hardly
/ˈhɑːd.li/ = CONJUNCTION: μόλις, στενόχωρα, με δυσκολίαν;
USER: μόλις, σχεδόν, δύσκολα, μετά βίας, ελάχιστα
GT
GD
C
H
L
M
O
hark
/hɑːk/ = VERB: ακροώμαι;
USER: άκουσον, άκου, Hark, μας επαναφέρουν, αφουγκραστείς
GT
GD
C
H
L
M
O
harp
/hɑːp/ = NOUN: άρπα;
VERB: παίζω άρπα, επιμένω;
USER: άρπα, γροιλανδικής, άρπας, harp
GT
GD
C
H
L
M
O
harps
/härp/ = NOUN: άρπα;
VERB: παίζω άρπα, επιμένω;
USER: άρπες, κιθάρες, αρπών, κιθάραις, οι άρπες,
GT
GD
C
H
L
M
O
has
/hæz/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ;
USER: έχει, διαθέτει, πρέπει, πρέπει
GT
GD
C
H
L
M
O
haste
/heɪst/ = NOUN: βιασύνη, σπουδή, φούρια, βιά;
VERB: σπεύδω;
USER: βιασύνη, σπουδή, βιαστικά, εσπευσμένα, βιασύνης
GT
GD
C
H
L
M
O
hastening
/ˈheɪ.sən/ = VERB: σπεύδω, βιάζομαι, επισπεύδω;
USER: επιταχύνοντας, επίσπευση, βιαστικά, hastening, την επίσπευση
GT
GD
C
H
L
M
O
hat
/hæt/ = NOUN: καπέλο, καπέλλο, πίλος;
USER: καπέλο, το καπέλο, καπέλων, hat, χατ, χατ
GT
GD
C
H
L
M
O
hate
/heɪt/ = VERB: μισώ, σιχαίνομαι;
NOUN: μισός;
USER: μισώ, σιχαίνομαι, μίσος, μισούν, το μίσος
GT
GD
C
H
L
M
O
hath
/hæt/ = USER: έχων, hath, εχων, hath που
GT
GD
C
H
L
M
O
have
/hæv/ = VERB: έχω, λαμβάνω, αναγκάζομαι, κατέχω, γαμώ;
USER: έχω, έχουν, έχει, πρέπει, έχετε, έχετε
GT
GD
C
H
L
M
O
haven
/ˈheɪ.vən/ = NOUN: επίνειο, λιμήν, όρμος;
USER: επίνειο, Haven, καταφύγιο, Χέιβεν, παράδεισος
GT
GD
C
H
L
M
O
hay
/heɪ/ = NOUN: σανός, ξηρόχορτο;
USER: σανός, σανό, σανού, άχυρο, χόρτου
GT
GD
C
H
L
M
O
he
/hiː/ = PRONOUN: αυτός;
USER: αυτός, που, ότι, ο, θα, θα
GT
GD
C
H
L
M
O
head
/hed/ = NOUN: κεφάλι, κεφαλή, αρχηγός;
VERB: είμαι επικεφαλής, ηγούμαι, είμαι επί κεφαλής, είμαι αρχηγός;
USER: κεφάλι, κεφαλή, επικεφαλής, κεφαλής, το κεφάλι
GT
GD
C
H
L
M
O
healing
/hiːl/ = ADJECTIVE: φαρμακευτικός;
USER: επούλωση, θεραπεία, επούλωσης, θεραπείας, θεραπευτικές
GT
GD
C
H
L
M
O
hear
/hɪər/ = VERB: ακούω, μανθάνω;
USER: ακούω, ακούσετε, ακούσει, ακούσω, ακούσουν, ακούσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
heart
/hɑːt/ = NOUN: καρδιά, θάρρος;
USER: καρδιά, καρδιάς, καρδιακή, κέντρο, την καρδιά
GT
GD
C
H
L
M
O
hearts
/hɑːt/ = NOUN: καρδιά, θάρρος;
USER: καρδιές, καρδιά, τις καρδιές, καρδιάς, την καρδιά
GT
GD
C
H
L
M
O
heat
/hiːt/ = NOUN: θερμότητα, ζέστη, θερμότης, καύσωνας, δρόμος;
VERB: θερμαίνω;
USER: θερμότητα, ζέστη, θερμότητας, θερμική, θερμικής
GT
GD
C
H
L
M
O
heav
GT
GD
C
H
L
M
O
heaven
/ˈhev.ən/ = NOUN: ουρανός, παράδεισος;
USER: παράδεισος, ουρανός, ουρανό, τον ουρανό, ουρανού
GT
GD
C
H
L
M
O
heavenly
/ˈhev.ən.li/ = ADJECTIVE: ουράνιος;
USER: ουράνιος, ουράνια, παραδεισένιο, ουράνιο, παραδεισένια
GT
GD
C
H
L
M
O
heedless
/ˈhiːd.ləs/ = ADJECTIVE: απρόσεκτος;
USER: απρόσεκτος, τυφλή, αδιαφορώντας, απερίσκεπτη, αδιαφορώντας για
GT
GD
C
H
L
M
O
hello
/helˈəʊ/ = NOUN: χαιρετισμός, χερετισμός;
VERB: χαιρετώ;
USER: γεια σας, γειά σου, Χαίρετε, γεια, Hello
GT
GD
C
H
L
M
O
help
/help/ = NOUN: βοήθεια, αρωγή, βοηθός;
VERB: βοηθώ;
USER: βοήθεια, βοηθήσει, βοηθήσουν, να βοηθήσει, συμβάλει, συμβάλει
GT
GD
C
H
L
M
O
helpless
/ˈhelp.ləs/ = ADJECTIVE: ανήμπορος, αβοήθητος, ανίκανος;
USER: ανήμπορος, αβοήθητος, αβοήθητοι, ανίσχυροι, αβοήθητο
GT
GD
C
H
L
M
O
hence
/hens/ = ADVERB: όθεν, εντεύθεν, από τώρα;
USER: ως εκ τούτου,, ως εκ τούτου, συνεπώς, επομένως, εκ τούτου
GT
GD
C
H
L
M
O
henceforth
/ˌhensˈfɔːθ/ = USER: πλέον, στο εξής, εφεξής, εξής
GT
GD
C
H
L
M
O
hens
/hen/ = NOUN: αυτεπαγωγής, μονάδα ηλεκτρικής επαγωγής;
USER: όρνιθες, ορνίθων, κότες, ωοπαραγωγής, ορνίθων που
GT
GD
C
H
L
M
O
her
/hɜːr/ = PRONOUN: αυτήν, αυτή, αυτής, δικό της, δικός της;
USER: αυτήν, της, την
GT
GD
C
H
L
M
O
herald
/ˈher.əld/ = NOUN: κήρηξ;
VERB: αγγέλλω, κηρύσσω;
USER: κήρυκας, προαναγγέλλουν, κήρυκα, Herald, προάγγελος
GT
GD
C
H
L
M
O
here
/hɪər/ = ADVERB: εδώ;
USER: εδώ, εδώ για, here, εδώ και, εδώ και κάτω, εδώ και κάτω
GT
GD
C
H
L
M
O
hey
/heɪ/ = INTERJECTION: Γειά!;
USER: γειά, hey, Έι, Γεια σου, Ει
GT
GD
C
H
L
M
O
high
/haɪ/ = ADJECTIVE: υψηλός, μέγας, έξοχος;
ADVERB: ψηλά;
USER: υψηλός, ψηλά, υψηλής, υψηλή, υψηλό
GT
GD
C
H
L
M
O
highest
/hī/ = ADJECTIVE: ύψιστος;
USER: υψηλότερη, υψηλότερο, υψηλότερα, υψηλότερες, μεγαλύτερη, μεγαλύτερη
GT
GD
C
H
L
M
O
hill
/hɪl/ = NOUN: λόφος;
USER: λόφος, λόφο, λόφου, Χιλ, ύψωμα
GT
GD
C
H
L
M
O
hills
/hɪl/ = NOUN: λόφος;
USER: λόφους, λόφοι, λόφων, Hills, στους λόφους
GT
GD
C
H
L
M
O
him
/hɪm/ = PRONOUN: αυτόν;
USER: αυτόν, τον, του, σουτ, σουτ
GT
GD
C
H
L
M
O
his
/hɪz/ = PRONOUN: του, αυτού, δικός του, ιδικός του, ιδικός του
GT
GD
C
H
L
M
O
history
/ˈhɪs.tər.i/ = NOUN: ιστορία;
USER: ιστορία, ιστορίας, ιστορικό, την ιστορία, ιστορικού, ιστορικού
GT
GD
C
H
L
M
O
hither
/ˈhɪð.ər/ = ADVERB: εδώ, προς τα εδώ;
USER: φερε, προς τα εδώ, τα εδώ, hither, φερε την
GT
GD
C
H
L
M
O
hold
/həʊld/ = NOUN: αμπάρι, κύτος, κράτηση, πιάσιμο;
VERB: κρατώ, κατέχω, συγκρατώ, διατηρώ, βαστάζω, πιάνω;
USER: κρατήστε, κρατήστε πατημένο το, κρατήστε πατημένο, κατέχουν, κατέχει
GT
GD
C
H
L
M
O
holly
/ˈhɒl.i/ = NOUN: πρίνος, λιόπρινο, πρινάρι;
USER: πρίνος, Holly, ιερά, πουρνάρια, πουρνάρι
GT
GD
C
H
L
M
O
holy
/ˈhəʊ.li/ = ADJECTIVE: άγιος, ιερός;
USER: άγιος, ιερός, ιερό, ιερά, ιερή
GT
GD
C
H
L
M
O
home
/həʊm/ = NOUN: σπίτι, κατοικία, οικία, οίκος;
USER: σπίτι, αρχική σελίδα, στο σπίτι, αρχική, σπιτιού, σπιτιού
GT
GD
C
H
L
M
O
hopalong
GT
GD
C
H
L
M
O
hope
/həʊp/ = NOUN: ελπίδα;
VERB: ελπίζω, ευελπιστώ;
USER: ελπίδα, ελπίζω, ελπίζουμε, ελπίζουν, ελπίσουμε
GT
GD
C
H
L
M
O
hopes
/həʊp/ = NOUN: ελπίδα;
VERB: ελπίζω, ευελπιστώ;
USER: ελπίζει, ευελπιστεί, ελπίδες, ελπίζει ότι, επιθυμεί, επιθυμεί
GT
GD
C
H
L
M
O
horse
/hɔːs/ = NOUN: άλογο, ίππος;
USER: άλογο, ίππος, αλόγου, αλόγων, ίππων
GT
GD
C
H
L
M
O
hosanna
/həʊˈzæn.ə/ = INTERJECTION: Ωσαννά!;
USER: ωσαννά, Hosanna, Ωσαννά τω, Βαΐων
GT
GD
C
H
L
M
O
host
/həʊst/ = NOUN: πλήθος, οικοδεσπότης, όστια, όστια καθολικών;
USER: οικοδεσπότης, πλήθος, υποδοχής, ξενιστή, σειρά
GT
GD
C
H
L
M
O
hosts
/həʊst/ = NOUN: πλήθος, οικοδεσπότης, όστια, όστια καθολικών;
USER: οικοδεσπότες, hosts, ξενιστές, φιλοξενεί, ξενιστών
GT
GD
C
H
L
M
O
hotel
/həʊˈtel/ = NOUN: ξενοδοχείο;
USER: ξενοδοχείο, ξενοδοχείου, το ξενοδοχείο, ξενοδοχείων, Ξενοδοχεία
GT
GD
C
H
L
M
O
hours
/aʊər/ = NOUN: ώρα;
USER: ώρες, ωρών, ώρα, νύχτα, ώρες την, ώρες την
GT
GD
C
H
L
M
O
hovering
/ˈhɒv.ər/ = NOUN: φτερούγισμα, πτερύγισμα;
ADJECTIVE: ανάερος;
USER: φτερούγισμα, ανάερος, αιωρείται, κυμαίνεται, πλανάται
GT
GD
C
H
L
M
O
how
/haʊ/ = ADVERB: πως;
CONJUNCTION: πως, πόσον;
USER: πως, Πώς, τρόπο, το πώς, πόσο, πόσο
GT
GD
C
H
L
M
O
human
/ˈhjuː.mən/ = ADJECTIVE: ανθρώπινος;
USER: ανθρώπινος, ανθρώπινη, ανθρωπίνων, ανθρώπινα, ανθρώπινο
GT
GD
C
H
L
M
O
hung
/hʌŋ/ = VERB: κρεμώ, κρέμομαι, απαγχονίζω, κρέμαμαι;
USER: κρεμασμένα, κρέμασαν, αναρτώνται, κρεμαστεί, κρέμασε
GT
GD
C
H
L
M
O
i
/aɪ/ = PRONOUN: εγώ;
USER: εγώ, i, Ι, θ, μπορώ
GT
GD
C
H
L
M
O
if
/ɪf/ = CONJUNCTION: αν, εάν, προκειμένου;
USER: αν, εάν, εφόσον, εφόσον
GT
GD
C
H
L
M
O
imparts
/ɪmˈpɑːt/ = VERB: μεταδίδω;
USER: προσδίδει, μεταδίδει, εκχωρεί, εξασφαλίζει την, προσδίδουν
GT
GD
C
H
L
M
O
in
/ɪn/ = PREPOSITION: σε, εν, εντός, εις, μέσα;
USER: σε, στην, στο, στη, στον, στον
GT
GD
C
H
L
M
O
incarnate
/ɪnˈkɑː.nət/ = VERB: ενσαρκώνω;
ADJECTIVE: ενσαρκώμενος;
USER: ενσαρκώνω, ενσαρκώσει, ενσαρκώσουμε, ενσαρκωθεί, ενσαρκώνονται
GT
GD
C
H
L
M
O
incense
/ˈɪn.sens/ = NOUN: θυμίαμα, λιβάνι;
VERB: εξοργίζω;
USER: θυμίαμα, λιβάνι, θυμιάματος, λιβανιού, incense
GT
GD
C
H
L
M
O
infant
/ˈɪn.fənt/ = NOUN: βρέφος, νήπιο;
USER: βρέφος, νήπιο, βρέφη, βρέφους, κρεβατάκια
GT
GD
C
H
L
M
O
infest
/ɪnˈfest/ = VERB: μαστίζω, λυμαίνομαι, ενοχλώ;
USER: ενοχλώ, μαστίζω, λυμαίνομαι, μολύνουν, μολύνουν τα
GT
GD
C
H
L
M
O
ing
/-ɪŋ/ = USER: ING, σης, Η ING, της ING, την ING
GT
GD
C
H
L
M
O
intent
/ɪnˈtent/ = NOUN: πρόθεση, προσέχων;
ADJECTIVE: σκοπός, προσηλωμένος, αφωσιωμένος;
USER: πρόθεση, προθέσεων, πρόθεσης, προθέσεως, την πρόθεση
GT
GD
C
H
L
M
O
into
/ˈɪn.tuː/ = PREPOSITION: σε, μέσα, εντός, εις;
USER: σε, μέσα, στην, στο, στη, στη
GT
GD
C
H
L
M
O
is
/ɪz/ = USER: είναι, είναι η, αποτελεί, έχει, βρίσκεται, βρίσκεται
GT
GD
C
H
L
M
O
it
/ɪt/ = PRONOUN: το, αυτό;
USER: αυτό, το, είναι, να, ότι, ότι
GT
GD
C
H
L
M
O
its
/ɪts/ = PRONOUN: του, αυτού του, δικό του;
USER: του, της, τους, τους
GT
GD
C
H
L
M
O
ivy
/ˈaɪ.vi/ = NOUN: κισσός;
USER: κισσός, Ivy, κισσού, κισσό, Ήβης
GT
GD
C
H
L
M
O
jingle
/ˈdʒɪŋ.ɡl̩/ = NOUN: κουδούνισμα;
VERB: κουδουνίζω;
USER: κουδούνισμα, κουδουνίζουν, κουδουνίζω, κουδουνίσει, να κουδουνίσει
GT
GD
C
H
L
M
O
join
/dʒɔɪn/ = NOUN: ένωση;
VERB: ενώνω, συνδέω, λαμβάνω μέρος, προσχωρώ, συνάπτω, σμίγω, συναρμόζω;
USER: ένωση, ενταχθούν, συμμετάσχουν, ενταχθεί, προσχωρήσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
jolly
/ˈdʒɒl.i/ = ADJECTIVE: χαρούμενος, πρόσχαρος, εύθυμος, χαροπός, χαρωπός;
NOUN: ελαφρά μεθυσμένος, μικρή λέμβος πλοίου;
VERB: αστεΐζομαι με τίνα;
USER: χαρωπός, χαρούμενος, πρόσχαρος, εύθυμος, Jolly
GT
GD
C
H
L
M
O
joy
/dʒɔɪ/ = NOUN: χαρά, θέλγητρο;
VERB: χαίρομαι;
USER: χαρά, χαράς, τη χαρά
GT
GD
C
H
L
M
O
joyful
/ˈdʒɔɪ.fəl/ = ADJECTIVE: χαρούμενος, περιχαρής, χαρμόσυνος;
USER: χαρούμενος, χαρούμενη, χαρούμενες, χαρούμενο, χαρούμενα
GT
GD
C
H
L
M
O
joyous
/ˈdʒɔɪ.əs/ = ADJECTIVE: περιχαρής, χαροπός, εύθυμος;
USER: περιχαρής, εύθυμος, χαρούμενη, χαρούμενο, χαρμόσυνο
GT
GD
C
H
L
M
O
just
/dʒʌst/ = ADVERB: μόλις, απλώς, μόνο και μόνο, κυριολεκτικά;
ADJECTIVE: δίκαιος, ακριβής, ορθός, πρέπων, δικαιολογημένος;
USER: μόλις, απλώς, μόνο και μόνο, μόνο, ακριβώς
GT
GD
C
H
L
M
O
keep
/kiːp/ = NOUN: διατήρηση, συντήρηση, φαί;
VERB: κρατώ, διατηρώ, μένω, φυλάσσω, συντηρώ, συντηρούμαι, γιορτάζω;
USER: διατήρηση, κρατήσει, να κρατήσει, τηρούν, κρατήσετε
GT
GD
C
H
L
M
O
keeping
/ˈkiː.pɪŋ/ = NOUN: τήρηση, φύλαξη, συντήρηση, αρμονία, διατίρηση;
USER: τήρηση, φύλαξη, διατήρηση, διατηρώντας, κρατώντας
GT
GD
C
H
L
M
O
kids
/kɪd/ = NOUN: μικρόκοσμος;
USER: παιδιά, τα παιδιά, kids, για παιδιά, Παιδικά
GT
GD
C
H
L
M
O
kin
/kɪn/ = NOUN: συγγενείς, συγγενής, οικογένεια, συγγένεια, γένος, συγγενολόι;
USER: συγγενείς, συγγενής, σόι, συγγενών, kin
GT
GD
C
H
L
M
O
kind
/kaɪnd/ = NOUN: είδος, κατηγορία, γένος, ποικιλία, φιλόφρων;
ADJECTIVE: καλός, ευγενικός, αγαθός, ευνοϊκός, περιποιητικός;
USER: είδος, είδους, το είδος, του είδους, τύπων
GT
GD
C
H
L
M
O
kindness
/ˈkaɪnd.nəs/ = NOUN: καλοσύνη, καλωσύνη, αγαθότητα, αγαθότης;
USER: καλοσύνη, ευγένεια, καλοσύνης, την ευγένεια, την καλοσύνη
GT
GD
C
H
L
M
O
king
/kɪŋ/ = NOUN: βασιλιάς, βασιλέας, ρήγας;
USER: βασιλιάς, βασιλιά, king, Ο βασιλιάς, βασιλευς
GT
GD
C
H
L
M
O
kings
/kɪŋ/ = NOUN: βασιλιάς, βασιλέας, ρήγας;
USER: βασιλιάδες, βασιλείς, kings, βασιλέων, βασιλιάδων
GT
GD
C
H
L
M
O
kiss
/kɪs/ = NOUN: φιλί, φίλημα;
VERB: φιλώ, ασπάζομαι;
USER: φιλί, φιλήσει, ενα φιλι, φιλι, φιλήσω
GT
GD
C
H
L
M
O
knee
/niː/ = NOUN: γόνατο, γόνυ;
USER: γόνατο, γόνατος, γονάτου, στο γόνατο, γόνατό
GT
GD
C
H
L
M
O
kneeled
/nēl/ = USER: γονάτισε, γονάτισαν, προσκύνησε, προσκυνούσαν, γονατιστοί,
GT
GD
C
H
L
M
O
knew
/njuː/ = VERB: γνωρίζω, ξέρω, αναγνωρίζω, ξεχωρίζω, έχω πείρα;
USER: ήξερε, γνώριζε, γνώριζαν, ήξεραν, ήξερα
GT
GD
C
H
L
M
O
know
/nəʊ/ = VERB: γνωρίζω, ξέρω, αναγνωρίζω, ξεχωρίζω, έχω πείρα;
USER: ξέρω, γνωρίζω, ξέρετε, γνωρίζουν, γνωρίζουμε, γνωρίζουμε
GT
GD
C
H
L
M
O
knows
/nəʊ/ = VERB: γνωρίζω, ξέρω, αναγνωρίζω, ξεχωρίζω, έχω πείρα;
USER: ξέρει, γνωρίζει, γνωρίζουν, δεν ξέρει, δεν γνωρίζει
GT
GD
C
H
L
M
O
la
/lɑː/ = NOUN: λα;
USER: λα, la
GT
GD
C
H
L
M
O
ladies
/ˈleɪ.dizˌmæn/ = ADJECTIVE: κυρίες;
USER: κυρίες, αγαπητοί, αξιότιμοι, γυναίκες, κύριοι
GT
GD
C
H
L
M
O
lads
/lad/ = NOUN: μειράκιο;
USER: παλικάρια, παλληκάρια, τα παλικάρια, lads,
GT
GD
C
H
L
M
O
laid
/leɪd/ = ADJECTIVE: στρωτός
GT
GD
C
H
L
M
O
lament
/ləˈment/ = NOUN: θρήνος;
VERB: θρηνώ, οδύρομαι;
USER: θρήνος, θρηνώ, θρήνο, θρηνεί, θρηνούν
GT
GD
C
H
L
M
O
land
/lænd/ = NOUN: γη, χώρα, ξήρα;
ADJECTIVE: χερσαίος;
VERB: ξεμπαρκάρω, αποβιβάζω, αποβιβάζομαι;
USER: γη, χώρα, γης, της γης, εκτάσεων
GT
GD
C
H
L
M
O
lanes
/leɪn/ = NOUN: μονοπάτι, δρομίσκος, εξοχικός δρόμος, λουρίδα δρόμου;
USER: λωρίδες, λωρίδων, λωρίδες κυκλοφορίας, διαδρόμους, διαδρομές
GT
GD
C
H
L
M
O
lang
= USER: lang, Λανγκ
GT
GD
C
H
L
M
O
lank
/læŋk/ = ADJECTIVE: ψιλόλιγνος, ισχνός, λεπτός;
NOUN: μαλλιά σαν πράσα;
USER: ισχνός, ψιλόλιγνος, λεπτός, μαλλιά σαν πράσα
GT
GD
C
H
L
M
O
lap
/læp/ = NOUN: γόνατα, αγκαλιά, ποδιά, κόλπος;
VERB: διπλώνω, λείχω, γλείφω;
USER: αγκαλιά, γύρο, γύρου, lap, περιτύλιξη
GT
GD
C
H
L
M
O
lasses
/las/ = NOUN: κορίτσι;
USER: lasses,
GT
GD
C
H
L
M
O
last
/lɑːst/ = ADJECTIVE: τελευταίος, τελικός, ύστατος;
NOUN: καλαπόδι;
VERB: διαρκώ;
USER: τελευταίος, τελευταία, τελευταίο, τελευταίας, περασμένο, περασμένο
GT
GD
C
H
L
M
O
late
/leɪt/ = ADVERB: αργά;
ADJECTIVE: πρώην, πρόσφατος, μακαρίτης, καθυστερημένος, αργός, βραδύνων;
USER: αργά, τέλη, τέλη του, τέλη της, τέλος, τέλος
GT
GD
C
H
L
M
O
laud
/lɔːd/ = VERB: επαινώ, εγκομιάζω;
USER: εγκομιάζω, επαινώ, επαινούν, εξυμνώ, επαινούμε
GT
GD
C
H
L
M
O
laugh
/lɑːf/ = NOUN: γέλιο;
VERB: γελώ;
USER: γέλιο, γελώ, γελάσει, γελούν, γελάσω
GT
GD
C
H
L
M
O
laughing
/laf/ = NOUN: γέλιο, γελώς;
ADJECTIVE: γελών;
USER: γέλιο, γελώντας, το γέλιο, γέλια, γελούν
GT
GD
C
H
L
M
O
lay
/leɪ/ = ADJECTIVE: λαϊκός, κοσμικός;
VERB: θέτω, γεννώ, τοποθετώ, καθιστώ;
NOUN: άσμα, μπαλάντα;
USER: να ορίσει, θέσει, τεθούν, ορίσει, να θέσει
GT
GD
C
H
L
M
O
laying
/leɪ/ = VERB: θέτω, γεννώ, τοποθετώ, καθιστώ;
USER: για τον, για, τον, για τον καθορισμό, περί
GT
GD
C
H
L
M
O
lays
/leɪ/ = VERB: θέτω, γεννώ, τοποθετώ, καθιστώ;
NOUN: άσμα, μπαλάντα;
USER: θεσπίζει, ορίζει, καθορίζει, προβλέπει, θέτει
GT
GD
C
H
L
M
O
leading
/ˈliː.dɪŋ/ = ADJECTIVE: κύριος, ηγετικός, πρωταγωνιστών, οδηγών;
NOUN: αρχηγία, οδηγία;
USER: οδηγεί, οδηγώντας, που οδηγεί, με αποτέλεσμα, οδηγούν
GT
GD
C
H
L
M
O
leads
/liːd/ = NOUN: μόλυβδος, μολύβι, πρωτιά, βολίδα;
VERB: ηγούμαι, οδηγώ;
USER: οδηγεί, καταλήγει, οδηγούν, αποτέλεσμα, συνεπάγεται
GT
GD
C
H
L
M
O
league
/liːɡ/ = NOUN: σύνδεσμος, λεύγα, λεύγη;
VERB: συνασπίζομαι, συνασπίζω;
USER: πρωτάθλημα, Λιγκ, πρωταθλήματος, αρένα, πρωτάθλημα της
GT
GD
C
H
L
M
O
lean
/lēn/ = ADJECTIVE: ψαχνό, άπαχος, ισχνός, λιγνός;
VERB: στηρίζομαι, ακουμπώ, ακουμβώ, κλίνω;
USER: άπαχο, κλίνει, κλίνουν, κλίνετε, κλίνει προς
GT
GD
C
H
L
M
O
leaping
/liːp/ = VERB: πηδώ;
USER: πηδώντας, πηδήξω, άλμα, leaping, άλματα
GT
GD
C
H
L
M
O
least
/liːst/ = ADVERB: ελάχιστα;
ADJECTIVE: ελάχιστος, ολίγιστος, μικρότατος;
USER: τουλάχιστον, λιγότερο, τουλάχιστον το, τουλάχιστον το
GT
GD
C
H
L
M
O
leaves
/liːvz/ = NOUN: φύλλο;
USER: φύλλα, αφήνει, τα φύλλα, εγκαταλείπει, φεύγει
GT
GD
C
H
L
M
O
less
/les/ = ADVERB: μείον, ολιγώτερα;
ADJECTIVE: μικρότερος, λιγότερος, ολιγώτερος, ελάσσων;
USER: μείον, μικρότερος, λιγότερο, μικρότερη, μικρότερο
GT
GD
C
H
L
M
O
let
/let/ = USER: let-, let, may, I wish, let, αφήνω, επιτρέπω, ενοικιάζω, αφίνω;
NOUN: μίσθωση, κώλυμα;
USER: ας, αφήσει, αφήστε, επιτρέψτε, αφήσουμε
GT
GD
C
H
L
M
O
lie
/laɪ/ = NOUN: ψέμα, ψεύδος, μούσι ειρωνικά;
VERB: ξαπλώνω, ψεύδομαι, εξαπλώνομαι, ευρίσκομαι, στρώνω;
USER: ψέμα, βρίσκονται, βρίσκεται, ψέματα, έγκειται
GT
GD
C
H
L
M
O
lies
/laɪ/ = NOUN: ψέμα, ψεύδος, μούσι ειρωνικά;
VERB: ξαπλώνω, ψεύδομαι, εξαπλώνομαι, ευρίσκομαι, στρώνω;
USER: έγκειται, βρίσκεται, ψέματα, κείται, ανήκει
GT
GD
C
H
L
M
O
life
/laɪf/ = NOUN: ζωή, βίος;
USER: ζωή, ζωής, τη ζωή, της ζωής, η ζωή, η ζωή
GT
GD
C
H
L
M
O
light
/laɪt/ = NOUN: φως, φανός, φωτιά, σέλας;
ADJECTIVE: ελαφρός, φωτεινός, ανοικτός, ανάλαφρος;
VERB: φωτίζω, ανάπτω, καταβαίνω;
USER: φως, φωτός, πρίσμα, το φως, βάση
GT
GD
C
H
L
M
O
lights
/ˌlaɪtsˈaʊt/ = NOUN: φώτα, πνεύμονες ζώων, ανοιχτά;
USER: φώτα, τα φώτα, φώτων, ανάβει, λυχνίες
GT
GD
C
H
L
M
O
like
/laɪk/ = CONJUNCTION: σαν;
VERB: συμπαθώ, αρέσω, αγαπώ, βρίσκω καλό, ευρίσκω καλόν;
ADJECTIVE: όμοιος;
ADVERB: καθώς, αφάνταστα;
USER: σαν, όπως, όπως το, όπως η
GT
GD
C
H
L
M
O
lily
/ˈlɪl.i/ = NOUN: κρίνος, κρίνο;
USER: κρίνος, κρίνο, κρίνων, κρίνου, νούφαρο
GT
GD
C
H
L
M
O
line
/laɪn/ = NOUN: γραμμή, σειρά, στίχος, σχοινί, αράδα, είδος, σπάγγος;
VERB: καλύπτω εσωτερικώς, φοδράρω, χαρακώνω, γράφω γραμμές;
USER: γραμμή, σειρά, γραμμής, σύμφωνα, line
GT
GD
C
H
L
M
O
list
/lɪst/ = NOUN: λίστα, κατάλογος, κατάσταση, κλίση;
VERB: καταγράφω, ακροώμαι, γερνώ, κλίνω;
USER: λίστα, κατάλογος, κατάλογο, καταλόγου, λίστας, λίστας
GT
GD
C
H
L
M
O
listen
/ˈlɪs.ən/ = VERB: ακούω, αφουγκράζομαι, προσέχω, ακροώμαι;
USER: ακούω, ακούσετε, να ακούσετε, ακούσουν, ακούτε, ακούτε
GT
GD
C
H
L
M
O
little
/ˈlɪt.l̩/ = ADVERB: λίγο, ολίγο, ολιγώς;
ADJECTIVE: μικρός, λίγος, ολίγος;
USER: λίγο, μικρό, μικρή, λίγη, λίγα, λίγα
GT
GD
C
H
L
M
O
live
/lɪv/ = VERB: ζω, κατοικώ, μένω, διαμένω;
ADJECTIVE: ζωντανός, ζων, ζωηρός;
USER: ζω, ζουν, ζήσουν, ζήσει, ζει, ζει
GT
GD
C
H
L
M
O
lived
/ˌʃɔːtˈlɪvd/ = VERB: ζω, κατοικώ, μένω, διαμένω;
USER: έζησε, έζησαν, ζούσαν, ζούσε, ζήσει
GT
GD
C
H
L
M
O
lives
/laɪvz/ = NOUN: ζωή, βίος;
USER: ζωές, ζωή, τη ζωή, ζωής, ζει, ζει
GT
GD
C
H
L
M
O
load
/ləʊd/ = NOUN: φορτίο, φόρτιση, φόρτωμα, φόρτος, γόμωση όπλου;
VERB: φορτώνω, φορτίζω, γεμίζω;
USER: φορτίο, φόρτιση, φορτώσει, φορτώσετε, φόρτωση
GT
GD
C
H
L
M
O
logs
/lɒɡ/ = NOUN: κούτσουρο, κορμός ξύλου, δρομόμετρο πλοίου, ημερολόγιο πλοίου;
USER: κούτσουρα, κορμών, logs, κορμούς, κορμοί
GT
GD
C
H
L
M
O
long
/lɒŋ/ = ADJECTIVE: μακρύς, μάκρος, χρόνιος;
VERB: ποθώ, υπερεπιθυμώ;
ADVERB: επί μάκρον;
USER: μακρύς, μακρά, καιρό, μεγάλο, μεγάλη, μεγάλη
GT
GD
C
H
L
M
O
longer
/lɒŋ/ = ADJECTIVE: μακρύτερα, μακρότερος;
ADVERB: περισσότερα, μακρότερα;
USER: πλέον, περισσότερο, είναι πλέον, πια, μεγαλύτερη
GT
GD
C
H
L
M
O
look
/lʊk/ = NOUN: ματιά, βλέμμα, όψη, μορφή, ύφος;
VERB: κοιτάζω, φαίνομαι, βλέπω;
USER: ματιά, κοιτάζω, κοιτάξτε, βλέμμα, εξετάσουμε, εξετάσουμε
GT
GD
C
H
L
M
O
looked
/lʊk/ = USER: κοίταξε, εξέτασε, φαινόταν, εξέτασαν, έμοιαζε
GT
GD
C
H
L
M
O
lord
/lɔːd/ = NOUN: άρχοντας, κύριος, λόρδος, αυθέντης, άρχων;
USER: άρχοντας, άρχοντα, Λόρδος, lord, κύριος
GT
GD
C
H
L
M
O
lords
/lɔːd/ = NOUN: άρχοντας, κύριος, λόρδος, αυθέντης, άρχων;
USER: άρχοντες, Λόρδων, Lords, Λόρδοι, αρχόντων
GT
GD
C
H
L
M
O
lot
/lɒt/ = NOUN: παρτίδα, λώτ;
USER: παρτίδα, πολλά, πολύ, πολλές, πολλή, πολλή
GT
GD
C
H
L
M
O
love
/lʌv/ = NOUN: αγάπη, έρωτας, έρως;
VERB: αγαπώ, έρωμαι;
USER: αγάπη, αγαπώ, αγαπούν, αρέσει, αγαπάτε
GT
GD
C
H
L
M
O
loved
/ləv/ = VERB: αγαπώ, έρωμαι;
USER: αγαπούσε, αγάπησε, αγαπήθηκε, loved, άρεσε
GT
GD
C
H
L
M
O
loving
/ˈlʌv.ɪŋ/ = ADJECTIVE: τρυφερός, στοργικός, αγαπητικός, αγαπών;
USER: τρυφερός, στοργικός, αγάπη, αγάπης, αγαπώντας
GT
GD
C
H
L
M
O
low
/ləʊ/ = ADJECTIVE: χαμηλός, ευτελής, ταπεινός, πρόστυχος;
VERB: μυκώμαι, μουγγρίζω;
USER: χαμηλός, χαμηλή, χαμηλό, χαμηλής, χαμηλού
GT
GD
C
H
L
M
O
lowing
/ləʊ/ = VERB: μυκώμαι, μουγγρίζω
GT
GD
C
H
L
M
O
lowly
/ˈləʊ.li/ = ADJECTIVE: ταπεινός;
ADVERB: ταπεινώς;
USER: ταπεινός, ταπεινώς, ταπεινούς, lowly, ταπεινοί
GT
GD
C
H
L
M
O
lullaby
/ˈlʌl.ə.baɪ/ = NOUN: νανούρισμα, βαυκάλημα;
USER: νανούρισμα, Lullaby, νανουρίσματος, νανούρισμα που, Το Lullaby
GT
GD
C
H
L
M
O
lyrics
/ˈlɪr.ɪk/ = USER: στίχοι, στίχους, lyrics, τους στίχους, οι στίχοι
GT
GD
C
H
L
M
O
m
= USER: m, μ, μ., τ.μ., μέτρα
GT
GD
C
H
L
M
O
made
/meɪd/ = ADJECTIVE: κατασκευασμένος, γινώμενος;
USER: που, γίνεται, έκανε, γίνονται, γίνει
GT
GD
C
H
L
M
O
maids
/meɪd/ = USER: υπηρέτριες, καμαριέρες, καθαρίστριες, οικιακές βοηθοί, κορίτσια
GT
GD
C
H
L
M
O
make
/meɪk/ = VERB: κάνω, κατασκευάζω, καθιστώ, πλάθω, συνθέτω, φθάνω;
NOUN: μάρκα, κατασκευή;
USER: κάνω, να, κάνει, κάνουν, κάνετε, κάνετε
GT
GD
C
H
L
M
O
makes
/meɪk/ = NOUN: μάρκα, κατασκευή;
VERB: κάνω, κατασκευάζω, καθιστώ, πλάθω, συνθέτω, φθάνω;
USER: κάνει, καθιστά, που κάνει, έκανε, το καθιστά
GT
GD
C
H
L
M
O
making
/ˈmeɪ.kɪŋ/ = NOUN: κατασκευή, ποίηση;
USER: κατασκευή, καθιστώντας, κάνει, λήψης, κάνοντας, κάνοντας
GT
GD
C
H
L
M
O
man
/mæn/ = NOUN: άνθρωπος, άνδρας, ανήρ;
VERB: επανδρώνω, εφοδιάζω με άνδρες, επανδρώ;
USER: άνθρωπος, άνδρας, άνθρωπο, άνδρα, ανθρώπου, ανθρώπου
GT
GD
C
H
L
M
O
manger
/ˈmeɪn.dʒər/ = NOUN: φάτνη, παχνί;
USER: φάτνη, manger, παχνί
GT
GD
C
H
L
M
O
mankind
/mænˈkaɪnd/ = NOUN: ανθρωπότητα, ανθρώπινο γένος, άνθρωποι;
USER: ανθρωπότητα, ανθρωπότητας, την ανθρωπότητα, η ανθρωπότητα, της ανθρωπότητας
GT
GD
C
H
L
M
O
mark
/märk/ = NOUN: σημάδι, σημείο, βαθμός, μάρκο, στόχος, σκοπός, μάρκο γερμανίας, σημαντήρας;
VERB: σημειώνω, μαρκάρω;
USER: σήμα, το σήμα, σήματος, σήμανση, σημάδι,
GT
GD
C
H
L
M
O
master
/ˈmɑː.stər/ = NOUN: κύριος, δάσκαλος, άρχοντας, διδάσκαλος, αυθέντης;
VERB: κατέχω, υπερνικώ, γίνομαι κάτοχος;
USER: κύριος, δάσκαλος, πλοίαρχος, πλοίαρχο, πλοιάρχου
GT
GD
C
H
L
M
O
matin
GT
GD
C
H
L
M
O
may
/meɪ/ = VERB: ενδέχεται, επιτρέπεται, μπορώ, δύναμαι, may-, may, let, may, I wish, I wish, may;
USER: ενδέχεται, επιτρέπεται, ίσως, μπορεί, μπορούν, μπορούν
GT
GD
C
H
L
M
O
me
/miː/ = PRONOUN: μου, με, εμένα, εγώ;
USER: μου, εμένα, με, εγώ, μένα, μένα
GT
GD
C
H
L
M
O
mean
/miːn/ = ADJECTIVE: μέσος, ποταπός, πρόστυχος, αφιλότιμος, μέζερος, μικροπρεπής, ευτελής;
NOUN: μέσο, τρόπος;
VERB: εννοώ, σημαίνω, σκοπεύω;
USER: μέσος, εννοώ, μέσο, σημαίνει, σημαίνουν
GT
GD
C
H
L
M
O
meanly
/ˈmiːn.li/ = ADVERB: μικροπρεπώς, ευτελώς;
USER: μικροπρεπώς, ευτελώς
GT
GD
C
H
L
M
O
meek
/miːk/ = ADJECTIVE: πράος, μαλακός, ήμερος;
USER: πράος, πράοι, πράους, πτωχούς, πράο
GT
GD
C
H
L
M
O
meet
/miːt/ = VERB: συναντώ, συναντιέμαι, ανταμώνω, συνεδριάζω, προϋπαντώ, αγγίζω, συνέρχομαι;
ADJECTIVE: αρμόδιος;
USER: πληρούν, ανταποκρίνονται, κάλυψη, πληροί, ανταποκριθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
men
/men/ = NOUN: άνδρες;
USER: άνδρες, ανδρών, τους άνδρες, άντρες, οι άνδρες
GT
GD
C
H
L
M
O
mercy
/ˈmɜː.si/ = NOUN: έλεος, ευσπλαχνία, οίκτος;
USER: έλεος, ελέους, το έλεος, έλεός, έλεος του
GT
GD
C
H
L
M
O
merrily
/ˈmer.ɪ.li/ = USER: χαρούμενα, merrily, εύθυμα
GT
GD
C
H
L
M
O
merry
/ˈmer.i/ = ADJECTIVE: κεφάτος, εύθυμος, χαρούμενος;
USER: εύθυμος, χαρούμενος, Merry, Καλά, εύθυμη
GT
GD
C
H
L
M
O
met
/met/ = VERB: συναντώ, συναντιέμαι, ανταμώνω, συνεδριάζω, προϋπαντώ, αγγίζω, συνέρχομαι;
USER: πληρούνται, συναντήθηκε, συνάντησε, συναντήθηκαν, συνεδρίασε
GT
GD
C
H
L
M
O
midnight
/ˈmɪd.naɪt/ = NOUN: μεσάνυχτα, μεσονύκτιο;
USER: μεσάνυχτα, τα μεσάνυχτα, μεσάνυκτα, μεσάνυχτα της, τα μεσάνυκτα, τα μεσάνυκτα
GT
GD
C
H
L
M
O
might
/maɪt/ = NOUN: δύναμη, ισχύς, κραταιότητα, κραταιότης;
USER: δύναμη, θα μπορούσε, μπορούσε, ενδέχεται, ενδέχεται να, ενδέχεται να
GT
GD
C
H
L
M
O
mighty
/ˈmaɪ.ti/ = ADJECTIVE: δυνατός, ισχυρός;
USER: ισχυρός, δυνατός, ισχυρό, πανίσχυρη, ισχυρών
GT
GD
C
H
L
M
O
mild
/maɪld/ = ADJECTIVE: ήπιος, μαλακός, πράος, μειλίχιος, εύκρατος;
USER: ήπιος, ήπια, ήπιο, ήπιες, ήπιας
GT
GD
C
H
L
M
O
milking
/milk/ = NOUN: άρμεγμα;
USER: άρμεγμα, αρμέγματος, άμελξη, άμελξης, το άρμεγμα
GT
GD
C
H
L
M
O
mind
/maɪnd/ = NOUN: μυαλό, γνώμη, νους, διάνοια;
VERB: νοιάζομαι, προσέχω, συνερίζομαι, φροντίζω;
USER: μυαλό, νου, το μυαλό, πειράζει, πείραζε, πείραζε
GT
GD
C
H
L
M
O
minds
/maɪnd/ = NOUN: μυαλό, γνώμη, νους, διάνοια;
VERB: νοιάζομαι, προσέχω, συνερίζομαι, φροντίζω;
USER: μυαλά, μυαλό, τα μυαλά, το μυαλό, νου
GT
GD
C
H
L
M
O
mine
/maɪn/ = NOUN: ορυχείο, νάρκη, μεταλλείο, μεταλλωρυχείο, φουρνέλλο, υπόνομος;
PRONOUN: δικός μου, ιδικός μου;
VERB: μεταλλεύω, υπονομεύω, υποσκάπτω, ναρκοθετώ;
USER: ορυχείο, νάρκη, μεταλλείο, δική μου, ναρκών
GT
GD
C
H
L
M
O
misfortune
/misˈfArCHən/ = NOUN: μιζέρια, αθλιότητα, κακομοιριά, αθλιότης, ελεεινότης, ελεεινότητα, κλαψιάρης
GT
GD
C
H
L
M
O
miss
/mɪs/ = NOUN: δεσποινίδα, αστοχία;
VERB: χάνω, παραλείπω, αστοχώ, ελλείπω, αποτυχαίνω, ποθώ;
USER: χάσετε, miss, λείπει, παραλείψετε, χάσει
GT
GD
C
H
L
M
O
mistletoe
/ˈmɪs.l̩.təʊ/ = NOUN: γκι, ιξός;
USER: γκι, τα γκι, γκυ, το γκι, ιξός
GT
GD
C
H
L
M
O
mom
/mɒm/ = USER: μαμά, mom, Η μαμά, τη μαμά, μητέρα
GT
GD
C
H
L
M
O
monarch
/ˈmɒn.ək/ = NOUN: μονάρχης;
USER: μονάρχης, μονάρχη, monarch, μοναρχών
GT
GD
C
H
L
M
O
moon
/muːn/ = NOUN: φεγγάρι, σελήνη;
VERB: χαζεύω;
USER: φεγγάρι, Σελήνη, Σελήνης, Moon, φεγγαριού
GT
GD
C
H
L
M
O
moor
/mɔːr/ = VERB: αράζω, ασφαλίζω, προσορμίζω;
NOUN: έλος, βάλτος, χερσότοπος;
USER: αράζω, βάλτος, έλος, χερσότοπος, Moor
GT
GD
C
H
L
M
O
more
/mɔːr/ = ADVERB: περισσότερο, πλέον, ακόμη, πιό, παραπάνω, μάλλον, κι άλλο;
ADJECTIVE: περισσότερος, πιότερος;
USER: περισσότερο, ακόμη, πλέον, περισσότερα, πιο
GT
GD
C
H
L
M
O
morn
/mɔːn/ = NOUN: αυγή, πρωία;
USER: αυγή, πρωία, morn, λίγο χιόνι, πενθούν
GT
GD
C
H
L
M
O
morning
/ˈmɔː.nɪŋ/ = NOUN: πρωί, πρωία;
ADJECTIVE: πρωινός;
USER: πρωί, το πρωί, πρωινό, πρωινή
GT
GD
C
H
L
M
O
mortals
/ˈmɔː.təl/ = USER: θνητούς, θνητοί, θνητών, οι θνητοί, τους θνητούς
GT
GD
C
H
L
M
O
mother
/ˈmʌð.ər/ = NOUN: μητέρα, μάνα, μητήρ;
VERB: περιποιούμαι ως μητέρα;
USER: μητέρα, μάνα, μητέρας, η μητέρα, τη μητέρα
GT
GD
C
H
L
M
O
mountain
/ˈmaʊn.tɪn/ = NOUN: βουνό, όρος;
USER: βουνό, σε βουνό, βουνού, στο βουνό, ορεινές
GT
GD
C
H
L
M
O
much
/mʌtʃ/ = ADVERB: πολύ;
ADJECTIVE: πολύς;
USER: πολύ, πολλά, μεγάλο, μεγάλη, μεγάλο μέρος, μεγάλο μέρος
GT
GD
C
H
L
M
O
music
/ˈmjuː.zɪk/ = NOUN: μουσική;
USER: μουσική, μουσικής, τη μουσική, μουσικά, μουσικού
GT
GD
C
H
L
M
O
my
/maɪ/ = PRONOUN: můj;
USER: μου, My, μου xo.gr, μου Η, μου Η
GT
GD
C
H
L
M
O
myrrh
/mɜːr/ = NOUN: σμύρνα, μύρρα;
USER: σμύρνα, μύρο, σμύρνας, μύρου, myrrh
GT
GD
C
H
L
M
O
n
/en/ = USER: n, ν, η, κ, Β
GT
GD
C
H
L
M
O
nails
/neɪl/ = NOUN: καρφί, νύχι, πρόκα, ήλος;
VERB: καρφώνω, καθηλώνω, εκθέτω;
USER: καρφιά, νύχια, τα νύχια, νυχιών, τα καρφιά
GT
GD
C
H
L
M
O
name
/neɪm/ = NOUN: όνομα, φήμη, προσωνυμία, υπόληψη;
VERB: κατονομάζω, ονομάζω, διορίζω;
USER: όνομα, ονομασία, ονόματος, όνομά, το όνομα, το όνομα
GT
GD
C
H
L
M
O
names
/neɪm/ = NOUN: όνομα, φήμη, προσωνυμία, υπόληψη;
VERB: κατονομάζω, ονομάζω, διορίζω;
USER: ονόματα, τα ονόματα, ονομάτων, ονομασίες, ονόματα των
GT
GD
C
H
L
M
O
nations
/ˈneɪ.ʃən/ = NOUN: έθνος;
USER: έθνη, εθνών, τα έθνη, των εθνών, Εθνών για
GT
GD
C
H
L
M
O
nature
/ˈneɪ.tʃər/ = NOUN: φύση, χαρακτήρας, ουσία, ιδιότητα;
USER: φύση, χαρακτήρας, χαρακτήρα, φύσης, τη φύση
GT
GD
C
H
L
M
O
naughty
/ˈnɔː.ti/ = ADJECTIVE: άτακτος, κακός, σκανδαλιστικός;
USER: άτακτος, κακό, Naughty, άτακτο, άτακτα
GT
GD
C
H
L
M
O
near
/nɪər/ = PREPOSITION: κοντά, παραλίγο να;
ADVERB: εγγύς, πλησίον, σχεδόν;
ADJECTIVE: κοντινός, στενός;
VERB: πλησιάζω;
USER: κοντά, πλησίον, κοντά σε, κοντα σε, κοντά στο
GT
GD
C
H
L
M
O
never
/ˈnev.ər/ = ADVERB: ποτέ, ουδέποτε;
USER: ποτέ, ουδέποτε, ποτέ δεν, δεν, ποτέ να, ποτέ να
GT
GD
C
H
L
M
O
new
/njuː/ = ADJECTIVE: νέος, καινούργιος, καινουργής, πρόσφατος, φρέσκος;
USER: νέος, νέα, νέο, νέων, νέες, νέες
GT
GD
C
H
L
M
O
newborn
/ˈnjuː.bɔːn/ = ADJECTIVE: νεογέννητος;
USER: νεογέννητος, νεογέννητο, νεογέννητα, νεογέννητου, τα νεογέννητα
GT
GD
C
H
L
M
O
news
/njuːz/ = NOUN: νέα, ειδήσεις, νέο, χαμπάρι;
USER: ειδήσεις, νέα, News, ειδήσεων, είδηση
GT
GD
C
H
L
M
O
nice
/naɪs/ = ADJECTIVE: όμορφη, συμπαθητικός, καλός, ωραίος, λεπτός, νόστιμος;
NOUN: νίκαια, ακριβολόγος;
USER: ωραία, ωραίο, συμπαθητικό
GT
GD
C
H
L
M
O
nigh
/naɪ/ = ADVERB: σχεδόν, πλησίον;
ADJECTIVE: στενός;
USER: σχεδόν, nigh, πλησιάζει, πλησιον, πλησίον
GT
GD
C
H
L
M
O
night
/naɪt/ = NOUN: νύχτα, βράδυ, νύκτα, νυξ, βράδιά;
USER: νύχτα, βράδυ, νύκτα, διανυκτέρευση, βραδιά
GT
GD
C
H
L
M
O
nine
/naɪn/ = USER: nine-, nine, devítka;
USER: εννέα, εννιά, από εννέα, από εννέα
GT
GD
C
H
L
M
O
ninth
/naɪnθ/ = USER: ninth, ninth;
USER: ένατος, ένατη, ένατο, ένατου, ένατης
GT
GD
C
H
L
M
O
no
/nəʊ/ = ADVERB: όχι, ουχί;
PRONOUN: κανείς, ουδείς;
USER: όχι, αριθ., δεν, καμία, υπάρχει, υπάρχει
GT
GD
C
H
L
M
O
nor
/nɔːr/ = CONJUNCTION: ούτε, μήτε, ουδέ, μηδέ;
USER: ούτε, ούτε και, ούτε να, ούτε για
GT
GD
C
H
L
M
O
north
/nɔːθ/ = ADJECTIVE: βόρειος;
NOUN: βορράς, βοράς, βορεινή περιοχή;
USER: βόρεια, βορρά, North, Βόρειο, βόρεια Προάστια
GT
GD
C
H
L
M
O
nose
/nəʊz/ = NOUN: μύτη, ρις;
VERB: μυρίζομαι, χώνω τη μύτη;
USER: μύτη, τη μύτη, μύτης, στη μύτη, της μύτης
GT
GD
C
H
L
M
O
nosed
/-nəʊzd/ = VERB: μυρίζομαι, χώνω τη μύτη;
USER: nosed, μύτη, μυρισμένα, μυρισμένο, ρύγχος
GT
GD
C
H
L
M
O
not
/nɒt/ = ADVERB: δεν, όχι, μη;
USER: δεν, όχι, μη, μην, δεν είναι, δεν είναι
GT
GD
C
H
L
M
O
nothing
/ˈnʌθ.ɪŋ/ = PRONOUN: τίποτα, τίποτε;
USER: τίποτα, τίποτε, τίποτα δεν, δεν, καμία, καμία
GT
GD
C
H
L
M
O
nought
/nɔːt/ = NOUN: μηδέν, μηδέν, τίποτα, τίποτα, τίποτε, τίποτε, τζίφος, τζίφος;
USER: μηδέν, τίποτα, τίποτε, τιποτένιο, μηδενικά
GT
GD
C
H
L
M
O
now
/naʊ/ = ADVERB: τώρα, λοιπόν, όμως, τώρα λοιπόν;
USER: τώρα, επιχειρηση, την επιχειρηση, πλέον, με την επιχειρηση, με την επιχειρηση
GT
GD
C
H
L
M
O
o
/ə/ = USER: o, Ο, ιε, Ξ, Ξ Ο
GT
GD
C
H
L
M
O
of
/əv/ = PREPOSITION: του, από;
USER: από, του, της, των, των
GT
GD
C
H
L
M
O
offer
/ˈɒf.ər/ = NOUN: προσφορά, πρόταση;
VERB: προσφέρω, προτείνω, προσφέρομαι, προσκομίζω;
USER: προσφορά, προσφέρουν, προσφέρει, προσφέρουμε, παρέχουν
GT
GD
C
H
L
M
O
offered
/ˈɒf.ər/ = VERB: προσφέρω, προτείνω, προσφέρομαι, προσκομίζω;
USER: προσφέρονται, προσφέρεται, που προσφέρονται, προσφέρει, που προσφέρει
GT
GD
C
H
L
M
O
offspring
/ˈɒf.sprɪŋ/ = NOUN: απόγονος, γόνος, βλαστάρι;
USER: απόγονος, γόνος, απογόνους, απογόνων, απόγονοι
GT
GD
C
H
L
M
O
often
/ˈɒf.ən/ = ADVERB: συχνά, τακτικά, πολλάκις;
USER: συχνά, συνήθως, φορές, πολλές φορές, που συχνά, που συχνά
GT
GD
C
H
L
M
O
oh
/əʊ/ = INTERJECTION: Αμάν!;
USER: αμάν, Οχάιο, ΟΗ, oh, ω
GT
GD
C
H
L
M
O
old
/əʊld/ = ADJECTIVE: παλιός, παλαιός, ηλικιωμένος, γέρικος, χρόνιος, γεροντικός;
NOUN: γέρος, γριά;
USER: γριά, παλαιός, παλιός, παλιά, παλιό, παλιό
GT
GD
C
H
L
M
O
on
/ɒn/ = PREPOSITION: επί, κατά, προς, επάνω, εμπρός, εις;
ADVERB: κατά συνέχεια;
USER: επί, κατά, για, σε, σχετικά, σχετικά
GT
GD
C
H
L
M
O
once
/wʌns/ = ADVERB: μια φορά, άπαξ, κάποτε, άλλοτε;
USER: μια φορά, κάποτε, άπαξ, μία φορά, φορά, φορά
GT
GD
C
H
L
M
O
one
/wʌn/ = PRONOUN: ένας, κάποιος, εις;
USER: ένας, κάποιος, ένα, μία, μια, μια
GT
GD
C
H
L
M
O
ones
/wʌn/ = USER: αυτά, αυτοί, αυτές, αυτά που, αυτούς
GT
GD
C
H
L
M
O
only
/ˈəʊn.li/ = ADVERB: μόνο;
ADJECTIVE: μόνος, μονάκριβος;
USER: μόνο, μόνον, μόλις, μόνη, μόνο για, μόνο για
GT
GD
C
H
L
M
O
open
/ˈəʊ.pən/ = ADJECTIVE: ανοιχτό, ανοικτός, ανοιχτός, ειλικρινής;
VERB: ανοίγω, ανοίγομαι;
USER: ανοιχτό, ανοίξει, ανοίξετε, ανοίξτε, άνοιγμα
GT
GD
C
H
L
M
O
or
/ɔːr/ = CONJUNCTION: ή;
USER: ή, και, ή να, είτε, ή την, ή την
GT
GD
C
H
L
M
O
organ
/ˈɔː.ɡən/ = NOUN: όργανο;
USER: όργανο, οργάνων, οργάνου, όργανα, στα όργανα
GT
GD
C
H
L
M
O
orient
/ˈɔː.ri.ənt/ = VERB: προσανατολίζω;
USER: Ανατολή, Orient, Οριεντ, Όριεντ, προσανατολίσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
other
/ˈʌð.ər/ = ADJECTIVE: άλλος;
USER: άλλος, άλλα, άλλες, άλλων, άλλους, άλλους
GT
GD
C
H
L
M
O
our
/aʊər/ = PRONOUN:
GT
GD
C
H
L
M
O
out
/aʊt/ = ADVERB: έξω, απέξω;
PREPOSITION: εκτός, εκ;
USER: έξω, εκτός, από, out, Αναχώρηση, Αναχώρηση
GT
GD
C
H
L
M
O
outside
/ˌaʊtˈsaɪd/ = ADVERB: εκτός, έξω, απέξω;
ADJECTIVE: εξωτερικός;
NOUN: εξωτερικό μέρος;
USER: έξω, εκτός, έξω από, εξωτερικό, εξωτερική, εξωτερική
GT
GD
C
H
L
M
O
over
/ˈəʊ.vər/ = PREPOSITION: επί, πέρα, από πάνω, υπέρ;
ADVERB: υπεράνω, πλέον, πάρα πολύ, αποπάνω;
ADJECTIVE: τελειομένος;
USER: επί, πέρα, υπεράνω, πάνω, πάνω από
GT
GD
C
H
L
M
O
own
/əʊn/ = PRONOUN: ίδιος, ιδικός μου;
VERB: κατέχω, έχω, ομολογώ, εξουσιάζω;
USER: δική, τη δική, δικό, το δικό, δικές, δικές
GT
GD
C
H
L
M
O
owns
/əʊn/ = VERB: κατέχω, έχω, ομολογώ, εξουσιάζω;
USER: κατέχει, κατέχει το, ιδιοκτήτης, διαθέτει, ανήκει, ανήκει
GT
GD
C
H
L
M
O
ox
/ɒks/ = NOUN: βόδι, βους;
USER: βόδι, ox, βοδιού, βοοειδων, οχ
GT
GD
C
H
L
M
O
oxen
/ɒks/ = NOUN: βόδια;
USER: βόδια, τα βόδια, βοδιών, βοας
GT
GD
C
H
L
M
O
page
/peɪdʒ/ = NOUN: σελίδα, σελιδοποίηση, παις υπηρέτης;
VERB: σελιδοποιώ, σελιδογραφώ, ακολουθώ ως υπηρέτης, διαλαλώ το όνομα τίνος;
USER: σελίδα, σελίδας, τη σελίδα, της σελίδας, σελίδα του
GT
GD
C
H
L
M
O
painful
/ˈpeɪn.fəl/ = ADJECTIVE: επώδυνος, οδυνηρός;
USER: επώδυνος, επώδυνη, οδυνηρή, επώδυνες, οδυνηρό
GT
GD
C
H
L
M
O
pair
/peər/ = NOUN: ζεύγος, ζευγάρι;
VERB: ζευγαρώνω, ζευγαρώνομαι, συνδυάζω, συνδυάζομαι;
USER: ζεύγος, ζευγάρι, ζεύγους, ζεύγη, ζευγών
GT
GD
C
H
L
M
O
park
/pɑːk/ = NOUN: πάρκο, παρκ, σταθμός αυτοκινήτων, δενδρόκηπος, μαραίνομαι, κήπος αναψυχής, δάσος αναψυχής;
VERB: παρκάρω, σταθμεύω;
USER: πάρκο, σε πάρκο, πάρκου, στάθμευσης, χώρος
GT
GD
C
H
L
M
O
parting
/ˈpɑː.tɪŋ/ = NOUN: χωρίστρα, χωρισμός, χώρισμα, αποχωρισμός;
USER: χωρίστρα, χωρισμός, αποκόλληση, χωρισμό, χωρισμού
GT
GD
C
H
L
M
O
partridge
/ˈpɑːtrɪdʒ/ = NOUN: πέρδικα, πέρδιξ;
USER: πέρδικα, πέρδικες, πέρδικας, τις πέρδικες, πετροπέρδικα,
GT
GD
C
H
L
M
O
party
/ˈpɑː.ti/ = NOUN: κόμμα, ομάδα, πάρτι, πρόσωπο, πάρτυ, παρέα, διασκέδαση, άγημα, μερίς, κόμμα πολιτικό, ομάς, φατρία, εσπερίς;
USER: κόμμα, πάρτι, πάρτυ, κόμματος, διάδικος
GT
GD
C
H
L
M
O
passes
/pɑːs/ = NOUN: πέρασμα, κάρτα, άδεια εισόδου, στενό;
VERB: περνώ, διαβαίνω, υπερβαίνω, επιψηφίζω;
USER: περνά, διέρχεται, περνάει, περάσει, περνούν
GT
GD
C
H
L
M
O
pattern
/ˈpæt.ən/ = NOUN: πρότυπο, υπόδειγμα, πατρόν, αχνάρι;
VERB: αντιγράφω, απομιμούμαι;
USER: πρότυπο, υπόδειγμα, μοτίβο, σχέδιο, προτύπου
GT
GD
C
H
L
M
O
peace
/piːs/ = NOUN: ειρήνη, ομόνοια;
USER: ειρήνη, ειρήνης, την ειρήνη, της ειρήνης, ειρηνευτική
GT
GD
C
H
L
M
O
peaceful
/ˈpiːs.fəl/ = ADJECTIVE: ειρηνικός, γαλήνειος, φιλειρηνικός;
USER: ειρηνικός, ειρηνική, ήσυχη, ήσυχο, ειρηνικής
GT
GD
C
H
L
M
O
pear
/peər/ = NOUN: αχλάδι, απιδιά, άπιο, απίδι;
USER: αχλάδι, αχλαδιού, αχλαδιών, αχλάδια, αχλαδιές
GT
GD
C
H
L
M
O
peasant
/ˈpez.ənt/ = NOUN: χωρικός, αγρότης;
USER: χωρικός, αγρότης, αγροτών, αγρότη, αγροτική
GT
GD
C
H
L
M
O
penny
/ˈpen.i/ = NOUN: σεντ, λεπτό, πέννα, πέννα νόμισμα;
USER: σεντ, λεπτό, Penny, δεκάρα, πενών
GT
GD
C
H
L
M
O
people
/ˈpiː.pl̩/ = NOUN: άνθρωποι, λαός, κόσμος, ντουνιάς;
VERB: κατοικίζω;
USER: άνθρωποι, άτομα, ανθρώπους, ανθρώπων, οι άνθρωποι, οι άνθρωποι
GT
GD
C
H
L
M
O
perfect
/ˈpɜː.fekt/ = ADJECTIVE: τέλειος, απόλυτος;
NOUN: παρακείμενος;
VERB: τελειοποιώ, τελειώ;
USER: τέλειος, τέλεια, τέλειο, ιδανικό, ιδανική
GT
GD
C
H
L
M
O
perfume
/ˈpɜː.fjuːm/ = NOUN: άρωμα, ευωδιά;
VERB: αρωματίζω;
USER: άρωμα, αρώματος, αρώματα, αρωμάτων, τα αρώματα
GT
GD
C
H
L
M
O
pierce
/pɪəs/ = VERB: διατρυπώ, διαπερώ;
USER: διατρυπώ, Pierce, Πιρς, διαπερνούν, τρυπηθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
pine
/paɪn/ = NOUN: πεύκο, πεύκη;
VERB: αδυνατίζω, φθείρομαι, τήκομαι, φθίνω, μαραζώνω;
USER: πεύκο, πεύκη, πεύκα, πεύκου, πεύκης
GT
GD
C
H
L
M
O
pipers
/ˈpīpər/ = NOUN: αυλητής;
USER: αυλητές, Pipers, τους αυλητές, παίκτες γκάιντας, οι αυλητές,
GT
GD
C
H
L
M
O
piping
/ˈpaɪ.pɪŋ/ = NOUN: σωλήνωση, σωλήνες, οξύς, σωλήνας;
ADJECTIVE: ασθενής;
USER: σωλήνωση, σωλήνες, σωληνώσεων, σωληνώσεις, σωλήνωσης
GT
GD
C
H
L
M
O
pistol
/ˈpɪs.təl/ = NOUN: πιστόλι, πιστόλιο;
USER: πιστόλι, πιστολιού, το πιστόλι, όπλο, πιστόλια
GT
GD
C
H
L
M
O
place
/pleɪs/ = NOUN: θέση, μέρος, τόπος, τοποθέτηση, σημείο, πλατεία;
VERB: τοποθετώ, θέτω;
USER: θέση, μέρος, τόπος, σημείο, τόπο, τόπο
GT
GD
C
H
L
M
O
plain
/pleɪn/ = NOUN: πεδιάδα, κάμπος, απλός, πεδίο, πεδιάς;
ADJECTIVE: σαφής, απλός, άδολος, σκέτος, καθαρός, ομαλός, συνηθισμένος, απέριττος, μονόχρωμος;
USER: πεδιάδα, σαφής, απλό, απλού, κάμπο
GT
GD
C
H
L
M
O
playing
/pleɪ/ = NOUN: παιχνίδι, παίξιμο;
USER: παιχνίδι, παίξιμο, παίζει, παίζουν, παίζοντας
GT
GD
C
H
L
M
O
pleading
/pliːd/ = NOUN: συνηγορία, υπεράσπιση;
USER: υπομνήματος, υπόμνημα, προβάλλοντας, επικαλεστεί, επικαλούμενη
GT
GD
C
H
L
M
O
please
/pliːz/ = VERB: παρακαλώ, ευχαριστώ, αρέσω, αρέσκω, ευαρεστώ, τέρπω, ευχαριστούμαι;
USER: παρακαλώ, παρακαλούμε, παρακαλούμε να, παρακαλείστε, παρακαλείσθε
GT
GD
C
H
L
M
O
pleased
/pliːzd/ = ADJECTIVE: ευχαριστημένος;
USER: ευχαριστημένος, ικανοποιημένος, ικανοποιημένοι, ικανοποίησή, ευχάριστη
GT
GD
C
H
L
M
O
pleasure
/ˈpleʒ.ər/ = NOUN: ευχαρίστηση, αναψυχή, ηδονή, τέρψη, ευαρέσκεια;
USER: ευχαρίστηση, αναψυχή, ηδονή, χαρά, αναψυχής
GT
GD
C
H
L
M
O
poor
/pɔːr/ = ADJECTIVE: φτωχός, πτωχός, κακομοίρης, ταλαίπωρος;
USER: φτωχός, κακή, φτωχών, φτωχούς, φτωχές
GT
GD
C
H
L
M
O
popping
/ˈpɪlˌpɒp.ɪŋ/ = VERB: σαλτάρω;
USER: βρεθώ, σκάει, popping, σκάσει, σκάσιμο
GT
GD
C
H
L
M
O
possessing
/pəˈzes/ = VERB: κατέχω, κτώμαι;
USER: που διαθέτουν, διαθέτει, διαθέτουν, κατέχει, που έχουν
GT
GD
C
H
L
M
O
pout
/paʊt/ = VERB: φουσκώνω τα χείλη, σκυθρωπάζω, στραβομουτσουνιάζω;
USER: σύκο, σύκου, το σύκο, σύκο της, σύκου της
GT
GD
C
H
L
M
O
power
/paʊər/ = NOUN: δύναμη, εξουσία, ισχύς, ενέργεια;
USER: δύναμη, εξουσία, ισχύς, ενέργεια, ισχύος
GT
GD
C
H
L
M
O
powers
/paʊər/ = NOUN: δύναμη, εξουσία, ισχύς, ενέργεια;
USER: εξουσίες, αρμοδιότητες, εξουσιών, αρμοδιοτήτων, δυνάμεις
GT
GD
C
H
L
M
O
praises
/preɪz/ = NOUN: έπαινος, εγκώμιο;
VERB: επαινώ, δοξάζω, εγκωμιάζω, εξυμνώ, παινεύω;
USER: επαινεί, επαίνους, έπαινοι, εγκώμιο, δοξολογίες
GT
GD
C
H
L
M
O
praising
/preɪz/ = NOUN: εξύμνηση;
USER: εξύμνηση, επαινώντας, υμνούν, εξαίροντας, επαινεί
GT
GD
C
H
L
M
O
pray
/preɪ/ = VERB: προσεύχομαι, παρακαλώ, εύχομαι, ικετεύω;
USER: προσεύχομαι, παρακαλώ, προσεύχονται, προσευχόμαστε, προσευχηθούν
GT
GD
C
H
L
M
O
prayer
/preər/ = NOUN: προσευχή, δέηση, προσευχόμενος, παράκληση;
USER: προσευχή, προσευχής, την προσευχή, η προσευχή, προσευχές
GT
GD
C
H
L
M
O
prepare
/prɪˈpeər/ = VERB: προετοιμάζω, ετοιμάζω, παρασκευάζω, προπαρασκευάζω;
USER: προετοιμασία, προετοιμάσει, την προετοιμασία, προετοιμάζει, προετοιμάσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
presence
/ˈprez.əns/ = NOUN: παρουσία, παρουσιαστικό;
USER: παρουσία, παρουσίας, την παρουσία, ύπαρξη, η παρουσία
GT
GD
C
H
L
M
O
prettiest
/ˈprɪti/ = ADJECTIVE: όμορφη, χαριτωμένος, αρκετός, εύμορφος, νόστιμος, κομψός;
USER: ομορφότερα, ωραιότερη, πιο όμορφα, ομορφότερο, ομορφότερες,
GT
GD
C
H
L
M
O
prickle
/ˈprɪk(ə)l/ = NOUN: αγκάθι, άκανθα, οξύ άκρο;
VERB: προκαλώ φαγούρα, κεντώ, σουβλίζω, διαστίζω;
USER: αγκάθι, prickle, ακανθωτή, άκανθα, διαστίζω,
GT
GD
C
H
L
M
O
priest
/priːst/ = NOUN: παπάς, ιερεύς;
USER: παπάς, ιερεύς, ιερέας, ιερέα, παπά
GT
GD
C
H
L
M
O
prime
/praɪm/ = NOUN: ακμή, αρχή;
ADJECTIVE: πρώτος, εξαίρετος;
VERB: ετοιμάζω, κατατοπίζω, γομώ όπλον, κατηχώ;
USER: ακμή, πρώτος, προνομιακή, πρώτο, πρωταρχική
GT
GD
C
H
L
M
O
prince
/prɪns/ = NOUN: πρίγκιπας, ηγεμών, πρίγκιψ, βασιλόπαις;
USER: πρίγκιπας, πρίγκιπα, πρίγκηπας, πρίγκηπα, prince
GT
GD
C
H
L
M
O
printed
/ˈprɪn.tɪd/ = ADJECTIVE: έντυπος;
USER: τυπωμένο, εκτύπωση, τυπωμένα, εκτυπώνονται, εκτυπωθεί, εκτυπωθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
proceeding
/prəˈsiːd/ = NOUN: πορεία, ενέργεια;
USER: προχωρώντας, διαδικασία, προχωρήσετε, προχωρά, προχωρεί
GT
GD
C
H
L
M
O
proclaim
/prəˈkleɪm/ = VERB: ανακηρύσσω, προκηρύσσω, αναγορεύω;
USER: διακηρύσσουν, διακηρύξει, διακηρύξουν, διακηρύττουν, διακηρύσσει
GT
GD
C
H
L
M
O
prophets
/ˈprɒf.ɪt/ = NOUN: προφήτης, μάντης;
USER: προφήτες, προφητών, προφητας, προφητων
GT
GD
C
H
L
M
O
prove
/pruːv/ = VERB: αποδεικνύω, δοκιμάζω;
USER: αποδειχθούν, αποδείξει, αποδεικνύουν, να αποδείξει, αποδειχθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
pudding
/ˈpʊd.ɪŋ/ = NOUN: πουτίγκα, είδος λουκάνικου, χυλόπιτα, πουδίγγα;
USER: πουτίγκα, πουτίγκας, pudding, Λουκάνικες, λουκάνικο
GT
GD
C
H
L
M
O
pull
/pʊl/ = NOUN: έλξη, μέσο επιρροής;
VERB: τραβώ, αποσπώ, μυξοκλαίω, σύρω, έλκω;
USER: έλξη, τραβήξτε, τραβήξει, τραβάτε, pull
GT
GD
C
H
L
M
O
pure
/pjʊər/ = ADJECTIVE: καθαρός, αμιγής, αγνός, σκέτος, αμόλυντος, αμάλαγος;
USER: καθαρός, αγνός, καθαρό, καθαρή, καθαρής
GT
GD
C
H
L
M
O
put
/pʊt/ = VERB: βάζω, θέτω, βάλλω;
USER: που, θέσει, να θέσει, βάλει, τεθεί, τεθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
quake
/kweɪk/ = NOUN: σεισμός, τρόμος;
VERB: σείω, σείομαι, τρέμω;
USER: σεισμός, σεισμό, σεισμού, quake, σείω
GT
GD
C
H
L
M
O
radiant
/ˈreɪ.di.ənt/ = ADJECTIVE: ακτινοβόλος, λαμπρός, ακτινοβολούμενος;
USER: ακτινοβόλος, ακτινοβολίας, ακτινοβόλο, λαμπερή, λαμπερό
GT
GD
C
H
L
M
O
rage
/reɪdʒ/ = NOUN: οργή, μανία, λύσσα, θυμός;
VERB: μαίνομαι, λυσσώ;
USER: οργή, οργής, την οργή, η οργή, μανία
GT
GD
C
H
L
M
O
rain
/reɪn/ = NOUN: βροχή, καταιγισμός;
VERB: βρέχω;
USER: βροχή, βροχής, βροχοπτώσεις, βροχές, ψιλής βροχής
GT
GD
C
H
L
M
O
raise
/reɪz/ = NOUN: αύξηση;
VERB: εγείρω, σηκώνω, ανυψώνω, υψώνω, μεγαλώνω, υψώ, αίρω, ανατρέφω, συλλέγω;
USER: αύξηση, αυξήσει, αυξήσουν, την αύξηση, αυξηθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
raising
/rāz/ = VERB: εγείρω, σηκώνω, ανυψώνω, υψώνω, μεγαλώνω, υψώ, αίρω, ανατρέφω, συλλέγω;
USER: αύξηση, αυξάνοντας, ευαισθητοποίησης, την αύξηση, η αύξηση
GT
GD
C
H
L
M
O
rank
/ræŋk/ = NOUN: τάξη, βαθμός, σειρά, γραμμή, κλάση, πυκνή βλάστηση, ταγγός;
VERB: κατατάσσω, κατατάσσομαι, βαθμοφορώ, προεξέχω;
ADJECTIVE: χονδροειδής, υπερβολικός;
USER: κατατάσσονται, rank, κατατάσσουν, κατατάξουν, ταξινομήσει
GT
GD
C
H
L
M
O
re
/riː/ = PREPOSITION: σχετικά με, περί, επί του θέματός του;
NOUN: ρε;
USER: εκ νέου, ξανά, την εκ νέου, νέου, πάλι, πάλι
GT
GD
C
H
L
M
O
really
/ˈrɪə.li/ = ADVERB: πραγματικά, όντως, πραγματικώς;
USER: πραγματικά, πολύ, πράγματι, πραγματικά να, πραγματικότητα, πραγματικότητα
GT
GD
C
H
L
M
O
receive
/rɪˈsiːv/ = VERB: λαμβάνω, δέχομαι, υποδέχομαι;
USER: λαμβάνω, λαμβάνουν, λάβετε, λαμβάνετε, λάβουν
GT
GD
C
H
L
M
O
reconciled
/ˈrek.ən.saɪl/ = VERB: συμφιλιώνω, συμβιβάζω, συνδιαλλάσσω;
USER: συμφιλιωθεί, συμφιλιωθούν, συμβιβαστούν, συμφιλιώνονται, συμβιβάζεται
GT
GD
C
H
L
M
O
red
/red/ = ADJECTIVE: κόκκινος, ερυθρός;
USER: κόκκινος, κόκκινο, κόκκινη, κόκκινα, κόκκινες, κόκκινες
GT
GD
C
H
L
M
O
redeem
/rɪˈdiːm/ = VERB: εξαργυρώνω, εξαγοράζω, απολυτρώ, απολυτρώνω, εξοφλώ;
USER: εξαργυρώνω, εξαγοράσει, εξαργυρώσετε, εξαγορά, εξαργυρώνουν
GT
GD
C
H
L
M
O
redeeming
/rɪˈdiːm/ = VERB: εξαργυρώνω, εξαγοράζω, απολυτρώ, απολυτρώνω, εξοφλώ;
USER: εξαργύρωση, εξαγορά, εξόφληση, την εξαγορά, εξόφληση των
GT
GD
C
H
L
M
O
reign
/reɪn/ = NOUN: βασιλεία, κυριαρχία;
VERB: βασιλεύω;
USER: βασιλεύει, βασιλεύουν, βασιλεύσει, βασιλέψει, βασιλέψουν
GT
GD
C
H
L
M
O
reigns
/reɪn/ = NOUN: βασιλεία, κυριαρχία;
USER: βασιλεύει, βασιλεύουν, βασιλείας, ηνία, βασιλεύει η
GT
GD
C
H
L
M
O
reindeer
/ˈreɪn.dɪər/ = NOUN: τάρανδος, ρεννός;
USER: τάρανδος, ταράνδων, ταράνδου, τάρανδο, τάρανδοι
GT
GD
C
H
L
M
O
rejoice
/rɪˈdʒɔɪs/ = VERB: χαίρομαι, χαίρω, αγάλλομαι, αναγαλλιάζω, ευφραίνομαι, ευραίνω, χαροποιώ;
USER: χαίρω, χαίρομαι, χαίρονται, χαίρεται, χαρούν
GT
GD
C
H
L
M
O
repeat
/rɪˈpiːt/ = VERB: επαναλαμβάνω;
ADJECTIVE: επαναληπτικός, επανειλημμένος;
USER: επαναλαμβάνω, επαναλάβετε, επαναλάβω, επαναλάβει, επανάληψη, επανάληψη
GT
GD
C
H
L
M
O
rest
/rest/ = NOUN: υπόλοιπο, ξεκούραση, ανάπαυση, ηρεμία, στήριγμα, παύση, ανάπαυλα;
VERB: αναπαύομαι, ξεκουράζω, στηρίζομαι, αναπαύω, στηρίζω;
USER: ανάπαυση, υπόλοιπο, ξεκούραση, ανάπαυσης, υπόλοιπη
GT
GD
C
H
L
M
O
revealing
/rɪˈviː.lɪŋ/ = ADJECTIVE: αποκαλυπτικός;
USER: αποκαλύπτοντας, αποκαλυπτική, αποκαλύπτουν, αποκάλυψη, αποκαλύπτει
GT
GD
C
H
L
M
O
reverently
/ˈrev.ər.ənt/ = USER: ευλαβικά, ευλάβεια, ταπεινά, με ευλάβεια, reverently
GT
GD
C
H
L
M
O
rhyme
/raɪm/ = NOUN: ομοιοκαταληξία;
VERB: ομοιοκαταληκτώ;
USER: ομοιοκαταληξία, ομοιοκαταληκτούν, έμμετρο λόγο, ρίμα, ομοιοκαταληξίας
GT
GD
C
H
L
M
O
richly
/ˈrɪtʃ.li/ = ADVERB: πλουσίως;
USER: πλουσίως, πλούσια, πλουσιοπάροχα, πλούσιο, richly
GT
GD
C
H
L
M
O
ride
/raɪd/ = NOUN: βόλτα, ιππασία, περίπατος επί αυτοκίνητου, περίπατος επί άμαξης;
VERB: ιππεύω, οχούμαι, πηγαίνω επί αυτοκίνητου, άλογου κλπ.;
USER: βόλτα, οδηγούν, βόλτα στην, οδηγήσετε, οδηγήσει
GT
GD
C
H
L
M
O
right
/raɪt/ = NOUN: δικαίωμα, δεξιά, δίκιο, καλό;
ADJECTIVE: σωστός, δεξιός, κατάλληλος, δίκαιος;
ADVERB: ορθώς, ίσια, κατ' ευθείαν;
VERB: δικαιώ, επανορθώ;
USER: δεξιά, δικαίωμα, σωστός, δίκιο, δικαιώματος
GT
GD
C
H
L
M
O
righteousness
/ˈraɪ.tʃəs/ = NOUN: νομιμότης, νομιμότητα;
USER: δικαιοσύνη, η δικαιοσύνη, τη δικαιοσύνη, δικαιοσύνης, δικαιοσύνην
GT
GD
C
H
L
M
O
ring
/rɪŋ/ = NOUN: δαχτυλίδι, δακτύλιος, δακτυλίδι, ήχος, παλαίστρα, συμμορία, χαλκάς, όμιλος, κωδώνισμα;
VERB: κουδουνίζω, κρούω, ηχώ, κωδωνίζω;
USER: δακτύλιος, δαχτυλίδι, δακτυλίδι, δακτύλιο, δακτυλίου
GT
GD
C
H
L
M
O
ringers
/ˈrɪŋə/ = NOUN: κλοιός, κωδωνοκρούστης;
USER: κωδωνοκρούστες, ringers, δακτυλιωτές, Κουδουνίσματα, Ringers που,
GT
GD
C
H
L
M
O
ringing
/rɪŋ/ = VERB: κουδουνίζω, κρούω, ηχώ, κωδωνίζω;
USER: ήχους, κουδούνισμα, ήχο, ήχων, χτυπά
GT
GD
C
H
L
M
O
rings
/rɪŋ/ = NOUN: δαχτυλίδι, δακτύλιος, δακτυλίδι, ήχος, παλαίστρα, συμμορία, χαλκάς, όμιλος, κωδώνισμα;
VERB: κουδουνίζω, κρούω, ηχώ, κωδωνίζω;
USER: δαχτυλίδια, δακτυλίους, δακτύλιοι, δακτυλίων, δακτυλίδια
GT
GD
C
H
L
M
O
rise
/raɪz/ = NOUN: αύξηση, πηγή, ανατολή, έγερση, ύψωμα, ύψωση;
VERB: εγείρομαι, σηκώνομαι, ανατέλλω, υψούμαι;
USER: αύξηση, αυξηθεί, αυξάνονται, αυξάνεται, αυξηθούν
GT
GD
C
H
L
M
O
risen
/raɪz/ = VERB: εγείρομαι, σηκώνομαι, ανατέλλω, υψούμαι;
USER: αυξηθεί, αυξήθηκε, ανέλθει, αυξήθηκαν, ανέβει
GT
GD
C
H
L
M
O
rising
/ˈraɪ.zɪŋ/ = NOUN: εξέγερση, ανατολή, έγερση;
ADJECTIVE: ανατέλλων, εγειρόμενος, υψούμενος;
USER: αυξάνεται, αύξηση, άνοδο, αυξάνονται, αύξηση των
GT
GD
C
H
L
M
O
road
/rəʊd/ = NOUN: δρόμος, οδός;
ADJECTIVE: χερσαίος;
USER: δρόμος, οδός, δρόμο, οδικών, δρόμου
GT
GD
C
H
L
M
O
rocks
/rɒk/ = NOUN: βράχος, πέτρα, λίθος, λίκνισμα;
VERB: λικνίζομαι, λικνίζω, κουνώ;
USER: βράχια, πετρώματα, βράχους, βράχοι, βράχων
GT
GD
C
H
L
M
O
room
/ruːm/ = NOUN: δωμάτιο, αίθουσα, χώρος, τόπος;
VERB: κατοικώ;
USER: δωμάτιο, αίθουσα, δωματίου, δωμάτια, δωματίων, δωματίων
GT
GD
C
H
L
M
O
round
/raʊnd/ = ADVERB: γύρω, πέριξ, ολόγυρα;
NOUN: γύρος, κύκλος, βολή, κρέας από τον μηρόν;
ADJECTIVE: στρογγυλός, κυκλικός;
VERB: τριγύρω, στρογγυλεύω, περικυκλώ;
USER: γύρω, γύρω από, γύρο, στρογγυλοποιεί, στρογγυλοποιούν
GT
GD
C
H
L
M
O
royal
/ˈrɔɪ.əl/ = ADJECTIVE: βασιλικός, ανακτορικός;
USER: βασιλικός, βασιλικό, βασιλική, βασιλικής, βασιλικού
GT
GD
C
H
L
M
O
rude
/ruːd/ = ADJECTIVE: αγενής, βάναυσος, τραχύς, αγροίκος, ανάγωγος;
USER: αγενής, rude, αγενές, αγενείς, αγενή
GT
GD
C
H
L
M
O
rules
/ruːl/ = NOUN: κανόνας, χάρακας, κανών διοίκηση;
VERB: κυβερνώ, χαρακώνω, διέπω;
USER: κανόνες, κανόνων, τους κανόνες, των κανόνων, κανόνες που
GT
GD
C
H
L
M
O
running
/ˈrʌn.ɪŋ/ = NOUN: τρέξιμο, τρέχων;
ADJECTIVE: τρεχάτος;
USER: τρέξιμο, λειτουργία, τρέχει, λειτουργίας, λειτουργεί
GT
GD
C
H
L
M
O
s
= ABBREVIATION: μικρό;
USER: s, ες, α, ων
GT
GD
C
H
L
M
O
sacrifice
/ˈsæk.rɪ.faɪs/ = NOUN: θυσία;
VERB: θυσιάζω;
USER: θυσία, θυσιάσει, θυσιάσει τις, θυσιάσουν, θυσιάσουμε
GT
GD
C
H
L
M
O
sad
/sæd/ = ADJECTIVE: λυπημένος, λυπηρός, άθυμος, πικραμένος, κατηφής;
USER: λυπημένος, θλιβερή, λυπηρό, θλιβερό, sad
GT
GD
C
H
L
M
O
said
/sed/ = USER: είπε, δήλωσε, δήλωσε ο, είπε ο, είπε ο
GT
GD
C
H
L
M
O
sailing
/ˈseɪ.lɪŋ/ = NOUN: απόπλους;
USER: απόπλους, ιστιοπλοΐα, Sailing, ιστιοπλοΐας, ιστιοφόρα
GT
GD
C
H
L
M
O
saint
/seɪnt/ = ADJECTIVE: άγιος;
NOUN: άγια;
USER: άγιος, saint, αγίου, άγιο, Σεν
GT
GD
C
H
L
M
O
sake
/seɪk/ = NOUN: χάρη, χατίρι, αιτία, σκοπός, γιαπωνέζικο ποτό, είδος ιαπωνικού ποτού;
USER: χάρη, λόγους, χάριν, καλό, όνομα
GT
GD
C
H
L
M
O
salvation
/sælˈveɪ.ʃən/ = NOUN: σωτηρία;
USER: σωτηρία, σωτηρίας, τη σωτηρία, η σωτηρία, σωτηρία του
GT
GD
C
H
L
M
O
same
/seɪm/ = NOUN: ίδιο;
ADJECTIVE: ίδιος, όμοιος;
PRONOUN: ίδιος;
USER: ίδιο, ίδιος, ίδια, ίδιες, ίδιας, ίδιας
GT
GD
C
H
L
M
O
satan
= USER: σατανάς, Σατανά, satan, ο Σατανάς, του Σατανά,
GT
GD
C
H
L
M
O
save
/seɪv/ = PREPOSITION: εκτός;
VERB: σώζω, αποταμιεύω, γλιτώνω, οικονομώ;
USER: εκτός, αποθηκεύσετε, σώσει, αποταμιεύσετε, εξοικονομήσει
GT
GD
C
H
L
M
O
savior
/ˈseɪ.vjər/ = NOUN: σωτήρας, λυτρωτής, σωτήρ;
USER: σωτήρας, λυτρωτής, Σωτήρα, ο Σωτήρας, savior
GT
GD
C
H
L
M
O
saw
/sɔː/ = NOUN: πριόνι, ρητό, πριόνιο, γνωμικό, παροιμία;
VERB: πριονίζω;
USER: πριόνι, είδε, είδα, είδαν, είδαμε, είδαμε
GT
GD
C
H
L
M
O
say
/seɪ/ = VERB: λέγω;
USER: πω, λένε, πει, να πω, πείτε, πείτε
GT
GD
C
H
L
M
O
school
/skuːl/ = NOUN: σχολείο, σχολή, κοπάδι ψάρια, πλήθος ιχθύων;
VERB: εκπαιδεύω, παιδαγωγώ;
USER: σχολείο, σχολή, σχολείου, το σχολείο, σχολική, σχολική
GT
GD
C
H
L
M
O
scorn
/skɔːn/ = NOUN: περιφρόνηση, καταφρόνηση, περίγελος;
VERB: περιφρονώ;
USER: περιφρόνηση, περιφρονώ, περιφρονούν, περιφρονούμε, περιφρονήσει
GT
GD
C
H
L
M
O
sealed
/siːld/ = VERB: σφραγίζω, επικυρώ, επισφραγίζω;
USER: σφραγισμένο, σφραγισμένη, σφραγισμένες, σφραγισμένα, σφραγισμένους
GT
GD
C
H
L
M
O
season
/ˈsiː.zən/ = NOUN: εποχή, σαιζόν, ώρα του έτους;
VERB: μετριάζω, ψήνω, αρτύω, εξοικειώ, εξοικειούμαι, ωριμάζω;
USER: εποχή, σαιζόν, σεζόν, περίοδο, περιόδου
GT
GD
C
H
L
M
O
seated
/ˈsiː.tɪd/ = VERB: κάθωμαι, βάλλω κάποιον να καθήσει, καθίζω;
USER: κάθονται, κάθεται, καθισμένος, καθισμένη, καθισμένοι
GT
GD
C
H
L
M
O
second
/ˈsek.ənd/ = USER: second-, second, δεύτερος;
NOUN: δευτερόλεπτο, πρόταση, μάρτυς μονομαχίας;
VERB: υποστηρίζω, σιγοντάρω;
USER: δεύτερος, δευτερόλεπτο, δεύτερο, δεύτερη, δεύτερης
GT
GD
C
H
L
M
O
see
/siː/ = VERB: βλέπω, καταλαβαίνω;
NOUN: επισκοπή;
USER: βλέπω, δείτε, βλ., βλέπε, βλέπετε, βλέπετε
GT
GD
C
H
L
M
O
seek
/siːk/ = VERB: ζητώ, επιζητώ, αναζητώ κάτι;
USER: αναζητήσουν, επιδιώξει, επιδιώκουν, αναζητούν, ζητούν
GT
GD
C
H
L
M
O
seeker
/ˈsiː.kər/ = NOUN: ζητών, ζητητής;
USER: άσυλο, αιτών, αναζητητής, αναζητά, αναζητεί
GT
GD
C
H
L
M
O
seemed
/sēm/ = VERB: φαίνομαι;
USER: φαινόταν, φάνηκε, φαίνεται, Κεφαλιά, έμοιαζε
GT
GD
C
H
L
M
O
seen
/siːn/ = VERB: βλέπω, καταλαβαίνω;
USER: δει, φαίνεται, θεωρείται, παρατηρηθεί, παρατηρείται
GT
GD
C
H
L
M
O
sees
/siː/ = VERB: βλέπω, καταλαβαίνω;
NOUN: επισκοπή;
USER: βλέπει, θεωρεί, θεωρεί ότι, βγάζει, κρίνει
GT
GD
C
H
L
M
O
seized
/siːz/ = VERB: αρπάζω, συλλαμβάνω, κατάσχω;
USER: κατασχέθηκαν, που κατασχέθηκαν, κατασχεθεί, κατασχεθέντων, κατασχέθηκε
GT
GD
C
H
L
M
O
send
/send/ = VERB: στέλνω, αποστέλλω, στέλλω, πέμπω;
USER: αποστολή, στείλετε, στείλτε, να στείλετε, στείλει
GT
GD
C
H
L
M
O
sent
/sent/ = VERB: στέλνω, αποστέλλω, στέλλω, πέμπω;
USER: αποστέλλονται, αποστέλλεται, έστειλε, απέστειλε, στείλει
GT
GD
C
H
L
M
O
seven
/ˈsev.ən/ = USER: seven-, seven;
USER: επτά, εφτά, από επτά, από επτά
GT
GD
C
H
L
M
O
seventh
/ˈsev.ənθ/ = USER: seventh-, seventh;
USER: έβδομος, έβδομη, έβδομο, έβδομου, έβδομης, έβδομης
GT
GD
C
H
L
M
O
sever
/ˈsev.ər/ = VERB: κόβω, αποκόπτω, διακόπτω, χωρίζω, διαχωρίζω;
USER: κόβω, διακόψει, αποκόψει, θύμα παύει οποιαδήποτε, χωρίσει
GT
GD
C
H
L
M
O
shall
/ʃæl/ = USER: shall-, will, would, shall, shall, shall, shall;
USER: θα, πρέπει, μέλη, προβαίνει, προβαίνει
GT
GD
C
H
L
M
O
shalt
/ʃalt/ = USER: θελεις, θέλεις, shalt,
GT
GD
C
H
L
M
O
shares
/ʃeər/ = NOUN: μερίδια, μέτοχος;
USER: μερίδια, μετοχών, μετοχές, μεριδίων, συμμερίζεται
GT
GD
C
H
L
M
O
sharp
/ʃɑːp/ = ADJECTIVE: αιχμηρός, οξύς, κοφτερός, έξυπνος, κοπτερός, ριμύς, πανούργος;
ADVERB: ακριβώς;
NOUN: δίεση, απατεών;
USER: αιχμηρός, ακριβώς, απότομη, αιχμηρά, έντονη
GT
GD
C
H
L
M
O
shed
/ʃed/ = NOUN: υπόστεγο, παράπηγμα, καλύβη;
VERB: χύνω, αποβάλλω, τριχοτομώ, απορρίπτω;
USER: υπόστεγο, χύνω, ρίξει, να ρίξει, εγκατάσταση
GT
GD
C
H
L
M
O
sheep
/ʃiːp/ = NOUN: πρόβατα, πρόβατο, αρνί, δέρμα πρόβατου;
USER: πρόβατα, πρόβατο, προβάτων, προβατοειδών, τα πρόβατα
GT
GD
C
H
L
M
O
shelter
/ˈʃel.tər/ = NOUN: καταφύγιο, στέγαστρο, άσυλο, σκέπη;
VERB: προφυλάσσω, κρύβω, σκεπώ, δίδω άσυλο;
USER: καταφύγιο, στέγη, καταφυγίων, καταφυγίου, στέγης
GT
GD
C
H
L
M
O
shepherds
/ˈʃep.əd/ = NOUN: βοσκός, ποιμένας, ποιμήν, τσοπάνος;
USER: βοσκοί, ποιμένες, βοσκούς, βοσκών, ποιμένων
GT
GD
C
H
L
M
O
shine
/ʃaɪn/ = NOUN: λάμψη, γυάλισμα, στίλβωμα, αιθρία;
VERB: λάμπω, φέγγω, γυαλίζω, ακτινοβολώ, φωτοβολώ, στιλβώ;
USER: λάμψη, λάμψει, λάμπουν, λάμπει, λάμψουν
GT
GD
C
H
L
M
O
shineth
= USER: φέγγει, λάμπει, shineth, ήδη φέγγει,
GT
GD
C
H
L
M
O
shining
/ʃaɪn/ = NOUN: λάμψη, λαμπρός;
USER: λάμψη, λάμπει, λαμπρό, λαμπερό, λάμποντας
GT
GD
C
H
L
M
O
shiny
/ˈʃaɪ.ni/ = ADJECTIVE: λαμπερός, στιλπνός, λάμπων;
USER: λαμπερός, λαμπερό, λαμπερά, γυαλιστερό, γυαλιστερά
GT
GD
C
H
L
M
O
ships
/ʃɪp/ = NOUN: πλοίο, καράβι;
VERB: επιβιβάζω, φορτώνω, αποστέλλω;
USER: πλοία, τα πλοία, πλοίων, των πλοίων, πλοία που
GT
GD
C
H
L
M
O
shone
/ʃɒn/ = VERB: λάμπω, φέγγω, γυαλίζω, ακτινοβολώ, φωτοβολώ, στιλβώ;
USER: έλαμψε, έλαμπε, λάμπεις, έλαμψαν, λάμψει
GT
GD
C
H
L
M
O
shoots
= NOUN: βλαστός, κυνήγι, σανίδες βαρέλιου, σανίδες κιβώτιου;
USER: βλαστούς, βλαστοί, βλαστών, βλαστάρια, σουτάρει
GT
GD
C
H
L
M
O
should
/ʃʊd/ = USER: θα πρέπει να, πρέπει, πρέπει να, θα πρέπει, θα έπρεπε, θα έπρεπε
GT
GD
C
H
L
M
O
shout
/ʃaʊt/ = VERB: φωνάζω, ξεφωνίζω, κραυγάζω, αλαλάζω;
NOUN: κραυγή, δυνατή φωνή, βοή;
USER: φωνάζω, κραυγή, φωνάζουν, φωνάξει, φωνάζει
GT
GD
C
H
L
M
O
shouted
/ʃaʊt/ = VERB: φωνάζω, ξεφωνίζω, κραυγάζω, αλαλάζω;
USER: φώναξε, φώναξαν, ομάδα του από σίγουρο, σίγουρο
GT
GD
C
H
L
M
O
show
/ʃəʊ/ = NOUN: προβολή, επίδειξη, έκθεση, σόου, θέαμα, θέατρο;
VERB: δείχνω, εμφανίζω, φαίνομαι, δεικνύω;
USER: προβολή, δείχνουν, δείξει, εμφάνιση, δείτε
GT
GD
C
H
L
M
O
showed
/ʃəʊ/ = VERB: δείχνω, εμφανίζω, φαίνομαι, δεικνύω;
USER: έδειξε, έδειξαν, κατέδειξε, παρουσίασε, παρουσίασαν
GT
GD
C
H
L
M
O
shown
/ʃəʊn/ = VERB: δείχνω, εμφανίζω, φαίνομαι, δεικνύω;
USER: εμφανίζονται, φαίνεται, εμφανίζεται, που εμφανίζονται, δείξει
GT
GD
C
H
L
M
O
side
/saɪd/ = NOUN: πλευρά, μέρος, πλευρό, μεριά;
ADJECTIVE: πλάγιος;
USER: πλευρά, πλευράς, πλευρά της, πλάι, πλευρικά
GT
GD
C
H
L
M
O
sighing
/saɪ/ = VERB: αναστενάζω;
USER: αναστενάζοντας, αναστεναγμούς, στενάζουν, στεναγμός, ο στεναγμός
GT
GD
C
H
L
M
O
sight
/saɪt/ = NOUN: θέα, θέαμα, όραση, όψη;
VERB: βλέπω;
USER: θέαμα, όραση, θέα, όψεως, επαφή, επαφή
GT
GD
C
H
L
M
O
sign
/saɪn/ = NOUN: σημείο, σήμα, πινακίδα, επιγραφή, ταμπέλα, προγνωστικό, νεύμα;
VERB: υπογράφω, νεύω;
USER: σήμα, σημείο, υπογράψει, υπογράψουν, εγγραφείτε
GT
GD
C
H
L
M
O
signs
/sīn/ = NOUN: σημείο, σήμα, πινακίδα, επιγραφή, ταμπέλα, προγνωστικό, νεύμα;
VERB: υπογράφω, νεύω;
USER: πινακίδες, σημεία, σημάδια, σημείων, σήματα
GT
GD
C
H
L
M
O
silent
/ˈsaɪ.lənt/ = ADJECTIVE: σιωπηλός, αμίλητος, εχέμυθος, άφωνος;
USER: σιωπηλός, σιωπηλή, αθόρυβη, σιωπηλό, σιωπηλοί, σιωπηλοί
GT
GD
C
H
L
M
O
silently
/ˈsaɪ.lənt/ = ADVERB: σιωπηλά, σιωπηλώς;
USER: σιωπηλά, αθόρυβα, σιωπηρά, χωρίς μηνύματα
GT
GD
C
H
L
M
O
silver
/ˈsɪl.vər/ = NOUN: ασήμι, άργυρος, μαχαιροπήρουνο, αργυρά είδη;
ADJECTIVE: αργυρός, άργυρους;
VERB: επαργυρώ, ασημώνω;
USER: ασήμι, άργυρος, ασημένια, ασημί, αργύρου
GT
GD
C
H
L
M
O
sin
/sɪn/ = NOUN: αμαρτία;
VERB: αμαρτάνω;
USER: αμαρτία, αμαρτίας, την αμαρτία, αμάρτημα, sin
GT
GD
C
H
L
M
O
since
/sɪns/ = PREPOSITION: seit;
CONJUNCTION: seit, da, weil, seitdem, zumal, nun, wo;
ADVERB: seitdem, inzwischen;
USER: από, αφού, επειδή, από τότε, από το, από το
GT
GD
C
H
L
M
O
sing
/sɪŋ/ = VERB: τραγουδώ, ψάλλω, άδω;
NOUN: νόημα;
USER: τραγουδώ, τραγουδούν, τραγουδήσει, τραγουδήσουν, τραγουδήσω
GT
GD
C
H
L
M
O
singers
/ˈsɪŋ.ər/ = NOUN: τραγουδιστής, αοιδός, περικαίων, ψάλτης;
USER: Τραγουδιστές, τραγουδιστών, τραγουδίστριες, Μουσικοί Τραγουδιστές, Έντεχνοι τραγουδιστές
GT
GD
C
H
L
M
O
singin
= USER: singin, τραγουδούσε
GT
GD
C
H
L
M
O
singing
/sɪŋ/ = NOUN: τραγούδι, τραγούδημα, άσμα;
USER: τραγούδι, τραγουδώντας, το τραγούδι, τραγουδούν, τραγουδά
GT
GD
C
H
L
M
O
sings
/sɪŋ/ = NOUN: νόημα;
USER: τραγουδά, τραγουδάει, πινακίδες, ερμηνεύει, τραγουδούν
GT
GD
C
H
L
M
O
sinners
/ˈsinər/ = USER: αμαρτωλοί, αμαρτωλούς, οι αμαρτωλοί, αμαρτωλών, τους αμαρτωλούς
GT
GD
C
H
L
M
O
sins
/sɪn/ = NOUN: αμαρτία;
USER: αμαρτίες, αμαρτιών, τις αμαρτίες, αμαρτήματα, οι αμαρτίες
GT
GD
C
H
L
M
O
sire
/saɪər/ = NOUN: άρχοντας, επιβήτορας, πατήρ ζώου, άρχων;
VERB: γεννώ;
USER: άρχοντας, επιβήτορας, άρχων, γεννώ, επιβήτορα
GT
GD
C
H
L
M
O
sister
/ˈsɪs.tər/ = NOUN: αδελφή, αδερφή, νοσοκόμα, καλόγρια;
USER: αδελφή, αδερφή, η αδελφή, αδελφής, την αδελφή
GT
GD
C
H
L
M
O
six
/sɪks/ = USER: six-, six;
USER: έξι, έξη, από έξι
GT
GD
C
H
L
M
O
sixth
/sɪksθ/ = USER: sixth-, sixth;
USER: έκτος, έκτη, έκτο, έκτου, έκτης
GT
GD
C
H
L
M
O
skies
/skaɪ/ = NOUN: ουρανοί;
USER: ουρανοί, ουρανό, ουρανούς, ουρανός, ουρανών
GT
GD
C
H
L
M
O
sky
/skaɪ/ = NOUN: ουρανός;
USER: ουρανός, ουρανό, ουρανού, του ουρανού, τον ουρανό
GT
GD
C
H
L
M
O
sleep
/sliːp/ = NOUN: ύπνος;
VERB: κοιμάμαι, κοιμώμαι;
USER: ύπνος, κοιμάμαι, ύπνο, κοιμηθεί, κοιμούνται, κοιμούνται
GT
GD
C
H
L
M
O
sleeping
/sliːp/ = ADJECTIVE: κοιμισμένος;
NOUN: ασθένεια ύπνου;
USER: κοιμισμένος, ύπνο, ύπνου, κοιμάται, τον ύπνο
GT
GD
C
H
L
M
O
sleigh
/sleɪ/ = NOUN: έλκηθρο, έλκηθρο χιόνος;
USER: έλκηθρο, έλκηθρα, sleigh, ελκήθρων, με έλκηθρο
GT
GD
C
H
L
M
O
sleighing
/sleɪ/ = NOUN: όχηση επι χιονοέλκηθρο;
USER: όχηση επι χιονοέλκηθρο, έλκηθρο,
GT
GD
C
H
L
M
O
slow
/sləʊ/ = ADJECTIVE: αργός, βραδύς;
VERB: βραδύνω;
USER: αργός, επιβραδύνει, αργή, επιβραδύνουν, να επιβραδύνει
GT
GD
C
H
L
M
O
slowly
/ˈsləʊ.li/ = ADVERB: αργά, σιγά;
USER: αργά, σιγά, βραδέως, αργή
GT
GD
C
H
L
M
O
slumber
/ˈslʌm.bər/ = NOUN: ελαφρός ύπνος;
VERB: κοιμάμαι ελαφρά, κοιμώμαι ελαφρώς;
USER: ελαφρός ύπνος, κοιμάμαι ελαφρά, ύπνο, λήθαργο, slumber
GT
GD
C
H
L
M
O
smiles
/smaɪl/ = NOUN: χαμόγελο, μειδίαμα;
VERB: μειδιώ;
USER: χαμόγελα, τα χαμόγελα, χαμογελάει, smiles, χαμογελά
GT
GD
C
H
L
M
O
snow
/snəʊ/ = NOUN: χιόνι;
VERB: χιονίζω;
USER: χιόνι, χιονό, χιονιού, ντεπόζιτο χιονό
GT
GD
C
H
L
M
O
so
/səʊ/ = ADVERB: έτσι, λοιπόν, ούτω;
CONJUNCTION: ώστε, επομένως, όθεν;
USER: έτσι, ώστε, τόσο, έτσι ώστε, έτσι ώστε
GT
GD
C
H
L
M
O
sod
/sɒd/ = NOUN: χλοοτάπητας, παλούκι, χώμα μετά ρίζων, βώλος;
USER: χλοοτάπητας, SOD, χλοοτάπητα, γρασίδι, δΟϋ
GT
GD
C
H
L
M
O
soft
/sɒft/ = ADJECTIVE: μαλακός, απαλός;
USER: μαλακός, μαλακό, μαλακά, μαλακή, μαλακών
GT
GD
C
H
L
M
O
solemn
/ˈsɒl.əm/ = ADJECTIVE: σοβαρός, επίσημος, ιεροπρεπής;
USER: σοβαρός, επίσημος, επίσημη, υπεύθυνη, πανηγυρική
GT
GD
C
H
L
M
O
some
/səm/ = PRONOUN: μερικοί, κάποιος, τινές, κάμποσος;
ADVERB: περίπου;
USER: μερικοί, περίπου, κάποιος, μερικά, κάποια, κάποια
GT
GD
C
H
L
M
O
somebody
/ˈsʌm.bə.di/ = PRONOUN: κάποιος, κάποια;
USER: κάποιος, κάποιον, κάποιου, κάποιο, κάποιος να, κάποιος να
GT
GD
C
H
L
M
O
someone
/ˈsʌm.wʌn/ = PRONOUN: κάποιος, κάποια;
USER: κάποιος, κάποιον, κάποιον φίλο, σε κάποιον φίλο, σε κάποιον
GT
GD
C
H
L
M
O
son
/sʌn/ = NOUN: γιός, υιός;
USER: υιός, γιός, γιος, γιο, ο γιος
GT
GD
C
H
L
M
O
song
/sɒŋ/ = NOUN: τραγούδι, άσμα;
USER: τραγούδι, τραγουδιού, το τραγούδι, κομμάτι, τραγουδιού για
GT
GD
C
H
L
M
O
songs
/sɒŋ/ = NOUN: τραγούδι, άσμα;
USER: τραγούδια, τα τραγούδια, τραγουδιών, κομμάτια, τραγούδια που
GT
GD
C
H
L
M
O
sons
/sʌn/ = NOUN: γιός, υιός;
USER: γιους, γιοι, τους γιους, γιων, οι γιοι
GT
GD
C
H
L
M
O
soon
/suːn/ = ADVERB: σύντομα, γρήγορα, προσεχώς, νωρίς, ταχέως, ενωρίς;
USER: σύντομα, γρήγορα, συντομότερο, μόλις, ταχύτερο
GT
GD
C
H
L
M
O
soot
/sʊt/ = NOUN: αιθάλη, καπνιά;
USER: αιθάλη, καπνιά, αιθάλης, της αιθάλης, κάπνα
GT
GD
C
H
L
M
O
sorrowing
/ˈsɒr.əʊ/ = VERB: θρηνώ, λυπούμαι
GT
GD
C
H
L
M
O
sorrows
/ˈsɒr.əʊ/ = NOUN: λύπη;
USER: λύπες, θλίψεις, θλίψεων, τις λύπες, καημοί
GT
GD
C
H
L
M
O
souls
/səʊl/ = NOUN: ψυχή;
USER: ψυχές, ψυχών, οι ψυχές, τις ψυχές, ψυχή
GT
GD
C
H
L
M
O
sounding
/sound/ = NOUN: βολιδοσκόπηση, βυθομέτρηση, ήχηση, ηχών;
USER: βυθομέτρηση, βολιδοσκόπηση, ήχηση, ηχεί, κρούουν
GT
GD
C
H
L
M
O
sounds
/saʊnd/ = NOUN: ήχος, πορθμός, στενό;
VERB: ηχώ, διαδίδω, βαθυμετρώ, βολιδοσκοπώ;
USER: ήχους, ήχοι, ήχων, τους ήχους, ακούγεται
GT
GD
C
H
L
M
O
spears
/spɪər/ = NOUN: δόρυ, λόγχη, κοντάρι, μίσχος;
USER: λόγχες, Spears, δόρατα, ακόντια, Σπίαρς
GT
GD
C
H
L
M
O
spirit
/ˈspɪr.ɪt/ = NOUN: πνεύμα, ψυχή, διάθεση, οινόπνευμα, φρόνημα, ζωή, ενεργητικότητα;
USER: πνεύμα, πνεύματος, το πνεύμα, ποτών, ποτά
GT
GD
C
H
L
M
O
spirits
/ˈspɪr.ɪt/ = NOUN: οινοπνευματώδη, αλκοόλ;
USER: οινοπνευματώδη, πνεύματα, οινοπνευματώδη ποτά, αποστάγματα, οινοπνευματωδών
GT
GD
C
H
L
M
O
splendor
/ˈsplendər/ = NOUN: μεγαλείο, λαμπρότητα, λάμψη, λαμπρότης;
USER: μεγαλείο, λαμπρότητα, μεγαλοπρέπεια, το μεγαλείο, αίγλη,
GT
GD
C
H
L
M
O
stable
/ˈsteɪ.bl̩/ = ADJECTIVE: σταθερός, ευσταθής, μόνιμος;
NOUN: στάβλος;
VERB: σταβλίζω, σταυλίζω;
USER: σταθερός, στάβλος, σταθερή, σταθερό, σταθερές
GT
GD
C
H
L
M
O
stall
/stɔːl/ = VERB: αναβάλλω, αποφεύγω, σταβλίζω, σταματώ;
NOUN: στάβλος, παράπηγμα, φάτνη, κάθισμα, υπεκφυγή;
USER: αναβάλλω, στάβλος, stall, στάβλο, περίπτερο
GT
GD
C
H
L
M
O
stand
/stænd/ = NOUN: στάση, εξέδρα, βάθρο, σταμάτημα, παράπηγμα, στάντζα;
VERB: στέκομαι, αντέχω, στέκω, ίσταμαι, υπομένω, κείμαι;
USER: στάση, σταθεί, ξεχωρίζουν, ηρεμία, να σταθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
star
/stɑːr/ = NOUN: αστέρι, άστρο, πρωταγωνιστής, αστήρ;
VERB: πρωταγωνιστώ;
USER: αστέρι, αστέρων, ξενοδοχείων
GT
GD
C
H
L
M
O
stars
/stɑːr/ = NOUN: αστέρι, άστρο, πρωταγωνιστής, αστήρ;
VERB: πρωταγωνιστώ;
USER: stars, αστέρια, αστέρων, αστέρων Η, αστέρων με
GT
GD
C
H
L
M
O
start
/stɑːt/ = NOUN: αρχή, ξεκίνημα, εκκίνηση, εξάφνισμα;
VERB: ξεκινώ, αρχίζω, εκκινώ, αναπηδώ, αναχωρώ, εξαφανίζομαι;
USER: αρχή, εκκίνηση, ξεκίνημα, ξεκινήσει, αρχίσει
GT
GD
C
H
L
M
O
stay
/steɪ/ = NOUN: διαμονή, παραμονή, στήριγμα, σταμάτημα;
VERB: μένω, στέκομαι, διαμένω, σταματώ, αναβάλλω, αντέχω;
USER: διαμονή, παραμονή, μείνετε, μείνουν, μείνει
GT
GD
C
H
L
M
O
stealing
/stiːl/ = NOUN: κλοπή, κλέπτων;
USER: κλοπή, κλέβει, να κλέβει, κλέβουν, κλέβοντας
GT
GD
C
H
L
M
O
steeple
/ˈstiː.pl̩/ = NOUN: καμπαναριό, κωδωνοστάσιο;
USER: καμπαναριό, κωδωνοστάσιο, καμπαναριό της, καμπαναριού
GT
GD
C
H
L
M
O
step
/step/ = NOUN: βήμα, βαθμίδα, βαθμίς, σκαλοπάτι, διάβημα;
VERB: πατώ, βηματίζω;
USER: βήμα, εντείνει, εντείνουν, το βήμα, ενισχύσει
GT
GD
C
H
L
M
O
steps
/step/ = NOUN: βήμα, βαθμίδα, βαθμίς, σκαλοπάτι, διάβημα;
VERB: πατώ, βηματίζω;
USER: βήματα, μέτρα, τα βήματα, στάδια, ενέργειες
GT
GD
C
H
L
M
O
still
/stɪl/ = ADVERB: ακόμη, όμως;
ADJECTIVE: ακίνητος, ήρεμος, ήσυχος, ακούνητος;
NOUN: ηρεμία, πόζα, αποσταλακτήρ, λαμπίκος;
VERB: καθησυχάζω, λαμπικάρω;
USER: ακόμη, ακόμα, εξακολουθεί, εξακολουθεί να, εξακολουθούν
GT
GD
C
H
L
M
O
stillness
/stɪl/ = NOUN: ησυχία, ηρεμία, απνοία;
USER: ησυχία, ηρεμία, ακινησία, ακινησίας, γαλήνη
GT
GD
C
H
L
M
O
stone
/stəʊn/ = NOUN: πέτρα, λίθος, λιθάρι, πυρήν οπώρας;
ADJECTIVE: πέτρινος;
VERB: λιθοβολώ, ξεκουκιάζω;
USER: πέτρα, πέτρινο, πέτρας, πέτρινα, πέτρινη
GT
GD
C
H
L
M
O
stood
/stʊd/ = VERB: στέκομαι, αντέχω, στέκω, ίσταμαι, υπομένω, κείμαι;
USER: στάθηκε, διαμορφώθηκε, ανήλθε, ήταν, βρισκόταν
GT
GD
C
H
L
M
O
stop
/stɒp/ = NOUN: στάση, παύση, σταμάτημα, τελεία, στιγμή;
VERB: σταματώ, παύω, σταθμεύω, μένω;
USER: στάση, παύση, σταματήσει, να σταματήσει, σταματήσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
stopping
/stäp/ = NOUN: στάθμευση, σφράγισμα;
USER: στάθμευση, διακοπή, τη διακοπή, σταματήσει, σταματώντας
GT
GD
C
H
L
M
O
store
/stɔːr/ = NOUN: κατάστημα, αποθήκη, μαγαζί, παρακαταθήκη, στοκ, μέγα ποσό;
VERB: εφοδιάζω, εναποθηκεύω;
USER: αποθήκευση, αποθηκεύουν, αποθηκεύσετε, αποθηκεύσει, αποθηκεύει
GT
GD
C
H
L
M
O
storm
/stɔːm/ = NOUN: καταιγίδα, θύελλα, τρικυμία, φουρτούνα;
VERB: μαίνομαι, προσβάλλω εξ εφόδου;
USER: καταιγίδα, θύελλα, τη θύελλα, καταιγίδας, θύελλας
GT
GD
C
H
L
M
O
stream
/striːm/ = NOUN: ρεύμα, ρέμα, ρεματιά, χείμαρρος, ποταμός;
VERB: ρέω ποταμηδόν, κυματίζω;
USER: ρεύμα, ρέμα, ροή, ρεύματος, ροής
GT
GD
C
H
L
M
O
street
/striːt/ = NOUN: δρόμος, οδός;
USER: δρόμος, οδός, δρόμο, δρόμου, οδό, οδό
GT
GD
C
H
L
M
O
streets
/striːt/ = NOUN: δρόμος, οδός;
USER: δρόμους, στους δρόμους, δρόμοι, δρομάκια, σοκάκια, σοκάκια
GT
GD
C
H
L
M
O
strike
/straɪk/ = NOUN: απεργία, χτύπημα, κτύπημα;
VERB: χτυπώ, κτυπώ, πλήττω, προσκρούω, απεργώ;
USER: απεργία, χτυπήσει, απεργίας, επιτευχθεί, επιτύχει
GT
GD
C
H
L
M
O
stronger
/strɒŋ/ = USER: ισχυρότερη, ισχυρότερες, ισχυρότερο, ισχυρότερα, ισχυρή, ισχυρή
GT
GD
C
H
L
M
O
stuck
/stʌk/ = VERB: κολλώ, εμμένω, βάλλω, προσκολλώ, κόλλωμαι, κεντώ, αμηχανώ, τοιχοκολλώ;
USER: κολλήσει, κόλλησε, κολλημένος, κολλημένοι, κολλημένο
GT
GD
C
H
L
M
O
sturdy
/ˈstɜː.di/ = ADJECTIVE: ισχυρός, ρωμαλέος, στερεός, σθεναρός;
USER: ανθεκτικό, εύρωστη
GT
GD
C
H
L
M
O
such
/sʌtʃ/ = PRONOUN: τέτοιος, τοιούτος, τάδε;
USER: τέτοιος, όπως, τέτοια, εν λόγω, αυτών, αυτών
GT
GD
C
H
L
M
O
summer
/ˈsʌm.ər/ = NOUN: καλοκαίρι, θέρος;
USER: καλοκαίρι, καλοκαιρινά, το καλοκαίρι, καλοκαιριού, ντεπόζιτο καλοκαιρινά, ντεπόζιτο καλοκαιρινά
GT
GD
C
H
L
M
O
summit
/ˈsʌm.ɪt/ = NOUN: κορυφή;
USER: κορυφή, σύνοδο κορυφής, διάσκεψη κορυφής, συνόδου κορυφής, κορυφής
GT
GD
C
H
L
M
O
sun
/sʌn/ = NOUN: ήλιος;
VERB: ηλιάζω;
USER: ήλιος, ήλιο, ήλιου, τον ήλιο, ηλιόλουστη
GT
GD
C
H
L
M
O
sure
/ʃɔːr/ = ADJECTIVE: σίγουρος, βέβαιος, ασφαλής;
ADVERB: βέβαια;
USER: βέβαιος, σίγουρος, ότι, σίγουροι, βεβαιωθείτε, βεβαιωθείτε
GT
GD
C
H
L
M
O
swaddling
/ˈswädl/ = USER: φάσκιωμα, το φάσκιωμα, σπάργανο, σπάργανα, swaddling,
GT
GD
C
H
L
M
O
swans
/swɒn/ = NOUN: κύκνος;
USER: κύκνους, κύκνοι, κύκνων, κύκνους που, οι κύκνοι
GT
GD
C
H
L
M
O
sweet
/swiːt/ = ADJECTIVE: γλυκός, γλυκύς;
NOUN: γλύκισμα;
USER: γλυκός, γλυκό, γλυκιά, γλυκά, γλυκές
GT
GD
C
H
L
M
O
swiftly
/swɪft/ = ADVERB: ταχέως;
USER: ταχέως, γρήγορα, ταχεία, σύντομα, άμεσα
GT
GD
C
H
L
M
O
swimming
/swɪm/ = NOUN: κολύμπι, μπάνιο, κολύμβημα;
USER: κολύμπι, μπάνιο, κολύμβηση, πισίνα, κολύμβησης
GT
GD
C
H
L
M
O
syne
/sʌɪn/ = ADVERB: πριν, από τότε;
USER: από τότε, Syne,
GT
GD
C
H
L
M
O
t
/tiː/ = USER: t, τ, Μ, τόνο, ί
GT
GD
C
H
L
M
O
tails
/teɪl/ = NOUN: ουρά;
USER: ουρές, τις ουρές, υπολειμμάτων, ουρά, ουρών
GT
GD
C
H
L
M
O
take
/teɪk/ = VERB: παίρνω, λαμβάνω;
USER: να, λαμβάνουν, λαμβάνει, να λάβει, λάβει, λάβει
GT
GD
C
H
L
M
O
talk
/tɔːk/ = NOUN: ομιλία, κουβέντα, συνδιάλεξη;
VERB: μιλώ, συνομιλώ, κουβεντιάζω, ομιλώ;
USER: μιλήστε, μιλούν, μιλήσετε, μιλάμε, μιλήσουμε
GT
GD
C
H
L
M
O
tears
/teər/ = NOUN: κλάματα;
USER: κλάματα, δάκρυα, τα δάκρυα, δακρύων, δάκρυά
GT
GD
C
H
L
M
O
tell
/tel/ = VERB: λέγω, διηγούμαι, ιστορώ, αριθμώ;
USER: πείτε, πει, πω, ενημερώστε, λένε
GT
GD
C
H
L
M
O
telling
/ˈtel.ɪŋ/ = NOUN: λέγων;
ADJECTIVE: αποτελεσματικός;
USER: λέει, αφήγηση, λέγοντας, λέγοντάς, λένε
GT
GD
C
H
L
M
O
ten
/ten/ = USER: ten-, ten, δεκάδα;
USER: δέκα, από δέκα, δεκάδα, δεκάδα
GT
GD
C
H
L
M
O
tender
/ˈten.dər/ = NOUN: προσφορά, φροντιστής, φύλαξ, βαγόνι κάρβουνων, άμαξα βοηθητική, φορτηγή, βοηθητικό πλοίο;
ADJECTIVE: τρυφερός, χλωρός;
VERB: προσφέρω;
USER: προσφορά, προσφορών, διαγωνισμού, προσφοράς, υποβολής προσφορών
GT
GD
C
H
L
M
O
tenth
/tenθ/ = USER: tenth, tenth;
USER: δέκατος, δέκατο, δέκατη, δέκατης, δέκατου
GT
GD
C
H
L
M
O
that
/ðæt/ = CONJUNCTION: ότι, ώστε, πως;
ADVERB: τόσο;
PRONOUN: εκείνος, όστις;
USER: ότι, πως, ώστε, που, ότι η, ότι η
GT
GD
C
H
L
M
O
the
/ðiː/ = ARTICLE: ο;
USER: ο, η, το, την, της
GT
GD
C
H
L
M
O
thee
/ðiː/ = PRONOUN: σε;
USER: thee, σοι, σου, σένα, εσένα
GT
GD
C
H
L
M
O
their
/ðeər/ = PRONOUN: τους, αυτών των, δικός τους;
USER: τους, του, τους για, των, των
GT
GD
C
H
L
M
O
them
/ðem/ = PRONOUN: τους, αυτούς;
USER: τους, αυτούς, τα, τις, αυτά, αυτά
GT
GD
C
H
L
M
O
then
/ðen/ = ADVERB: τότε, έπειτα, λοιπόν;
USER: τότε, έπειτα, στη συνέχεια, συνέχεια, κατόπιν, κατόπιν
GT
GD
C
H
L
M
O
there
/ðeər/ = ADVERB: εκεί;
USER: εκεί, υπάρχει, υπάρχουν, υφίσταται, υπάρξει, υπάρξει
GT
GD
C
H
L
M
O
therefore
/ˈðeə.fɔːr/ = ADVERB: επομένως, ως εκ τούτου, άρα, όθεν;
USER: ως εκ τούτου, επομένως, άρα, συνεπώς, συνέπεια
GT
GD
C
H
L
M
O
they
/ðeɪ/ = PRONOUN: αυτοί;
USER: αυτοί, που, ότι, να, θα, θα
GT
GD
C
H
L
M
O
thing
/θɪŋ/ = NOUN: πράγμα;
USER: πράγμα, πράγμα που, κάτι, το πράγμα, θέμα, θέμα
GT
GD
C
H
L
M
O
third
/θɜːd/ = USER: third-, third;
USER: τρίτος, τρίτες, τρίτο, τρίτη, τρίτων, τρίτων
GT
GD
C
H
L
M
O
this
/ðɪs/ = PRONOUN: αυτό, τούτος, ούτος;
USER: αυτό, αυτή, Αυτό το, αυτή η, Η παρούσα, Η παρούσα
GT
GD
C
H
L
M
O
thither
/ˈðɪð.ər/ = ADVERB: προς τα εκεί;
USER: εκει, προς τα εκεί
GT
GD
C
H
L
M
O
thorn
/θɔːn/ = NOUN: αγκάθι, άκανθα;
USER: αγκάθι, Thorn, Θορν, αγκαθιών, αγκάθια
GT
GD
C
H
L
M
O
thorns
/θɔːn/ = NOUN: αγκάθι, άκανθα;
USER: αγκάθια, στεφάνι, αγκαθιών, τα αγκάθια
GT
GD
C
H
L
M
O
those
/ðəʊz/ = PRONOUN: tamti;
USER: εκείνοι, εκείνους, εκείνες, αυτές, εκείνων, εκείνων
GT
GD
C
H
L
M
O
thou
/ðaʊ/ = PRONOUN: σύ;
USER: εσύ, χιλ., θελεις, thou, συ
GT
GD
C
H
L
M
O
though
/ðəʊ/ = CONJUNCTION: αν και, μολονότι, εν τούτοις, καίτοι;
USER: αν και, μολονότι, εν τούτοις, αν, όμως
GT
GD
C
H
L
M
O
thought
/θɔːt/ = NOUN: σκέψη, στοχασμός, αναλογισμός;
USER: σκέψη, σκεφτεί, ότι, θεωρούν, σκέφτηκε, σκέφτηκε
GT
GD
C
H
L
M
O
thoughts
/θɔːt/ = NOUN: σκέψη, στοχασμός, αναλογισμός;
USER: σκέψεις, σκέψεων, οι σκέψεις, τις σκέψεις, σκέψη
GT
GD
C
H
L
M
O
three
/θriː/ = USER: three-, three, three;
USER: τρία, τρείς, τρεις, τριών, τα τρία, τα τρία
GT
GD
C
H
L
M
O
through
/θruː/ = ADVERB: διά μέσου, πέρα πέρα, κατ' ευθείαν;
ADJECTIVE: τελειομένος;
USER: μέσω, μέσω της, μέσα, μέσω του, με, με
GT
GD
C
H
L
M
O
thy
/ðaɪ/ = PRONOUN: σου, σός;
USER: σου, thy, δικος σου
GT
GD
C
H
L
M
O
tickling
/ˈtik(ə)l/ = NOUN: γαργάλισμα;
ADJECTIVE: γαργαλίζων;
USER: γαργαλίζων, γαργάλισμα, γαργαλιέμαι, tickling, γαργαλάει,
GT
GD
C
H
L
M
O
tidings
/ˈtaɪ.dɪŋz/ = NOUN: είδηση, νέα;
USER: είδηση, tidings, ευαγγελίζωμαι, Ευαγγελίζεται, άγγελμα
GT
GD
C
H
L
M
O
tight
/taɪt/ = ADJECTIVE: σφιχτός, σφικτός, σφιγκτός, μεθυσμένος, τέζα, τεντωμένος;
USER: σφιχτός, σφιχτό, σφιχτά, στενό, σφιχτή, σφιχτή
GT
GD
C
H
L
M
O
till
/tɪl/ = CONJUNCTION: έως, έως ότου, μέχρις ότου, ώσπου, ίσαμε;
VERB: οργώνω, καλλιεργώ;
NOUN: χρηματοσυρτάρι;
USER: έως, έως ότου, μέχρις ότου, ώσπου, μέχρι
GT
GD
C
H
L
M
O
time
/taɪm/ = NOUN: φορά, ώρα, χρόνος, εποχή, καιρός;
VERB: κανονίζω τον καιρό, μετρώ τον καιρό, συγχρονίζω;
USER: χρόνος, ώρα, φορά, καιρός, εποχή, εποχή
GT
GD
C
H
L
M
O
tis
/tɪz/ = USER: tis, ΤΗΣ, ΤΙΣ
GT
GD
C
H
L
M
O
to
/tuː/ = USER: to-, to, για, προς, μέχρι, εις;
USER: να, για, προς, μέχρι, σε, σε
GT
GD
C
H
L
M
O
today
/təˈdeɪ/ = ADVERB: σήμερα;
USER: σήμερα, σημερινή, σημερινό, σήμερα το, σήμερα το
GT
GD
C
H
L
M
O
together
/təˈɡeð.ər/ = ADVERB: μαζί, ομού, αντάμα;
USER: μαζί, κοινού, από κοινού, καθώς, συνδυασμό
GT
GD
C
H
L
M
O
toil
/tɔɪl/ = NOUN: μόχθος, κόπος;
VERB: μοχθώ, κοιτάζω, πασχίζω;
USER: μόχθος, μοχθώ, κόπος, κοιτάζω, πασχίζω
GT
GD
C
H
L
M
O
tomb
/tuːm/ = NOUN: τάφος, τύμβος, μνήμα;
USER: τάφος, τάφο, τάφου, τον τάφο, τάφο του
GT
GD
C
H
L
M
O
tonight
/təˈnaɪt/ = ADVERB: απόψε;
USER: απόψε, βράδυ, σήμερα το βράδυ, αποψινή
GT
GD
C
H
L
M
O
too
/tuː/ = ADVERB: πολύ, επίσης, πάρα πολύ;
USER: πάρα πολύ, πολύ, επίσης, υπερβολικά, πάρα, πάρα
GT
GD
C
H
L
M
O
took
/tʊk/ = VERB: παίρνω, λαμβάνω;
USER: πήρε, έλαβε, έλαβαν, πήραν, ανέλαβε, ανέλαβε
GT
GD
C
H
L
M
O
tops
/tɒp/ = ADJECTIVE: άριστος, έξοχος;
USER: κορυφές, Μπλούζες, Μπλουζάκια, tops, Τοπς
GT
GD
C
H
L
M
O
touch
/tʌtʃ/ = NOUN: επαφή, αφή, άγγιγμα, μικρή ποσότητα, μικρή ποσότης;
VERB: αγγίζω, ακουμπώ, εγγίζω, αφορώ, συγκινώ, άπτομαι;
USER: αγγίζετε, αγγίξτε, αγγίξετε, αγγίξει, αγγίζουν
GT
GD
C
H
L
M
O
town
/taʊn/ = NOUN: πόλη, κωμόπολη, πόλις;
USER: πόλη, κωμόπολη, πόλης, Town, Τάουν
GT
GD
C
H
L
M
O
toys
/tɔɪ/ = NOUN: παιχνίδι, παιγνίδι, παιχνιδάκι, παίγνιο, παιγνιδάκι, κλοτσοσκούφι, παίχνιο;
VERB: παίζω;
USER: Παιχνίδια, Toys, τα παιχνίδια, παιχνιδιών, παιχνίδια που
GT
GD
C
H
L
M
O
traditional
/trəˈdɪʃ.ən.əl/ = ADJECTIVE: παραδοσιακός, πατροπαράδοτος;
USER: παραδοσιακός, παραδοσιακή, παραδοσιακό, παραδοσιακά, παραδοσιακές
GT
GD
C
H
L
M
O
traverse
/trəˈvɜːs/ = ADJECTIVE: εγκάρσιος;
NOUN: διασταύρωση, διάξυλο, διασταυρών;
VERB: διαβαίνω, αντικρούω, διασταυρώ, διασχίζω;
USER: διασχίζουν, διασχίσει, διασχίζει, διαπερνούν, διασχίσουν
GT
GD
C
H
L
M
O
tread
/tred/ = NOUN: πάτημα, βάδισμα;
VERB: πατώ, τσαλαπατώ;
USER: πέλματος, πέλμα, του πέλματος, βαδίσουν, προχωρήσει
GT
GD
C
H
L
M
O
treasure
/ˈtreʒ.ər/ = NOUN: θησαυρός;
VERB: θησαυρίζω, θεωρώ πολύτιμο;
USER: θησαυρός, Treasure, θησαυρό, θησαυρού, του θησαυρού
GT
GD
C
H
L
M
O
tree
/triː/ = NOUN: δέντρο, δένδρο;
USER: δέντρο, δένδρο, δέντρου, δέντρων, δένδρων
GT
GD
C
H
L
M
O
trees
/triː/ = NOUN: δέντρο, δένδρο;
USER: δέντρα, τα δέντρα, δένδρα, δέντρων, δένδρων, δένδρων
GT
GD
C
H
L
M
O
treetops
/ˈtriːtɒp/ = USER: treetops, κορυφές των δέντρων, κορυφές δέντρων, σε κορυφές δέντρων, για Treetops,
GT
GD
C
H
L
M
O
triumph
/ˈtraɪ.əmf/ = NOUN: θρίαμβος;
VERB: θριαμβεύω;
USER: θρίαμβος, θρίαμβο, θριάμβου, θριαμβεύσει, νίκη
GT
GD
C
H
L
M
O
triumphant
/traɪˈʌm.fənt/ = ADJECTIVE: θριαμβευτικός;
USER: θριαμβευτικός, θριαμβευτική, θριαμβευτικό, θριαμβευτικά, θριαμβευτής
GT
GD
C
H
L
M
O
trod
/trɒd/ = VERB: πατώ, τσαλαπατώ;
USER: πάτησε, trod, βάδισε
GT
GD
C
H
L
M
O
troll
/trəʊl/ = NOUN: γίγας, νάνος, τρωγλοδύτης;
VERB: τραγουδώ με όρεξη, τραγουδώ εύθυμα, αγκιστρεύω;
USER: γίγας, νάνος, αγκιστρεύω, τρωγλοδύτης, troll
GT
GD
C
H
L
M
O
troubled
/ˈtrʌb.l̩d/ = VERB: ενοχλώ, ταράττω, στενοχωρώ;
USER: ταραγμένη, ταραγμένα, ταραγμένο, προβληματικές, προβληματικό
GT
GD
C
H
L
M
O
true
/truː/ = ADJECTIVE: αληθής, πιστός, ακριβής, βέρος;
USER: αληθής, αλήθεια, πραγματική, ισχύει, αληθινή, αληθινή
GT
GD
C
H
L
M
O
trust
/trʌst/ = NOUN: εμπιστοσύνη, καταπίστευμα, πίστη, παρακαταθήκη, τράστ, πίστωση, εμπορικός συνδυασμός;
VERB: εμπιστεύομαι, έχω πίστη, έχω πεποίθηση;
USER: εμπιστοσύνη, εμπιστεύονται, εμπιστευθείτε, εμπιστεύεστε, Αξιόπιστες
GT
GD
C
H
L
M
O
truth
/truːθ/ = NOUN: αλήθεια;
USER: αλήθεια, αλήθειας, την αλήθεια, πραγματικότητα, η αλήθεια
GT
GD
C
H
L
M
O
turned
/tərn/ = VERB: γυρίζω, στρέφω, στρίβω, τορνεύω, τρέπομαι, τρέπω;
USER: γύρισε, στράφηκε, μετατράπηκε, στράφηκαν, μετατραπεί, μετατραπεί
GT
GD
C
H
L
M
O
turning
/ˈtɜː.nɪŋ/ = NOUN: στροφή;
ADJECTIVE: περιστροφικός;
USER: στροφή, καμπής, στρέφονται, μετατρέποντας, μετατροπή
GT
GD
C
H
L
M
O
turtle
/ˈtɜː.tl̩/ = NOUN: χελώνα, χελώνη;
USER: χελώνα, χελώνας, χελώνες, χελωνών, θαλάσσια χελώνα
GT
GD
C
H
L
M
O
twelfth
/twelfθ/ = USER: twelfth-, twelfth;
USER: δωδέκατος, Δωδέκατη, δωδέκατο, δωδέκατου, δωδέκατης
GT
GD
C
H
L
M
O
twice
/twaɪs/ = ADVERB: δυο φορές;
USER: δυο φορές, δύο φορές, δύο φορές την, διπλάσιο, φορές, φορές
GT
GD
C
H
L
M
O
two
/tuː/ = USER: two-, two;
USER: δυο, δύο, τα δύο, τα δύο
GT
GD
C
H
L
M
O
unchanging
= USER: αμετάβλητη, αμετάβλητο, αναλλοίωτο, αμετάβλητος, αναλλοίωτη
GT
GD
C
H
L
M
O
underneath
/ˌʌn.dəˈniːθ/ = PREPOSITION: κάτω από;
ADVERB: υποκάτω;
USER: κάτω από, κάτω, από κάτω, κάτω από το
GT
GD
C
H
L
M
O
unfurled
/ˌənˈfərl/ = USER: ξεδίπλωσαν, ξεδιπλώνουν, ξεδιπλώσει, κυμάτιζαν, θα ξεδιπλώνεται,
GT
GD
C
H
L
M
O
until
/ənˈtɪl/ = PREPOSITION: μέχρι, έως, ίσαμε;
CONJUNCTION: ώσπου, ότου;
USER: μέχρι, έως, έως ότου, μέχρι τις, μέχρι να, μέχρι να
GT
GD
C
H
L
M
O
unto
/ˈʌn.tuː/ = PREPOSITION: προς, εις, μέχρι, για;
USER: προς, εις, μέχρι, unto, σ
GT
GD
C
H
L
M
O
up
/ʌp/ = PREPOSITION: επάνω, πάνω;
ADVERB: άνω;
ADJECTIVE: όρθιος;
VERB: εγείρομαι, υψώνω;
USER: επάνω, πάνω, άνω, μέχρι, έως, έως
GT
GD
C
H
L
M
O
upon
/əˈpɒn/ = PREPOSITION: επάνω σε, εις;
USER: επάνω σε, κατά, κατόπιν, κατά την, μετά
GT
GD
C
H
L
M
O
us
/ʌs/ = PRONOUN: μας, εμάς;
USER: μας, εμάς, μαζί μας, us, μας να, μας να
GT
GD
C
H
L
M
O
used
/juːst/ = ADJECTIVE: χρησιμοποιημένος, μεταχειρισμένος;
USER: χρησιμοποιείται, χρησιμοποιούνται, που χρησιμοποιείται, που χρησιμοποιούνται, χρησιμοποιηθεί
GT
GD
C
H
L
M
O
vale
/veɪl/ = NOUN: κοιλάς;
USER: χαίρε, υγίαινε, Vale, κοιλάδα, Βέιλ
GT
GD
C
H
L
M
O
ve
/-v/ = USER: ve, κο, πάει εκεί, νβ, νβ
GT
GD
C
H
L
M
O
veiled
/veɪld/ = ADJECTIVE: κεκαλυμμένος, προσχηματικός;
USER: προσχηματικός, κεκαλυμμένος, πέπλο, καλυμμένη, καλυμμένο
GT
GD
C
H
L
M
O
verily
/ˈver.ɪ.li/ = ADVERB: αληθώς;
USER: αληθώς, Αληθώς ο, αμήν, Verily, αμην
GT
GD
C
H
L
M
O
very
/ˈver.i/ = ADVERB: πολύ, ακριβώς, λίαν, ακόμη και;
ADJECTIVE: αληθής, ατούσιος;
USER: πολύ, ιδιαίτερα, είναι πολύ, ακριβώς, ακριβώς
GT
GD
C
H
L
M
O
view
/vjuː/ = NOUN: θέα, άποψη, όψη, ιδέα, φρόνημα, θεωρία, σκοπός;
VERB: βλέπω, θεωρώ;
USER: θέα, άποψη, δείτε, προβάλετε, ΠΡΟΒΟΛΗ
GT
GD
C
H
L
M
O
vigil
/ˈvɪdʒ.ɪl/ = NOUN: αγρυπνία, ολονυχτία;
USER: αγρυπνία, Vigil, καντήλι, αγρυπνίας, αγρύπνιας
GT
GD
C
H
L
M
O
virgin
/ˈvɜː.dʒɪn/ = NOUN: παρθένα;
ADJECTIVE: παρθενικός;
USER: παρθένα, Παρθένος, παρθένο, Virgin, παρθένου
GT
GD
C
H
L
M
O
visions
/ˈvɪʒ.ən/ = NOUN: όραμα, όραση, οπτασία, ενόραση, φάσμα;
VERB: οραματίζομαι;
USER: οράματα, οραμάτων, οράματά, τα οράματα, διατάξεις
GT
GD
C
H
L
M
O
wait
/weɪt/ = NOUN: αναμονή;
VERB: περιμένω, αναμένω;
USER: περιμένετε, περιμένω, περιμένουμε, περιμένει, wait, wait
GT
GD
C
H
L
M
O
waits
/weɪt/ = USER: περιμένει, αναμένει, αναμονής, σας περιμένει, αναμονή
GT
GD
C
H
L
M
O
walk
/wɔːk/ = VERB: περπατώ, βαδίζω, περιπατώ;
NOUN: περίπατος, βόλτα, πεζοπορία, βάδισμα;
USER: περπατώ, περίπατος, βόλτα, πόδια, τα πόδια, τα πόδια
GT
GD
C
H
L
M
O
wall
/wɔːl/ = NOUN: τείχος, τοίχος;
VERB: περιτειχίζω;
USER: τοίχος, τείχος, τοίχο, τοίχωμα, τοιχώματος
GT
GD
C
H
L
M
O
warm
/wɔːm/ = ADJECTIVE: ζεστός, θερμός, μετριώς θερμός;
VERB: θερμαίνω;
USER: ζεστός, θερμός, ζεστό, ζεστή, ζεστά
GT
GD
C
H
L
M
O
was
/wɒz/ = USER: ήταν, είχε, έγινε, έγινε
GT
GD
C
H
L
M
O
watch
/wɒtʃ/ = NOUN: ρολόι, επιτήρηση, αγρυπνία, φρουρός, φρουρά, ωρολόγιο φρούρησης;
VERB: παρακολουθώ, προσέχω, φρουρώ, παρατηρώ καλώς, επιτηρώ, επαγρυπνώ;
USER: ρολόι, παρακολουθώ, παρακολουθήσετε, παρακολουθήσουν, δείτε
GT
GD
C
H
L
M
O
watched
/wɒtʃ/ = VERB: παρακολουθώ, προσέχω, φρουρώ, παρατηρώ καλώς, επιτηρώ, επαγρυπνώ;
USER: παρακολούθησαν, παρακολουθούσε, παρακολουθούσαν, παρακολουθείται, παρακολουθήσει
GT
GD
C
H
L
M
O
watchmen
/ˈwɒtʃmən/ = USER: φύλακες, Watchmen, φυλάξει, φυλάκων, οι φύλακες,
GT
GD
C
H
L
M
O
way
/weɪ/ = NOUN: τρόπος, δρόμος, μέσο, διαδρομή, οδός, πέρασμα;
USER: τρόπος, δρόμος, τρόπο, τρόπος για, τον τρόπο, τον τρόπο
GT
GD
C
H
L
M
O
we
/wiː/ = PRONOUN: εμείς;
USER: εμείς, θα, που, έχουμε, μπορούμε, μπορούμε
GT
GD
C
H
L
M
O
weak
/wiːk/ = ADJECTIVE: αδύναμος, αδύνατος;
USER: αδύναμος, αδύνατος, αδύναμη, αδύναμο, ασθενής
GT
GD
C
H
L
M
O
wealth
/welθ/ = NOUN: πλούτος, περιουσία, πλούτη;
USER: πλούτος, περιουσία, πλούτη, πλούτου, πλούτο
GT
GD
C
H
L
M
O
weary
/ˈwɪə.ri/ = ADJECTIVE: κουρασμένος, ανιαρός, βεβαρυμένος;
VERB: βαρύνομαι, κουράζω, στενοχωρώ, ανιώ;
USER: κουρασμένος, κουρασμένο, κουρασμένοι, κουρασμένα, κουραστεί
GT
GD
C
H
L
M
O
weather
/ˈweð.ər/ = NOUN: καιρός;
VERB: αντιμετωπίζω, αερίζω, διέρχομαι;
USER: καιρός, καιρού, καιρό, καιρικές συνθήκες, καιρικές
GT
GD
C
H
L
M
O
well
/wel/ = ADVERB: καλά, καλώς;
NOUN: πηγάδι, φρέαρ, πηγή;
ADJECTIVE: υγιής;
VERB: αναβλύζω;
USER: καλά, καλώς, και, επίσης, καθώς, καθώς
GT
GD
C
H
L
M
O
went
/went/ = VERB: πάω, πηγαίνω, υπάγω;
USER: πήγε, πήγαν, προχώρησε, πήγα, έπεσε, έπεσε
GT
GD
C
H
L
M
O
were
/wɜːr/ = USER: ήταν, είχαν, ήσαν, οι, οι
GT
GD
C
H
L
M
O
west
/west/ = NOUN: δύση;
ADJECTIVE: δυτικός;
USER: δύση, δυτικά, δυτική, δυτικά της
GT
GD
C
H
L
M
O
westward
/ˈwest.wəd/ = ADJECTIVE: δυτικός;
USER: δυτικός, δυτικά, προς τα δυτικά, τα δυτικά, προς δυσμάς
GT
GD
C
H
L
M
O
what
/wɒt/ = PRONOUN: τι, τις, ποιός, ποσόν;
USER: τι, αυτό, αυτό που, ποια, ποια
GT
GD
C
H
L
M
O
when
/wen/ = CONJUNCTION: όταν, άμα;
ADVERB: πότε;
USER: όταν, κατά, κατά την, πότε, πότε
GT
GD
C
H
L
M
O
where
/weər/ = CONJUNCTION: όπου;
ADVERB: που;
USER: όπου, που, όταν, εφόσον, εφόσον
GT
GD
C
H
L
M
O
wherever
/weəˈrev.ər/ = ADVERB: οπουδήποτε;
USER: οπουδήποτε, όπου, όπου κι, όπου και, όπου και
GT
GD
C
H
L
M
O
which
/wɪtʃ/ = PRONOUN: ο οποίος, ποιός;
USER: ο οποίος, που, οποία, η οποία, οποίο, οποίο
GT
GD
C
H
L
M
O
while
/waɪl/ = CONJUNCTION: ενώ, μολονότι, καθ' όν χρόνον;
NOUN: λίγο καιρό, χρόνος, διάστημα χρονικό;
VERB: περνώ;
USER: ενώ, ενώ η, κατά, ενώ οι, ενώ οι
GT
GD
C
H
L
M
O
white
/waɪt/ = NOUN: λευκό;
ADJECTIVE: λευκός, άσπρος;
USER: λευκό, λευκός, άσπρο, λευκή, λευκά, λευκά
GT
GD
C
H
L
M
O
who
/huː/ = PRONOUN: ποιός;
USER: που, ο οποίος, οι οποίοι, οποίος, ποιος, ποιος
GT
GD
C
H
L
M
O
whole
/həʊl/ = NOUN: ολόκληρο, όλο;
ADJECTIVE: ολόκληρος, όλος, ακέραιος, υγιής, άρτιος, ακομμάτιαστος;
USER: ολόκληρο, όλο, ολόκληρος, όλος, σύνολο
GT
GD
C
H
L
M
O
whom
/huːm/ = PRONOUN: ποιόν;
USER: ποιόν, οποίους, οποίο, τους οποίους, οποία
GT
GD
C
H
L
M
O
whose
/huːz/ = PRONOUN: τίνος, ποιανού, γενική του WHO, γενική του WHICH;
USER: των οποίων, των οποίων οι, του οποίου, οποίων, οποίου
GT
GD
C
H
L
M
O
why
/waɪ/ = ADVERB: γιατί;
USER: γιατί, Γιατί να, λόγο, οποίους, τους οποίους, τους οποίους
GT
GD
C
H
L
M
O
wild
/waɪld/ = ADJECTIVE: άγριος, ξέφρενος, έρημος;
NOUN: έρημη γη;
USER: άγριος, άγρια, άγριων, άγριας, αγρίων
GT
GD
C
H
L
M
O
will
/wɪl/ = USER: will-, will, would, shall, βούληση, θέληση, διαθήκη;
VERB: θέλω, διαθέτω, δίνω για διαθήκη;
USER: θα, θα είναι, βούληση, θέληση, θέληση
GT
GD
C
H
L
M
O
wind
/wɪnd/ = NOUN: άνεμος, αέρας, στροφή;
VERB: ελίσσομαι, ανεμίζω, κουρδίζω, στρέφω, ελίσσω, περιτυλίσσω, περιτυλίσσομαι, χορδίζω;
USER: άνεμος, αέρας, ανέμου, αιολική, άνεμο
GT
GD
C
H
L
M
O
wine
/waɪn/ = NOUN: κρασί, οίνος;
VERB: ευωχώ με οίνον, κερνώ κρασί;
USER: κρασί, οίνος, οίνου, κρασιού, οίνο
GT
GD
C
H
L
M
O
wing
/wɪŋ/ = NOUN: πτέρυγα, φτερό, πτέρυξ, φτερουύα, κέρατο;
VERB: πτερώνω, κάνω πτερά, ίπταμαι, πετώ;
USER: φτερό, πτέρυγα, πλευρά, πτέρυγας, πλάγια
GT
GD
C
H
L
M
O
wings
/wɪŋ/ = NOUN: παρασκήνια;
USER: παρασκήνια, φτερά, τα φτερά, πτέρυγες, φτερούγες
GT
GD
C
H
L
M
O
winter
/ˈwɪn.tər/ = NOUN: χειμώνας, χειμών;
VERB: παραχειμάζω, διαχειμάζω;
USER: χειμώνας, χειμώνα, το χειμώνα, χειμερινή, χειμερινό
GT
GD
C
H
L
M
O
wise
/waɪz/ = ADJECTIVE: σοφός, συνετός, φρόνιμος;
NOUN: τρόπος, σώφρονας;
USER: σοφός, σοφό, σοφή, συνετό, φρόνιμο
GT
GD
C
H
L
M
O
wish
/wɪʃ/ = NOUN: επιθυμία, ευχή, ευχές;
VERB: επιθυμώ, εύχομαι;
USER: επιθυμία, επιθυμώ, εύχομαι, ευχή, επιθυμούν, επιθυμούν
GT
GD
C
H
L
M
O
with
/wɪð/ = PREPOSITION: με, μαζί, μετά, συν;
USER: με, με το, με την, με τις, με τα, με τα
GT
GD
C
H
L
M
O
within
/wɪˈðɪn/ = PREPOSITION: εντός, μέσα;
USER: μέσα, εντός, κατά, στο, σε
GT
GD
C
H
L
M
O
womb
/wuːm/ = NOUN: μήτρα, κοιλιά;
USER: μήτρα, μήτρας, μήτρα της, κοιλιά, στη μήτρα
GT
GD
C
H
L
M
O
won
/wʌn/ = NOUN: γουόν;
USER: γουόν, κέρδισε, κερδίσει, κέρδισαν, κέρδισε το, κέρδισε το
GT
GD
C
H
L
M
O
wonder
/ˈwʌn.dər/ = VERB: αναρωτιέμαι, διερωτώμαι, απορώ, θαυμάζω, εκπλήττομαι;
NOUN: θαύμα, έκπληξη, θαυμασμός;
USER: αναρωτιέμαι, απορώ, διερωτώμαι, θαύμα, αναρωτιούνται
GT
GD
C
H
L
M
O
wondering
/ˈwʌn.dər/ = VERB: αναρωτιέμαι, διερωτώμαι, απορώ, θαυμάζω, εκπλήττομαι;
USER: αναρωτιούνται, αναρωτιέστε, αναρωτιέται, αναρωτιόμουν, αναρωτιέμαι
GT
GD
C
H
L
M
O
wonders
/ˈwʌn.dər/ = NOUN: θαύμα, έκπληξη, θαυμασμός;
VERB: αναρωτιέμαι, διερωτώμαι, απορώ, θαυμάζω, εκπλήττομαι;
USER: θαύματα, αναρωτιέται, διερωτάται, θαύματα της, κάνει θαύματα
GT
GD
C
H
L
M
O
wondrous
/ˈwʌn.drəs/ = ADJECTIVE: θαυμαστός, εκπληκτικός;
USER: θαυμαστός, θαυμαστό, θαυμάσια, θαυμαστά, θαυμάσιο
GT
GD
C
H
L
M
O
wood
/wʊd/ = NOUN: ξύλο, ξύλα, δάσος, άλσος;
VERB: ξυλεύομαι;
USER: ξύλο, ξύλα, ξύλου, ξυλείας, από ξύλο
GT
GD
C
H
L
M
O
word
/wɜːd/ = NOUN: λέξη, λόγος, είδηση;
VERB: διατυπώ, εκφράζω διά λέξεων;
USER: λέξη, λέξης, λεκτικό, λόγο, κειμένου, κειμένου
GT
GD
C
H
L
M
O
words
/wɜːd/ = NOUN: λόγια;
USER: λόγια, λέξεις, λέξεων, δηλαδή, φράση, φράση
GT
GD
C
H
L
M
O
world
/wɜːld/ = NOUN: κόσμος, υφήλιος, σύμπαν;
USER: κόσμος, κόσμο, κόσμου, παγκοσμίως, παγκόσμια, παγκόσμια
GT
GD
C
H
L
M
O
worship
/ˈwɜː.ʃɪp/ = NOUN: λατρεία, προσκύνημα;
VERB: λατρεύω, προσκυνώ;
USER: λατρεία, λατρεύουν, προσκυνήσουν, λατρεύουμε, λατρείας
GT
GD
C
H
L
M
O
would
/wʊd/ = USER: would-, will, would, shall;
USER: θα, θα ήταν, κάνατε, θα μπορούσε, θα μπορούσε
GT
GD
C
H
L
M
O
wrapped
/ræpt/ = VERB: συσκευάζω, τυλίσσω, περιτυλίσσω;
USER: τυλιγμένο, τυλιγμένα, τυλιγμένη, τυλίγεται, συσκευασία
GT
GD
C
H
L
M
O
write
/raɪt/ = VERB: γράφω, συνθέτω, συγγράφω;
USER: γράφω, γράφετε, γράφετε e, γράψετε, γράψει, γράψει
GT
GD
C
H
L
M
O
ye
/jiː/ = PRONOUN: εσείς, υμείς, σείς;
USER: υμείς, εσείς, Ye, θελετε, σεις
GT
GD
C
H
L
M
O
yeah
/jeə/ = USER: ναι, yeah
GT
GD
C
H
L
M
O
year
/jɪər/ = NOUN: έτος, χρόνος;
USER: έτος, έτους, χρόνο, το έτος, περίοδο, περίοδο
GT
GD
C
H
L
M
O
yearning
/ˈjɜː.nɪŋ/ = NOUN: λαχτάρα, επιθυμία, πόθος;
ADJECTIVE: αυτός που επιθυμεί;
USER: λαχτάρα, πόθος, επιθυμία, μεράκι, πόθο
GT
GD
C
H
L
M
O
years
/jɪər/ = NOUN: έτος, χρόνος;
USER: χρόνια, έτη, ετών, χρονών, χρονών
GT
GD
C
H
L
M
O
yet
/jet/ = ADVERB: ακόμη, όμως, εν τούτοις;
USER: ακόμη, όμως, ακόμα, αλλά, υπάρχουν ακόμη, υπάρχουν ακόμη
GT
GD
C
H
L
M
O
yon
/yän/ = ADVERB: εκεί πέρα;
ADJECTIVE: εκείνος;
USER: εκεί πέρα, εκείνος, Yon, υών, Υοη,
GT
GD
C
H
L
M
O
yonder
/ˈjɒn.dər/ = ADVERB: εκεί πέρα;
ADJECTIVE: εκείνος;
USER: εκείνος, εκεί πέρα, Yonder, μακρινό, στο μακρινό
GT
GD
C
H
L
M
O
you
/juː/ = PRONOUN: εσείς, εσύ, σείς, σύ;
USER: εσείς, εσύ, σας, μπορείτε, που, που
GT
GD
C
H
L
M
O
your
/jɔːr/ = PRONOUN: váš, svůj, tvůj;
USER: σας, σου, σας για, το, το
GT
GD
C
H
L
M
O
yourselves
/jərˈself/ = PRONOUN: σείς οι ίδιοι;
USER: τον εαυτό σας, εαυτό σας, εσείς, ίδιοι, εαυτούς
GT
GD
C
H
L
M
O
yule
/juːl/ = NOUN: Χριστούγεννα;
USER: Χριστούγεννα, Yule, Yule που
GT
GD
C
H
L
M
O
yuletide
/ˈjuːltʌɪd/ = USER: μέρες των Χριστούγεννων, Yuletide, χριστουγεννιάτικους,
1025 words